Γνωριστήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Cocteau Twins είναι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από εκείνον. Τους λάτρευε. Ήταν η εποχή που ο Papercut έκανε οικονομίες για να πάρει το πρώτο του συνθεσάιζερ, ήθελε να πάει ωδείο πριν φτιάξει το πρώτο του συγκρότημα. Έγινε ο αδύνατος, ψηλός φίλος μου εύκολα.

Μετά, χαθήκαμε, κατά καιρούς βρισκόμασταν σε τρύπες της Κυψέλης που έπαιζαν New Wave μουσική. Εντάξει, δεν ξέρω αν η memorabilia έχει λόγο εδώ, αν βοηθά κάπου, αλλά να… θέλω να πω πως αυτή η συνέντευξη κύλησε περισσότερο σαν κουβέντα παρά σαν συνέντευξη που ανακαλύπτεις τον απέναντί σου μέσα από ερωτήσεις, αναμένοντας τη λέξη, τον μορφασμό που θα της δώσει ρυθμό.

Ο Papercut, ένας μάστορας του ατμοσφαιρικού ήχου, συνεργάστηκε με τον Νίκο Μωραΐτη στο νέο του άλμπουμ “Ουρανοξύστης”, που κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες. Η όλη ιστορία της συνεργασίας τους αλλά και εκείνης που προέκυψε με τις σημαντικότερες ίσως φωνές της χώρας –Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Δήμητρα Γαλάνη, Γιώτα Νέγκα– έχει μόνο ενδιαφέρον. Η τελευταία φορά που κυκλοφόρησε άλμπουμ ήταν το 2015. Άραγε, γιατί  επιστρέφει τώρα;

Κυκλοφορείς σήμερα νέο άλμπουμ. Το προηγούμενο δε θυμάμαι πότε βγήκε. Πρέπει να ήταν πριν έξι ή επτά χρόνια. Στην περίπτωσή σου η έννοια “καλλιτεχνική συνέπεια” δεν έχει κανόνες. Πώς το βλέπεις; Ηχογραφείς όποτε γουστάρεις; Όποτε έχεις κάτι να πεις; Σε παραδέχομαι, δεν ακολουθείς την τυπική σύμβαση που λέει “θα κυκλοφορώ συχνά κάτι για να μη με ξεχάσει ο κόσμος”, όμως εδώ είναι σαν να πρέπει να ξαναπιάσεις το πράγμα από την αρχή. Πώς πλάθεται η μουσική μέσα σου σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τον χρόνο;

Από την αρχή που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική ποτέ μου δεν την αντιμετώπισα ως κάτι που πρέπει να το κάνω σαν επάγγελμα. Ποτέ. Ίσως αυτό απαντά εν μέρει σε αυτό που είπες γύρω από τη συχνότητα των κυκλοφοριών μου. Η μουσική σε μένα υπάρχει μόνο στο πλαίσιο της ανάγκης. Η απουσία από τη δισκογραφία δε σημαίνει πως εγκαταλείπω τη μουσική. Το να τη δημοσιοποιώ είναι μια άλλη διαδικασία. Ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο που εμπλέκει και άλλους ανθρώπους. Για να νιώσω έτοιμος να βγω στον κόσμο πρέπει να προκύψει κάτι έντονο. Ένας έρωτας ή ένα απρόσμενο γεγονός, μια ανέλπιστη πρόταση. Έτσι συνέβη με το νέο άλμπουμ.

Πες μας λοιπόν τι το συγκλονιστικό συνέβη που σε κινητοποίησε ;

Ήμουν σε μια πολύ δύσκολη, στενάχωρη στιγμή της ζωής μου. Όλα γύρω μου φώναζαν “αδιέξοδο” όταν από το πουθενά πήρε τηλέφωνο ο Νίκος Μωραΐτης. Είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν για το το ρεμίξ που είχα κάνει σε δίσκο της Δήμητρας Γαλάνη. Από εκεί με γνώριζε, είχε καλή εικόνα για μένα. Ο Νίκος είναι ευθύς άνθρωπος. Μετά τα βασικά, “τι κάνεις;”, “πού είσαι;” ρώτησε: “Bασίλη, θα σε ενδιέφερε να γράψεις κάτι και εγώ να βάλω τον στίχο;”. Του απάντησα πως δεν είναι στα ακούσματά μου το ελληνικό τραγούδι. Δεν έχω κάτι στα συρτάρια μου που να ακουμπά το ελληνικό άκουσμα, όμως ήθελα να δοκιμάσω. Η πρόκληση να κάνω κάτι που δε μου περνούσε από το μυαλό να εμπλακώ ήταν έντονη. Μείναμε σύμφωνοι πως όταν έχω κάτι θα του το έστελνα για να μου πει τη γνώμη του.

