
Men In Dust – Ο ήχος τους είναι folk, indie, synth pop — είναι και ο συνδυασμός τους!
Η μπάντα από τον Βόλο έχει ξεχωριστό ήχο. Μέσα του ζουν οι μουσικές επιρροές των τριών μελών της. Σε μια σύντομη συνάντηση με τον Θέμη, καταγράψαμε την ουσία αυτού του μουσικού γκρουπ που αξίζει την προσοχή σου.
– Ας πάμε από την αρχή. Πώς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία; Τι σας έφερε στο ίδιο σημείο, με δεδομένο ότι ο καθένας σας κουβαλάει ιστορία από μπάντες όπως οι Inner Sleeves, My Own Devices, Jacks κ.λπ.;
Με τον Φώτη (vocals, bass), προερχόμαστε από τελείως διαφορετικά μουσικά background. Αυτός πρώην ταγμένος χεβιμεταλάς και κιθαρίστας, εγώ πρώην ταγμένος indiepopper και λάτρης των αναλογικών synths. Η μοίρα μάς έφερε να γνωριστούμε στη φάμπρικα όπου δουλεύουμε και οι δύο. Κολλήσαμε αμέσως. Όπως πολύς κόσμος την περίοδο της πρώτης καραντίνας, έτυχε να είμαστε και οι δύο ξέμπαρκοι από μουσικά σχήματα και αποφασίσαμε (για πλάκα αρχικά) να διοχετεύσουμε τη δημιουργικότητά μας στη μουσική. Δέσαμε πολύ γρήγορα μουσικά και οι πειραματισμοί μας πήραν γρήγορα πιο συγκεκριμένο ύφος. Η δημιουργία του ντουέτου (τότε) Men In Dust ήρθε σαν φυσική συνέχεια…
– Πώς γεννήθηκε το “Personal Mind Tripper”; Είχε μια καθαρά αγγλόφωνη ταυτότητα και, μουσικά, φαίνεται σαν να ξεκαθαρίζατε το πεδίο. Ήταν εξ αρχής concept album;
Η πρώτη περίοδός μας σαν Men In Dust ήταν χείμαρρος δημιουργίας! Γράφαμε σαν τρελοί και είχαμε συγκεντρώσει πολύ υλικό, το οποίο έπρεπε με κάποιον τρόπο να βγει προς τα έξω. Το inside joke μας ήταν ότι θα βγάλουμε κατευθείαν Best of Men in Dust! Αποφασίσαμε λοιπόν να στήσουμε ένα concept album επιλέγοντας από αυτό το υλικό και, με μεγάλη δυσκολία, καταλήξαμε στα 16 (!!!) κομμάτια. Το Personal Mind Tripper είναι στην ουσία μουσικές που εκείνη την περίοδο μάς έκαναν να tripάρουμε, χωρίς ταμπέλες, χωρίς κολλήματα. Όλα στη φόρα…
– Ένα χρόνο μετά, το “Υπόγειο” άλλαξε γλώσσα και κλίμα. Πώς αποφασίσατε να γυρίσετε στα ελληνικά; Η “Κατσαρίδα” ακούστηκε πολύ. Περιμένατε καθόλου τέτοια ανταπόκριση;
Η στροφή στον ελληνικό στίχο ήταν κάτι που μας βγήκε αβίαστα. Ίσως γιατί όταν εκφράζεσαι στη μητρική σου γλώσσα, μπορείς να “ανοιχτείς” περισσότερο… Αλλά και γιατί πάντα θέλαμε να παντρέψουμε τον “ξένο” ήχο με τα ελληνικά και το αντίστροφο. Δεν είχαμε ποτέ ενδοιασμούς για τη γλώσσα που θα “ντύσει” τη μουσική μας. Κομμάτια όπως το Βασανιστικό, η δική μας εκδοχή στο ζεϊμπέκικο, και η Κατσαρίδα δεν θα μπορούσαν να έχουν ξένο στίχο…
Η αποδοχή της Κατσαρίδας είναι κάτι που το περιμέναμε. Είναι κομμάτι που σου μένει. Μιλάει για όλους αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους που ζουν ανάμεσά μας (σαν τις κατσαρίδες άλλωστε) και, χωρίς να είναι ξεχωριστοί, έχει φτιάξει ο καθένας τον δικό του ξεχωριστό μικρόκοσμο και περιμένει πίσω από τη σκηνή την ώρα που θα βγει μπροστά και θα κάνει εντύπωση… Σαν την κατσαρίδα που σκάει εκεί που δεν την περιμένεις! Ακόμα θυμάμαι σαν τώρα τη στιγμή που ήρθε ο Φώτης στο υπόγειό μας, όπου κάνουμε τις πρόβες, και μου απήγγειλε για πρώτη φορά τους στίχους της Κατσαρίδας… Ανατριχίλα!
