του Γιάννη Παναγόπουλου //

Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος, ναι ντε εκείνος που γράφει και μιλάει στην Athens Voice, κυκλοφόρησε μυθιστόρημα, το λένε “Ροκ Σταρ” (εκδόσεις Μεταίχμιο). Στις σελίδες του συνυπάρχουν η Ξάνθη – ο τόπος γέννησής του – και η Νέα Υόρκη. Ο Τζέι Ντι Σάλιντζερ και η Ντέμπι Χάρι. Ο Χριστός, η Παναγία και η ΚΝΕ. Η Γουινόνα Ράιντερ, η Θεσσαλονίκη και ο Τζο Στράμερ. Οι παρέες δεν γράφουν ιστορία (απαραίτητα), μπορούν να γράψουν καλά τραγούδια όμως και κείμενα. Το βιβλίο του Στέφανου πάει για τρίτη έκδοση λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του.

-Από τα χρόνια της Ξάνθης στο παρόν της Αθήνας ο ορισμός που είχες στη σκέψη σου γύρω από το «τι είναι ροκ σταρ;» πόσο άλλαξε;

Καθόλου δεν άλλαξε ο ορισμός, τίποτα δεν τον άγγιξε, ούτε ο χρόνος ούτε οι αλλαγές πόλεων και εαυτών, πάντα αυτό έχω στο μυαλό μου όταν η κουβέντα πάει σε «Ροκ σταρς»: κάνε του κεφαλιού σου και πρόσεχε μη σε ρουφήξει η δίνη της συνάφειας του κόσμου. Και η ταστιέρα πάντα σαν να πολυβολεί, αλά Τζο Στράμερ: This a public announcement with guitars. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής να θορυβούν και να φτύνουν λέξεις τάκα τούκα. Από τα χρόνια της Ξάνθης ως και τώρα στην Αθήνα, ο Τζέι Ντι Σάλιντζερ κι ο Στράμερ, λογοτέχνης ο ένας και δεινός ροκενρόλερ ο άλλος, εξακολουθούν να παραμένουν οι απόλυτοι ορισμοί μου.

-Ξάνθη και Νέα Υόρκη. Βαρκελώνη και Θεσσαλονίκη. Άμστερνταμ και Λιβαδειά. Το να συνδέεις πόλεις δεν είναι αυθαιρεσία; 

Όλα είναι συνδεδεμένα, αν έχεις τραβήξει δυο ουισκάκια σικάλεως παραπάνω, όπως γράφω και στο βιβλίο. Πίνεις στο Au Revoir της Πατησίων κι απέναντι λάμπει η Ακρόπολη, αλλά με το κεφάλι που έχεις φτιάξει οι επιθυμίες και οι μνήμες σου πυροδοτούνται, σκέφτεσαι το ψηλό ρολόι της κεντρικής πλατείας της Ξάνθης (γενέτειρα) και τις πάπιες στο Σέντραλ Παρκ στη Νέα Υόρκη, τον Χόλντεν Κόλφηλντ ακόμα εκεί να περιμένει την Τζέιν Γκάλαγκερ και τον γάτο μου στο σπίτι μας στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης – φαντασματάκι πλέον στον ουρανό με τον Μπόουι να παίζουν τα πουλάκια μου. Ή νοσταλγείς την παρτίδα παιχνίδι φρίσμπι που παίξαμε οι δυο μας κάποτε μια νύχτα στη Βαρκελώνη, μετά τα σεμινάρια – παρουσίαση που μας έκαναν σ’ εκείνο το περίεργο όργανο της Μπιοργκ. Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα, Γιάννη; Ψιλοτύφλα ήμασταν οι τρεις μας, εσύ στο Έθνος, εγώ στο Soul κι ο Αναστασόπουλος στην Ελευθεροτυπία, θα μπορούσαμε να είχαμε ανταμώσει στο Άμστερνταμ για τους Stereolab ή στη Λιβαδειά για το τοπικό ντέρμπι του Λεβαδειακού με τη Μάντσεστερ Σίτι. Και μετά να το γλεντούσαμε με το Βαγιάκι και τη Νούρια σε τοπικό σουβλατζίδικο. Τίποτα δεν είναι αυθαίρετο, όλα είναι το ένα μέσα στο άλλο, οι πόλεις, οι άνθρωποι, οι αναμνήσεις, το παρόν και το μέλλον μας. Εις υγείαν! Ειδικά όταν ζεις μέσα στο κεφάλι σου, και ο Λύσανδρος του Au Revoir δεν λέει να σταματήσει να σου σερβίρει ουισκάκια σικάλεως και να σου έρχονται ακόμα μεγαλύτερες τέτοιες “αυθαιρεσίες” και συνάψεις στο μυαλό…

-Πες μου για τη γνωριμία σου με την Ντέμπι Χάρι.