Εκείνο το τηλεφώνημα πότε έγινε;

Το 2018.

Και μετά;

Μετά άρχισα να δοκιμάζω μουσικές ιδέες που είχα φέρνοντάς τες στο κλίμα που ήθελε ο Νίκος. Λίγο αργότερα του έστειλα ένα έτοιμο κομμάτι. Το θυμάμαι σαν τώρα. Tου το ταχυδρόμησα στις δύο το μεσημέρι. Στις πέντε, τρεις ώρες μετά, μου έστειλε τους στίχους έτοιμος. Απίστευτο έτσι; Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως υπάρχουν άνθρωποι που οι λέξεις, οι εικόνες, οι ιδέες ρέουν στη σκέψη τους με τόση ορμή.

Πρέπει να είχε γερό κίνητρο. Για να είναι τόσο γρήγορος σίγουρα θα του είπε κάτι και το τραγούδι που του έστειλες.

Ναι, έτσι έγινε. Αφού το άκουσε ήρθε και η πρόταση “ωραίο το τραγούδι, θέλεις να κάνουμε ολόκληρο δίσκο μαζί;”

Τον ετοιμάζατε για χρόνια;

Κοίτα, δεν είναι μόνο η δική μου αίσθηση με τον χρόνο που, ναι το παραδέχομαι, είναι ιδιαίτερη. Υπήρξαν και άλλες δυσκολίες, αξεπέραστες. Η πανδημία, η απόφαση να συνεργαστούμε με καλλιτέχνες που είχαν άλλες υποχρεώσεις. Αυτό που κρατάω από το άλμπουμ είναι η σχέση που ο Νίκος και εγώ αναπτύξαμε. Ήταν ένα ιντεράξιον δυνατό, γεμάτο δημιουργία και ειλικρινές. Όποτε έγραφα ένα νέο τραγούδι μιλούσαμε στο τηλέφωνο για όσα ακούγαμε. Το πέρασμα του χρόνου έφερε 10-12 κομμάτια.

Ποιοι συμμετέχουν στο νέο σου άλμπουμ;

Συμμετέχουν τέσσερις γυναίκες. Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, η Δήμητρα Γαλάνη, η Γιώτα Νέγκα και η Μυρτώ Βασιλείου, η νέα της παρέας. Σε ένα τραγούδι υπάρχει και ο λόγος του Σταύρου Ξαρχάκου.

Τραγουδά, ο Ξαρχάκος, στο άλμπουμ σου;

Στο Πες Μου Πως Δεν Είναι Αργά που ερμηνεύει η Άλκηστις Πρωτοψάλτη υπάρχει ένας διάλογος από  ελληνική ταινία. Συζητώντας μαζί της για το ποιος θα μπορούσε να τον απαγγείλει και να έχει ειδικό βάρος, προέκυψε το όνομα “Σταύρος Ξαρχάκος”. Εκείνη έχει καλές σχέσεις μαζί του, του το πρότεινε, του άρεσε το κομμάτι, του είπαμε να το πει, δέχτηκε.

Γιατί ονόμασες το άλμπουμ Ουρανοξύστης;

Με τον Μωραΐτη αναπτύξαμε μια μέθοδο που βόλευε και τους δύο. Έγραφα μουσική, του την έστελνα και εκείνος έγραφε στίχους πάνω της. Κάποια στιγμή, σε ουδέτερο χρόνο, μου είπε: “έχω αυτούς τους στίχους, διάβασέ τους και αν μπορέσεις να κάνεις κάτι τόλμησε το”. Αυτό το κομμάτι που έγινε ανάποδα με βάση τον ρυθμό της δουλειάς μας έδωσε και τον τίτλο του άλμπουμ. Πριν καν ξεκινήσουμε να δουλεύουμε το άλμπουμ σκέφτηκα πως αυτό το κομμάτι, με αυτό τον τίτλο, είναι ο πυρήνας του.

