
Μερικές φορές απλά δεν μπορείτε να βάλετε τέλος. Έχετε αντιληφθεί κάποιες φορές ο συνομιλητής σας να θέλει, από ένα σημείο και μετά, να εγκαταλείψει την κουβέντα; Οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν λάθος εκτιμήσεις σε αυτήν την ερώτηση.
Όταν τελειώνουν οι συζητήσεις, η κατάλληλη στιγμή συνήθως είτε δεν έχει έρθει – είτε έχει περάσει κατά πολύ. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας αμερικανικής μελέτης που ο ψυχολόγος Adam Mastroianni από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν στο περιοδικό «PNAS». H διάρκεια των συζητήσεων που κάνουμε είτε ήταν σημαντικά μεγαλύτερη είτε σημαντικά μικρότερη από το επιθυμητό, ανεξάρτητα από το αν οι συνομιλητές ήταν φίλοι ή άγνωστοι μεταξύ τους.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης, οι ερευνητές ρώτησαν περίπου 800 άτομα για την τελευταία τους συνομιλία με μια στενή επαφή τους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερωτηθέντων, οι συνομιλίες διήρκεσαν περίπου 14 λεπτά κατά μέσο όρο με τους συνομιλητές ωστόσο να προτιμούν μικρότερη διάρκεια και επιθυμητό μέσο όρο διάρκειας να είναι τα 7 λεπτά.
Το τέλος μιας συζήτησης αναδεικνύει πάντα το ζήτημα του συντονισμού
Σε μια δεύτερη μελέτη περίπου 250 άτομα, τα οποία δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, κλήθηκαν να συζητήσουν μεταξύ τους σε ζευγάρια. Τους δόθηκαν τρία τέταρτα της ώρας χρόνος για κάθε συνομιλία, αλλά μπορούσαν να σταματήσουν νωρίτερα και να περάσουν τον υπόλοιπο χρόνο κάνοντας κάτι άλλο. Κατά μέσο όρο, μίλησαν μεταξύ τους για 20 λεπτά. Όπως έδειξε το ερωτηματολόγιο παρακολούθησης, η πραγματική διάρκεια της συνομιλίας διέφερε από την επιθυμητή διάρκεια, κατά μέσο όρο περίπου 7,5 λεπτά. Επιπλέον, οι ερωτηθέντες υπολόγισαν ότι η επιθυμητή διάρκεια συνομιλίας τους διέφερε κατά 5 λεπτά από εκείνη του συνομιλητή τους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η διαφορά των 10 λεπτών ήταν διπλάσια από την αναμενόμενη. Το συμπέρασμα των ερευνητών: οι συμμετέχοντες στην έρευνα είχαν «εξαιρετικά ασύμβατες επιθυμίες» και οι περισσότεροι δεν είχαν επίγνωση αυτού του ζητήματος.
Οι συνομιλίες είναι ένα περίπλοκο πρόβλημα συντονισμού στο οποίο συνήθως χάνουν και οι δύο πλευρές. Ο Mastroianni και οι συνάδελφοί του εξηγούν: εάν και οι δύο πλευρές λένε ανοιχτά τι θέλουν, το πρόβλημα θα λυθεί. Ωστόσο, μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν λιγότερο διακριτική και πιθανώς προσβλητική. Και γι’ αυτό συνήθως σε μια συζήτηση το τέλος έρχεται με μια δικαιολογία ή μια τυπική φράση.
Η έρευνα συμπεραίνει ακόμα πως σε κάθε τρίτη συνομιλία το τέλος μπαίνει, όταν τουλάχιστον ένας από τους δύο συνομιλητές το ήθελε. Όμως, σχεδόν σε κάθε δεύτερη περίπτωση, και οι δύο ήθελαν να ολοκληρώσουν τη συζήτηση νωρίτερα, και σε κάθε δέκατη περίπτωση και οι δύο θα ήθελαν να μιλήσουν μεταξύ τους περισσότερο. Σαν τελικό συμπέρασμα: σπάνια μια συνομιλία τελειώνει τη χρονική στιγμή που και οι δύο πλευρές επιθυμούν και, κατά κανόνα, και οι δύο συνομιλητές δεν έχουν επίγνωση αυτής της πραγματικότητας.