– Τα φετινά “S’ Recordings Session One και Two” μοιάζουν πιο υβριδικά: ελληνικά και αγγλικά, οργανικά και ηλεκτρονικά. Τι ακριβώς είναι αυτές οι Sessions; Πρόκειται για μια νέα φάση ή απλώς για έναν πειραματισμό;
Η ανάγκη να παρουσιάσουμε το υλικό μας στο ευρύ κοινό μάς έκανε να σκεφτούμε την εκδοχή να βάλουμε κανονικά drums στα κομμάτια μας. Τον προβληματισμό αυτό μάς τον έλυσε ο Βασίλης Ζήγρας, ένας φοβερός drummer, ο οποίος ενθουσιάστηκε όταν άκουσε το υλικό μας και “κούμπωσε” κατευθείαν στον ήχο μας! Έφερε τη δυναμική που έλειπε και έδωσε μια προοπτική στον ήχο μας που μας άρεσε πολύ!
Έτσι λοιπόν επιλέξαμε κομμάτια από όλες τις περιόδους μας, τα αλλάξαμε τα φώτα και τα φέραμε πολύ κοντά στην εκδοχή του live, τα παίξαμε και τα ηχογραφήσαμε επιτόπου. Έτσι ώστε, ακούγοντας τα S Recordings Session One και Two, να ξέρει κάποιος τι θα ακούσει σε μια live εμφάνιση των Men In Dust. Οπότε δεν θα το έλεγα υβριδικό — μάλλον για μουσική ωρίμανση θα το έλεγα…
Ένα μεγάλο ευχαριστώ, φυσικά, και στα παιδιά του S Recording Studio, Σπύρο Χαρμάνη και Λάμπρο Ζαφειρόπουλο, που πίστεψαν σε εμάς και έβαλαν πλάτες για να πάρει αυτή η ιδέα σάρκα και οστά!
– Ποιος γράφει τι; Πώς δουλεύετε όταν φτιάχνετε ένα κομμάτι; Ξεκινάτε από στίχο, ρυθμό ή θέμα;
Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη συνταγή. Ένας στίχος, μια μελωδία, ένας ρυθμός — οτιδήποτε έρθει πρώτο. Φτιάχνουμε έναν κορμό, του δίνουμε λίγο χρόνο να ωριμάσει, ίσως κάπου εκεί να βάλουμε και στίχο, και μετά του αλλάζουμε τα φώτα (συνήθως εγώ το κάνω αυτό). Και έτσι πάντα καταλήγουμε σε κάτι τελείως διαφορετικό, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό με την αρχική ιδέα τον τίτλο. Ή μπορεί να αλλάξει και αυτός… Την τελική μορφή το τραγούδι την παίρνει συνήθως λίγο πριν την ηχογράφηση!