Είχα τρέλα με την Blondie, πετριά κανονική, άκουγα το «Hanging on the Telephone» και νόμιζα πως μου απευθύνεται προσωπικά, του τύπου «αχ, αγοράκι μου, εσένα περιμένω για να έρθεις στη Νέα Υόρκη, που όλα τα παιδάκια με θέλουνε, αλλά εγώ ένα τηλέφωνό σου περιμένω, μόνο εσένα θέλω για να κλεφτούμε»! Παράνοια εντελώς, λόλα εφηβική, στα δεκατέσσερα καταβροχθίζοντας μουσική και ποπ κουλτούρα και με ανατιναγμένες ορμόνες, εγώ κι αυτή είχαμε παράνομο δεσμό (με το χέρι). Μυστικό έρωτα, γιατί ο επίσημός της ήταν ο κιθαρίστας της μπάντας, ο Κρις Στάιν, που αν μας έπαιρνε χαμπάρι θα μας έσφαζε. Όταν γνωριστήκαμε μετά από πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, που είχε έρθει στον Μύλο με μια τζαζ μπάντα -οι Blondie είχαν διαλυθεί, με τον Κρις είχαν χωρίσει, ήταν το μεσοδιάστημα πριν το ριγιούνιόν τους- όλα κατέρρευσαν: ήταν μια μεσόκοπη κυρία, ντολμαδάκι από κιλά, εντούτοις κράτησα στάση τζέντλεμαν. Μπορεί η λάγνα ερωμένη της νεότητάς μου να έχασε όλο το σεξαπίλ της προσομοιάζοντας φτυστά θαρρείς, σαν κλώνος, με την πιο αγαπημένη μου θεία, την Αντωνία εξ Ορεστιάδος Έβρου, μα εγώ της έκανα χαρές και τρυφεράδες θαμπωμένος (δήθεν) από το ανέγγιχτο από τον χρόνο κάλλος της. Μόνο που λίγο μετά στη σκηνή του λάιβ, όταν βγήκε κάτω από τα φώτα, φτιαγμένη και περιποιημένη, κι εγώ στο μπαρ είχα πάλι κουμπώσει μερικά ποτά παραπάνω που με έφεραν στη σωστή κατάσταση, να τα πάλι όλα να επιστρέφουν στο υπέρτατο τότε μας, στην Ξάνθη. Ήμουν ο Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη» κι εκείνη πιο κούκλα ως κι από την Αν Μπάνκροφτ. Κι άνθισε πάλι ο έρως της για μένα όπως τότε που, στη Θράκη εγώ κι αυτή στο CBGBs, ανταλλάσαμε παράφορες ρομαντικές επιστολές αγάπης, που κανένας Ατλαντικός δεν μπορούσε με τα χίλια κύματά του να τις πνίξει.

//Στην Κυψέλη κατοικούν τρεις ακόμα από τους ήρωες του Ροκ Σταρ: ο Κομαντάντε Φ (το αφεντικό μου στην Άθενς Βόις), γέννημα θρέμμα της Νέγρη, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης (αδελφάκι μου που ζει στην Άνω) και η μεταφράστρια του Σάλιντζερ, η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη. Η τελευταία με περιέθαλψε με αγάπη και στοργή κι αντί να με διαολοστείλει όταν της ζήτησα ακρόαση για το βιβλίο που γράφω, με κέρασε καλοσύνη και μια σεράνο στο Σελέκτ. Πάντα στο Σελέκτ: αν η Κυψέλη είναι Βατικάνο, που με κοροϊδεύεις, το Σελέκτ είναι ο Άγιος Πέτρος της. Και η κυρία Μαστοράκη, σκέτο δέος, κάθε που ξεμυτάει για καφέδες και τσιγάρα εκεί, έχει στα μάτια μου αίγλη μεγαλύτερη από του Πάπα όταν βγαίνει στο μπαλκόνι για κήρυγμα!// 

