γράφει η Νατάσα Παπανικολάου* //

Στην εκπνοή του χρόνου, βρίσκομαι πάλι στη Μόρια. Ψάχνω να βρω τον Σαχίν και την οικογένειά του, τη μητέρα του που ήταν δασκάλα στο Αφγανιστάν και τις αδερφές του. Στρίβω δεξιά από την χρωματιστή κουβέρτα που έχω βάλει σημάδι για να μη χάνομαι στη ζούγκλα. Τίποτα δε θυμίζει όμως το «σπίτι» του Σαχίν, τον χώρο έχουν καταλάβει άλλα παραπήγματα φτιαγμένα με ξύλα και μουσαμάδες. Ο ήχος του σφυριού δεν σταματά ποτέ στον ελαιώνα. Γύρω μου, στο «εργοτάξιο» άνθρωποι κουβαλούν μαδέρια, σίδερα, παλέτες, κλαδιά και τούβλα με τα οποία θα χτίσουν καινούργιου φούρνους μέσα στη γη. «Ταντούρ, Ταντούρ», μου φωνάζουν. Δίπλα στους φούρνους κι άλλα μαγαζιά ξεφυτρώνουν, μικρά περίπτερα: «Τα αγοράζουμε από το Lidl και τα φέρνουμε εδώ για να μην πηγαίνουν εκεί οι άνθρωποι» μου εξηγεί ο Μασάουερ από το Αφγανιστάν λέγοντάς μου πως στα περισσότερα προϊόντα δεν ανεβάζουν παραπάνω την τιμή παρά μόνο ελάχιστα.

«Καμ, καμ Σούρια Σούρια, ακούω κι ακολουθώ τα βήματα ενός άντρα γύρω στα 40. Με οδηγεί λίγο παρακάτω για να μου γνωρίσει τα τέσσερα παιδιά του που ζουν σε μια αυτοσχέδια παράγκα. «Χθες ο αέρας ισοπέδωσε τη σκηνή μας. Ευτυχώς είχαμε προλάβει να φτιάξουμε αυτό». Είναι όλοι από το Ντέιλ Αλ Ζορ. Στήνονται όλοι να τους φωτογραφίσω. Προχωρώ, τα παιδιά κρατούν σπάγκους με δεμένες πλαστικές σακούλες που σηκώνονται ψηλά. Είναι οι «χαρταετοί» τους. Ο αέρας δυναμώνει και σκίζει τις σακούλες. Η Ζάχρα μαζεύεται με παράπονο. Παρακάτω μια οικογένεια στήνει το σπίτι της, Μου λένε ότι δεν έχουν καιρό εδώ παρά μόνο κάτι εβδομάδες. Μόλις το Σάββατο έφτασαν στο νησί παρά την κακοκαιρία 138 πρόσφυγες και μετανάστες, ανεβάζοντας τον αριθμό όσων διαμένουν στη Μόρια στους 18.500 ενώ τις δύο προηγούμενες ημέρες πραγματοποιήθηκαν δύο μαζικές μετακινήσεις στην Ριτσώνα, 668 προσφύγων και μεταναστών που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες.

Ανεβαίνοντας προς τα πάνω ένα κουτάβι μπλέκεται στα πόδια μου. Ο Τζέισον έχει υιοθετηθεί από τον 10 χρονο Αμίρ. Με ακολουθούν και οι δύο. Η επιβλητική μορφή του Ζαχαρία μας κόβει τον δρόμο. Είναι 65 χρονών από το Μπαγκλάν του Αφγανιστάν. Μου δείχνει την καρδιά του. Ένας συμπατριώτης του μου εξηγεί ότι έχει κάνει εγχείρηση στην καρδιά και ότι χρειάζεται βοήθεια. Στέκεται περήφανα να τον φωτογραφίσω.

Μια αναπηρική πολυθρόνα με οδηγεί σε μια σκηνή. “Καμ ,καμ”. Βγάζω τα παπούτσια μου και αμέσως μπορώ να μυρίσω τον αραβικό καφέ με το κάρδαμο που αμέσως με κερνούν. Με μια ματιά διακρίνω την ανήμπορη γυναίκα στην οποία ανήκει η καρέκλα. Η Χαλιμά δεν μπορεί να περπατήσει, είναι ανάπηρη από τη μέση και κάτω μου εξηγούν. Είναι 72 χρονών. Δίπλα της κάθεται μια άλλη γυναίκα που μου δείχνει με το χέρι της το στήθος της. Ένα παιδί με σκουντά: «Διαβάζεις αγγλικά;» Μου δείχνει στο κινητό του τη λέξη cancer. Βλέπω τα χαρτιά της: Εξέταση, αξονική βιοψία.

Η Τζοσέ είναι καρκινοπαθής έχει όγκο στο στήθος και ζει σε μία σκηνή. Έφτασε στο νησί τον Σεπτέμβριο, δεν έχει όμως μεταφερθεί σε καμία δομή για ευάλωτες ομάδες όπως και η 72χρονη Χαλιμά. Γυρίζω το κεφάλι μου. Αυτή η σκηνή είναι σαν θάλαμος νοσοκομείου. Ο Ραντμαντάχ που έχει σπάσει το πόδι του, μου εξηγεί ότι περισσότεροι στη σκηνή είναι από το Ιλντίπ που βομβαρδίζεται βάναυσα και από το Ντελ Αλ Ζορ. Μου δείχνει τις φωτογραφίες των δύο γιων του. Είναι και οι δύο νεκροί 23 και 24 ετών από βομβαρδισμό.

Ο Μπαντίρ μου ζητά να βοηθήσω τoν Ραντμαντάχ του οποίου οι συγγενείς είναι στην Αθήνα. «Πρέπει να βρεθεί ένα σπίτι κοντά στο νοσοκομείο», μου λέει ο Μπαντίρ. Εκείνος έχει δύο παιδιά. Ένα με πρόβλημα στο συκώτι. Μου δείχνει φωτογραφία της γυναίκας του με το παιδί που βρίσκεται στην Αθήνα, μπροστά από ένα συντριβάνι. Συνεχίζει να σκρολάρει στο κινητό. Κάποιες φωτογραφίες μετά μου δείχνει το σχεδόν πολτοποιημένο κεφάλι του αδελφού του από βομβαρδισμό στο Ιλντίπ. Μετά τον τάφο του, μια πέτρα χωμένη σε ένα ξερό έδαφος. Την ίδια ώρα «σερβίρεται» το φαγητό, ένα ψωμί και μια ντομάτα. Οι άνθρωποι αυτοί ζούνε με τον θάνατο μέσα σε μια σκηνή. Πίνω καφέ αμίλητη. Ο αέρας αρχίζει το καταστροφικό του έργο. Το μαγκάλι ανάβει. Τους ρωτώ αν γνωρίζουν ότι είναι επικίνδυνο μέσα στη σκηνή, Μου λένε δεν κοιμόμαστε με αυτό γιατί μας παίρνει το οξυγόνο. Το δικό μου οξυγόνο είχε τελειώσει λίγο πριν. Ένιωθα πως πνιγόμουν.