– Είστε μια μπάντα με rock βάση, αλλά περνάτε από indie, folk, synth pop και πιο πειραματικά μονοπάτια. Γίνεται συνειδητά ή αφήνεστε;
Είμαστε γενικά πολύ ανοιχτόμυαλοι, σαν μονάδες. Ασυνείδητα όμως, οι επιρροές του καθενός βγαίνουν στη μουσική του. Προσπαθούμε να αφηνόμαστε όταν jamάρουμε, γιατί πιστεύουμε στην αλληλεπίδραση, και σχεδόν πάντα καταλήγουμε σε παντρέματα που έχουν ενδιαφέρον. Τουλάχιστον για εμάς… Στο τέλος όμως, ο ήχος που έχουμε φτιάξει σαν Men In Dust — αυτό το δεν-ξέρω-πώς-να-το-περιγράψω πράγμα — πάντα βρίσκει τρόπο να εμφανιστεί…
– Έχετε κάνει κάποια live μέχρι τώρα — λίγα αλλά υπήρξαν. Είναι κάτι που θα θέλατε να ενισχύσετε ή είστε πιο στούντιο project;
Οι live εμφανίσεις μας είναι μετρημένες ως τώρα: Maneru (Άγιος Λαυρέντιος), Cafe Society (Βόλος), Cafe Santan (Βόλος), Faust (Αθήνα). Όχι γιατί δεν το θέλουμε, αλλά οι επαγγελματικές μας υποχρεώσεις περιορίζουν λίγο τα πράγματα. Με τον ερχομό του Βασίλη στα drums, είναι στα μελλοντικά μας σχέδια κάποια εμφάνιση σε κάποιο φεστιβάλ. Το παλεύουμε. Ελπίζω να γίνει σύντομα… Ως τότε, αρκούμαστε στο να γράφουμε!
– Έχετε τέσσερις κυκλοφορίες σε τέσσερα χρόνια. Τι κρατάτε περισσότερο από την κάθε μία; Υπάρχει κάποια που σας φαίνεται πιο “δική σας”;
Δεν υπάρχει κάποια που να ξεχωρίζει στις προτιμήσεις μας. Κάθε δισκογραφική δουλειά είναι ένας κύκλος που κλείνει για να ανοίξει ο επόμενος — λίγο διαφορετικός, λίγο πιο ώριμος. Όλοι όμως οι κύκλοι αυτοί είναι ομόκεντροι, και στο κέντρο υπάρχει η ανάγκη για δημιουργία, για εξωτερίκευση, για επικοινωνία. Είναι τα βιώματά μας, η καθημερινότητά μας, οι σκέψεις και προβληματισμοί μας. Ό,τι μας αρέσει, ό,τι μας ενοχλεί, ό,τι θεωρούμε πως αξίζει να αποτυπωθεί σε έναν στίχο ή μια μελωδία και να ταξιδέψει στο δικό σου αυτί. Στο αυτί ενός φίλου, ενός ξένου. Να ακουμπήσει ο δικός μας ομόκεντρος κύκλος σε κάποιον άλλον κύκλο… Αυτός είναι ο σκοπός.
– Τι ρόλο παίζει για σας το Bandcamp; Είναι θέμα αισθητικής, ανεξαρτησίας ή απλώς πρακτικής επιλογής;
Είναι όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά. Είναι η κατοχύρωση, χωρίς δεσμεύσεις. Είναι σαν να σε ψάξω και να σου δώσω την κασέτα χέρι-χέρι. Απλά τώρα με ψάχνεις εσύ και μου ζητάς την κασέτα… Δεν είμαστε παιδιά του Spotify. Είναι ωραίο πράγμα να αφιερώσεις χρόνο και να ακούσεις μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά. Τιμάς έτσι τον καλλιτέχνη και τον κόπο-χρόνο που έκανε γι’ αυτό. Η υπερβολική πληροφορία ρίχνει και την αξία σε κάποια πράγματα — τα κάνει εφήμερα και επιπόλαια. Η λογική του Bandcamp μάς εκφράζει και μας δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσουμε το υλικό μας με τρόπο που είναι κοντά στην αισθητική μας…
– Τι δεν θα κάνατε ποτέ ως μπάντα; Και αντίστροφα — τι όνειρο υπάρχει ακόμα ανοιχτό;
Ποτέ μη λες ποτέ. Όλα είναι στο παιχνίδι. Όσο για όνειρα; Ποια μπάντα δεν θα ήθελε να παίξει headliner σε ένα μεγάλο φεστιβάλ; Ποιος δεν θα ήθελε να γράψει μουσική για ταινία; Ποιος δεν θα ήθελε να φτιάξει το δικό του υπερχλιδάτο studio; Ποια μπάντα δεν θέλει τη δουλειά της σε βινύλιο; Αν συνεχίσω, θα χρειαστούμε ονειροκρίτη… ή ζουρλομανδύα.