Ο ουρανοξύστης μπορεί να λειτουργήσει συμβολικά σε πολλά επίπεδα; Εκπέμπει τη φιλοδοξία του ανθρώπου να φτάσει ψηλά ή να ζήσει σαν σε μια κυψέλη με άλλους ανθρώπους.

Δε διαβάσαμε τη λέξη έτσι. Ουρανοξύστης είναι το μέγεθος της μοναξιάς που πρέπει να αντιμετωπίσεις στη ζωή σου. Ένα κτίριο που στέκεται μόνο του, αυτόνομα και εντελώς παράμερο από ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω του.

«Ξέρεις τι έμαθα μετά από αυτό το άλμπουμ. Πως όσο πιο μεγάλος είναι ένας καλλιτέχνης τόσο πιο σίγουρος είναι για τον εαυτό του και φυσικά άνετος στις συνεργασίες του.»

Συνήθως οι καθιερωμένοι καλλιτέχνες διαλέγουν τους καλλιτέχνες που συνεργάζονται. Στη δική σου περίπτωση το πράγμα πήγε αλλιώς. Ζήτησες να συνεργαστείς με τον Ξαρχάκο και δέχτηκε. Μιλάμε, ίσως, για τον τελευταίο από τους μεγάλους του ελληνικού τραγουδιού. Αυτό δεν σε κολακεύει;

Σαν εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη. Ξέρεις τι έμαθα μετά από αυτό το άλμπουμ; Πως όσο πιο μεγάλος είναι ένας καλλιτέχνης τόσο πιο σίγουρος είναι για τον εαυτό του και φυσικά άνετος στις συνεργασίες του.

Ένιωσες στη θέα τους πως πρέπει να τους αποδείξεις κάτι;

Όχι, ποτέ. Συναντηθήκαμε για να κάνουμε μόνο μουσική.

Δήμητρα Γαλάνη, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Γιώτα Νέγκα, Νίκος Μωραΐτης, είσαι ένας άνθρωπος που έρχεται από άλλη μουσική κουλτούρα. Η λογική του ελληνικού τραγουδιού, όπως αποτυπώθηκε από τις δουλειές των παραπάνω, δεν σου είναι οικεία. Εδώ τι έχουμε; Την ένωση δύο διαφορετικών μουσικών κόσμων;

Είναι έτσι ακριβώς. Αυτό για να συμβεί προϋποθέτει πως ανάμεσα σ’ αυτό που είπες “δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους” γίνονται ζυμώσεις. Πιστεύω ή τουλάχιστον θεωρώ πως όταν δύο άνθρωποι που αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο τη μουσική έρθουν κοντά, έχουν δύο επιλογές. Είτε θα βρουν κοινούς κώδικες και θα παρουσιάσουν κάτι δημιουργικό είτε δεν θα το κάνουν και θα παρουσιάσουν ένα μπάσταρδο πράγμα.

Εσύ αυτή τη στιγμή θεωρείς πως έχεις γράψει έναν “ελληνικό” δίσκο;

Όταν ξεκίνησα θεωρούσα πως μπορώ να γράψω μουσική, όχι όμως τραγούδια. Ναι λοιπόν, είμαι ικανός να γράψω μουσική, το τραγούδι όμως είναι κάτι άλλο. Δοκίμασα πολλές φορές και στο πέρασμα του χρόνου θεωρώ πως ναι, μπορώ να κάνω τραγούδια.

Πότε το ανακάλυψες αυτό;

Με τους Monitor. Τους θυμάσαι; Σίγουρα το κάνεις, γιατί είχαμε συνεργαστεί στις πρώτες μέρες τους. Με εκείνο το συγκρότημα κατάλαβα ότι μπορώ να γράψω τραγούδια που ακούγονται στο ραδιόφωνο. Πάντα θέλω να δοκιμάζω σε κάτι νέο τον εαυτό μου….

Και μετά τους Monitor κυκλοφόρησες μουσική και, επομένως, τραγούδια ως Papercut.

