
“Η μουσική μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, εκτός από τη σιωπή.” – Λέοναρντ Μπερνστάιν
Ο συνθέτης, μαέστρος, πιανίστας Λέοναρντ Μπερνστάιν πέθανε στις 14 Οκτωβρίου 1990, στη Νέα Υόρκη, πέντε μόλις ημέρες μετά την ανακοίνωση της αποχώρησής του από τη σκηνή. Ήταν εβδομήντα δύο ετών. Η τελευταία του εμφάνιση στο Tanglewood —εκεί όπου είχε κάποτε μαθητεύσει— έμοιαζε με κύκλο που έκλεινε: ο μαέστρος που είχε διδάξει γενιές να απολαμβάνουν τη συμφωνική μουσική, αποχαιρετούσε με σιωπή.
Γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1918 στο Λόρενς της Μασαχουσέτης, παιδί εβραίων μεταναστών από την Ουκρανία, του Σάμουελ και της Τζένι Μπερνστάιν. Από μικρός γοητεύτηκε από το πιάνο, η ιστορία λέει πως όταν οι γονείς του αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο όργανο για το σπίτι, ο νεαρός Λέοναρντ δεν σταμάτησε να παίζει για ώρες, μέχρι να μάθει να “μιλά” μέσα από τα πλήκτρα.
Σπούδασε στο Harvard University και στο Curtis Institute of Music στη Φιλαδέλφεια, όπου μελέτησε διεύθυνση ορχήστρας με τον Φριτς Ράινερ και σύνθεση με τον Ραντάντο Πέκα. Στο Tanglewood, γνώρισε τον μεγάλο Σέργιε Κουσεβίτσκι, που τον μύησε στη μουσική ως πράξη ολοκληρωτικής παρουσίας — όχι μόνο ως τεχνική.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε σχεδόν τυχαία. Στις 14 Νοεμβρίου 1943, ο 25χρονος Μπερνστάιν αντικαθιστά τον άρρωστο Μπρούνο Βάλτερ στη Νέα Υόρκη Φιλαρμονική. Η συναυλία μεταδίδεται ζωντανά από το ραδιόφωνο· το κοινό μαγεύεται από την ενέργεια και τη σωματικότητα του νεαρού μαέστρου. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες μιλούν για “έναν μουσικό που κάνει το σώμα του όργανο”.
Ο Μπερνστάιν ήταν ένας καλλιτέχνης χωρίς σύνορα. Έγραψε συμφωνίες, όπερες, λειτουργίες, μουσική δωματίου — αλλά και έργα του Broadway. Το “West Side Story” (1957), με τα εκρηκτικά ρυθμικά μοτίβα και την τραγική του τρυφερότητα, έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αμερικανικά έργα του 20ού αιώνα. Για τους συντηρητικούς ήταν “πολύ λαϊκός”· για τους ανθρώπους του Broadway “πολύ κλασικός”. Ο ίδιος έλεγε: “Δεν υπάρχει σοβαρή ή ελαφριά μουσική. Υπάρχει μόνο καλή και κακή.”
Η σχέση του Μπερνστάιν με τον Δημήτρη Μητρόπουλο ήταν από τις πιο σύνθετες της ζωής του. Ο Μητρόπουλος υπήρξε μέντορας, φίλος και καθοδηγητής του. Πίστεψε στον νεαρό Μπερνστάιν όταν κανείς άλλος δεν το έκανε, του άνοιξε πόρτες, του έδωσε ευκαιρίες. Όμως το 1958, όταν ο Μπερνστάιν ανέλαβε τη θέση του μουσικού διευθυντή της Νέας Υόρκης Φιλαρμονικής — τη θέση που κατείχε ο Μητρόπουλος — η σχέση τους ράγισε. Για τον ελληνικής καταγωγής μαέστρο ήταν ένα πλήγμα, για τον Μπερνστάιν μια στιγμή αμφιθυμίας: νίκη και ενοχή μαζί. Παρ’ όλα αυτά, σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις του, αναγνώρισε δημόσια την οφειλή του: “Ο Μητρόπουλος μου έμαθε ότι η μουσική δεν είναι η μπαγκέτα, είναι το σώμα, η ανάσα, η εξομολόγηση.”
Ως μαέστρος, ο Μπερνστάιν ήταν ανοιχτός, θεατρικός, σχεδόν επικίνδυνα εκφραστικός. Οι κινήσεις του στη σκηνή δεν υπάκουαν σε κανόνα, ήταν ρέουσες, σπαρακτικές, σχεδόν χορευτικές. Η μουσική του προσέγγιση ήταν μια μορφή ψυχικής γυμνότητας. Το κοινό δεν τον έβλεπε απλώς να διευθύνει· τον έβλεπε να ζει.
Παράλληλα, έγινε παιδαγωγός της μουσικής, με τις ιστορικές “Young People’s Concerts” της Νέας Υόρκης Φιλαρμονικής, που μεταδίδονταν από την τηλεόραση και σύστηναν την κλασική μουσική στις νέες γενιές. Οι διαλέξεις του στο Harvard και τα βιβλία του —όπως The Joy of Music και The Infinite Variety of Music— μιλούσαν για τη μουσική σαν για μια πράξη ανθρωπιάς.
Η προσωπική του ζωή ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Παντρεύτηκε το 1951 τη Χιλιανή ηθοποιό Φελίσια Μοντεαλγκρέ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Ο γάμος τους υπήρξε βαθιά τρυφερός αλλά και ταραχώδης· οι ερωτικές σχέσεις του Μπερνστάιν με άνδρες ήταν γνωστές στους κύκλους του, χωρίς ποτέ να τον ορίσουν δημόσια. Η Φελίσια πέθανε το 1978 από καρκίνο, αφήνοντάς τον βυθισμένο σε ενοχή και θλίψη.
Στις δεκαετίες του ’70 και ’80, ο Μπερνστάιν συνέχισε να ταξιδεύει και να διευθύνει μεγάλες ορχήστρες σε όλο τον κόσμο. Ήταν εκείνος που διεύθυνε το εμβληματικό “Ωδή στη Χαρά” του Μπετόβεν στο Βερολίνο το 1989, λίγες μέρες μετά την πτώση του Τείχους, αντικαθιστώντας τη λέξη “Freude” (χαρά) με “Freiheit” (ελευθερία). Ήταν ένα μουσικό μανιφέστο: η μουσική ως πράξη ελευθερίας.
Όταν πέθανε, η Νέα Υόρκη βυθίστηκε σε σιωπή. Ο τάφος του στο Green-Wood Cemetery του Μπρούκλιν είναι λιτός, χωρίς ημερομηνίες, χωρίς διακόσμηση — μόνο το όνομά του.
Ο Μπερνστάιν άφησε πίσω του έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις: συμφωνίες και μιούζικαλ, χαρά και ενοχή, εσωτερική πίστη και δημόσιο πάθος. Ένας άνθρωπος που δεν ήθελε να επιλέξει ανάμεσα στη σκηνή και τη ζωή — γιατί, τελικά, για εκείνον ήταν το ίδιο πράγμα.