Ο Papercut ήθελα να είναι μια περσόνα που δεν εμφανίζεται. Δεν έχει καμία σημασία ποιος είμαι, σημασία έχει αυτό που ακούς. Στο πρώτο άλμπουμ βασίστηκα πολύ στα samples. Όσα κομμάτια είχαν φωνητικά ήταν επαναλαμβανόμενες φράσεις. Στο δεύτερο άλμπουμ ως Papercut έχω γράψει τραγούδια, καθαρά τραγούδια, έχουν κουπλέ, έχουν ρεφρέν και έντονη την παρουσία της φωνής. Σήμερα δοκιμάζω να κάνω κάτι που έχει ελληνικό χαρακτήρα φιλτραρισμένα μέσα από τα ακούσματα που έχω και μοιραία κουβαλώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να τα βγάλω από πάνω μου, να τα αποχωριστώ.

Πού έγκειται η διαφορά ανάμεσα στο τραγούδι και τη μουσική;

Στο αυτονόητο, στον στίχο. Στον Ουρανοξύστη χρησιμοποίησα τη φωνή σαν μουσικό όργανο. Όταν υπάρχει στίχος μοιραία η βαρύτητα ανάμεσα στον συνθέτη και τον στιχουργό έχει ισομέρεια. Στο ελληνικό δε τραγούδι ο στίχος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ένα ρεφρέν που πιάνει στο κοινό είναι, συχνά, το ζητούμενο. Στη μουσική έχεις την άνεση να κινηθείς σε πάρα πολλά μονοπάτια. Στο τραγούδι έχεις να εξυπηρετήσεις τη δέσμευση του στίχου. Το ίδιο συμβαίνει και στα σάουντρακ. Όταν κάνεις μουσική για ταινία, η εικόνα σε δεσμεύει. Είναι μια ευχάριστη δέσμευση που όσο γράφεις ήχους και μελωδικές γραμμές καθορίζει το σύμπαν σου. Γράφοντας μόνο μουσική δρας αυτόνομα. Έχεις κάτι στο μυαλό σου και δημιουργείς.

Μεγαλώσαμε στη δεκαετία του 1980. Η γενιά που άκουγε διαφορετική μουσική από εκείνη που έπαιζε το ραδιόφωνο και κυκλοφορούσαν οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, ένιωθε περιφανή για την ηχητική της διαφορετικότητα.

Ακριβώς έτσι είναι.

«Πρόσφατα πέρασε από μπροστά μου το Moon Safari των Air. Ενστικτωδώς αναρωτήθηκα πότε θα ξαναβγεί τέτοιος δίσκος να τον χαρώ όλον από την αρχή μέχρι το τέλος.»

Ποιος είναι ο καλός δίσκος σήμερα;

Αυτή είναι μια ερώτηση δύσκολο ν΄απαντηθεί. Κοίτα, θεωρώ πως ο χρόνος, το πέρασμά του, μπορεί να το απαντήσει αυτό. Φαντάζομαι, όπως εσύ έτσι και εγώ, ακούσαμε άλμπουμ που την εποχή της κυκλοφορίας τους ίσως να μη μας έλεγαν πολλά αλλά μετά από κάποια χρόνια να τα αποθεώσαμε. Το αντίστροφο μπορεί να συμβαίνει και με άλμπουμ που κάποτε αποθεώναμε και όταν μετά από χρόνια δοκιμάσαμε να τα ακούσουμε ξανά τα προσπεράσαμε αδιάφορα.

Να το πω αλλιώς; Θεωρώ πως ζούμε σε μια περίοδο πολύ επιθετική. Το πολιτιστικό προϊόν καταναλώνεται με πρωτόγνωρους όρους. Ένας δίσκος μουσικής δεν πρέπει κυρίως να απευθύνεται στο παρόν της κυκλοφορίας του;

Πρόσφατα πέρασε από μπροστά μου το Moon Safari των Air. Ενστικτωδώς αναρωτήθηκα πότε θα ξαναβγεί τέτοιος δίσκος να τον χαρώ όλον από την αρχή μέχρι το τέλος. Το είπα με καημό αυτό. Αυτό που θα βάλεις τώρα και θα περάσεις υπέροχα μαζί του είναι μια άλλη υπόθεση. Και να πω εδώ πως δεν είναι καλός ο δίσκος εκείνος που μπαίνει στα καλύτερα της χρονιάς από πέντε φυλλάδες ή σάιτ. Για μένα αυτό είναι ένα στημένο πράγμα που θέλει να καθορίσει τάσεις. Τα μισά ή παραπάνω από τα μισά που μπαίνουν σε λίστες με τα “καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς” είναι αζήτητα την επόμενη.

Ζούμε στην εποχή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν καλλιτέχνες.

Αυτό είναι που με τρελαίνει. Το έχω δει σε πολλούς τραγουδιστές που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες. Το ότι μπορεί να έχεις το χάρισμα να τραγουδάς σωστά δε σε κάνει αυτόματα και καλλιτέχνη. Καλλιτέχνη σε κάνει το έργο σου, αυτό που παράγεις. Αν γνωρίζεις να ζωγραφίζεις αλλά δεν έχεις ένα έργο να μου δείξεις δεν μπορείς να θεωρηθείς ζωγράφος. Η ικανότητα δεν είναι τέχνη.

Πώς θα έρθει το νέο στη μουσική;

Καθημερινά κυκλοφορούν κάπου στα 100.000 άλμπουμ μουσικής παγκοσμίως. Μιλάμε για νούμερο πρωτόγνωρο. Είναι αδύνατο ν’ ανακαλύψεις το νέο ή το σημαντικό. Και δεν είναι μόνο αυτό. Πολλές φορές γυρνώ πίσω στις δεκαετίες. Ακούω μουσική που κυκλοφόρησε κάποτε. Ακόμα και τώρα που θεωρώ πως έχουμε ακούσει αρκετή μουσική από τις δεκαετίες που αγαπάμε και εκτιμούμε, ανακαλύπτω συνεχώς διαμάντια που δεν είχα πάρει καν χαμπάρι πως είχαν κυκλοφορήσει. Ο ιστορικός του μέλλοντος που θα θελήσει να καταγράψει τα “σημαντικά” μουσικά έργα της δεκαετίας μας θα είναι για λύπηση. Η υπερπληροφόρηση έχει πελώριες διαστάσεις, για να ανακαλύψεις πια το σημαντικό δε χρειάζονται μόνο γνώσεις, χρειάζεται και τύχη.

«Το πιο περίεργο απ’ όλα που συμβαίνει είναι πως όταν προκύπτει κάτι καλό σπάνια θυμάμαι πώς έγινε και πώς μου ήρθε η ιδέα του.»

Δεν σε πτοεί ως συνθέτη αυτό;

Θα σου πω κάτι, γράφοντας μουσική δεν έχω συναίσθηση όσων συμβαίνουν γύρω μου. Απομονώνομαι τελείως από τον χώρο. Το πιο περίεργο απ’ όλα που συμβαίνει είναι πως, όταν προκύπτει κάτι καλό, σπάνια θυμάμαι πώς έγινε και πώς μου ήρθε η ιδέα του. Δεν έχω απόλυτη μνήμη για να πω πότε έγινε το ένα ή το άλλο. Γράφω κάτι και αφήνω χρόνο, έναν-δύο μήνες για να το ακούσω ξανά.

Η εποχή σήμερα πώς σου φαίνεται;

Διχαστική. Και έχω την αίσθηση ότι δεν έχουμε από κάπου να πιαστούμε. Οι μόνοι να κρατηθούμε συναισθηματικά είναι ο φίλος, ο αδελφός, ο κοντινός και κάπου εκεί τέλος. Αυτό νιώθω.

Το μόνο που έμεινε είναι η εγγύτητα ανάμεσα στους μικρόκοσμούς μας; Δεν είναι λίγο πεσιμιστικό αυτό;

Μπορεί να είναι αλλά είναι και αληθινό. Σοβαρά δε βρίσκω το λόγο να μη δεχτώ τη νοσηρότητα ως έννοια αν εκείνη περιγράφει το παρόν μας. Έχει πάψει ο διάλογος ανάμεσά μας. Καλούμαστε πάντα να διαλέγουμε πλευρές. Όλα είναι “είτε είσαι με μας είτε είσαι με τους άλλους”. Δε νιώθω πως υπάρχει κάτι που θα τρέξω πάνω του με προσμονή, με λαχτάρα γιατί φέρνει τη δροσιά του ελπιδοφόρου. Έχω απογοητευτεί.

Έχεις φανταστεί ποιοι είναι οι ακροατές σου;

Αλίμονο αν τους διάλεγα. Αυτό που έχω στο μυαλό μου, που θέλω, είναι να με ακούσουν περισσότεροι άνθρωποι έχοντας τη διάθεση να με καταλάβουν σε αυτό που κάνω.