-Πώς θα ήταν ο κόσμος σου αν δεν έφτανε το βιβλίο Ο φύλακας στη σίκαλη του Σάλιντζερ στα μάτια σου; 

Θα είχα γίνει δικηγόρος, ασκώντας το επάγγελμα που ονειρευόταν η μάνα μου μετά το τέλος των σπουδών μου. Θα επέστρεφα στην Ξάνθη, δεν θα είχα γνωρίσει ούτε Βαγιάκι, ούτε τον Κόκκινο Μάικ, δύο από τους ήρωες του «Ροκ Σταρ», δεν θα είχα σκαρφαλώσει στον βράχο Σιγκιρίγια στην Κεϋλάνη, δεν θα είχα πάει να προσκυνήσω τον τάφο του Τρότσκι στο Μεξικό και θα έχανα το τελευταίο κονσέρτο των Σμιθς στην Ακαδημία του Μπρίξτον. Κι αυτή τη στιγμή αντί να μιλάμε για τη μουσική, τα ταξίδια, τους μεγάλους έρωτες, τη φιλία και τη λογοτεχνία, θα έβλεπα στην τηλεόραση το καινούργιο Μέγκα – σκέτη Μέγκαντεθ θα ήταν η φάση μου…

//Θα ήθελα να δω τους Libertines, στο Κάμντεν, στα ντουζένια τους, 2002, να τρελαθώ στον χορό και το μπουνίδι στην πρώτη γραμμή – η τελευταία μεγάλη βρετανική, βυρωνικά dandy και Teddy boy μπάντα, είχαν μια ορμή, ένα τσαγανό, μια ποιητική κι ένα Clash-ιλίκι που με σκότωνε //

-Σε ακούω να μιλάς για την Κυψέλη και σκέφτομαι λες και είναι κάτι σαν το
Βατικανό της Αθήνας. Τι σε μαγεύει σ’ αυτή τη γειτονιά; 

Στην Κυψέλη κατοικούν τρεις ακόμα από τους ήρωες του Ροκ Σταρ: ο Κομαντάντε Φ (το αφεντικό μου στην Άθενς Βόις), γέννημα θρέμμα της Νέγρη, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης (αδελφάκι μου που ζει στην Άνω) και η μεταφράστρια του Σάλιντζερ, η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη. Η τελευταία με περιέθαλψε με αγάπη και στοργή κι αντί να με διαολοστείλει όταν της ζήτησα ακρόαση για το βιβλίο που γράφω, με κέρασε καλοσύνη και μια σεράνο στο Σελέκτ. Πάντα στο Σελέκτ: αν η Κυψέλη είναι Βατικάνο, που με κοροϊδεύεις, το Σελέκτ είναι ο Άγιος Πέτρος της. Και η κυρία Μαστοράκη, σκέτο δέος, κάθε που ξεμυτάει για καφέδες και τσιγάρα εκεί, έχει στα μάτια μου αίγλη μεγαλύτερη από του Πάπα όταν βγαίνει στο μπαλκόνι για κήρυγμα!

-Στο εξώφυλλο του βιβλίου σου είσαι εσύ πιτσιρίκι; 

Πέντε χρονών, στην Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία, το σχολείο μου στην Αλεξανδρούπολη, Απρίλιος του 1969. Πέντε χρόνια μετά πήγαμε με μετάθεση στην Ξάνθη και λίγο μετά στο Κρυφό Σχολειό του μπαρ Γκουέρνικα γνώρισα την Ντέμπι Χάρι. Τα υπόλοιπα τα διαβάσατε παραπάνω…

-Τι είναι punk σήμερα; 

Αυτό που ήταν πάντα: άντε και γαμηθείτε που θα μου πείτε εσείς πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα.

-Ποια είναι η μπάντα που θα ήθελες να έχεις δει στην “ώρα” της -αλλά δεν τα κατάφερες- και πού; 

Θα ήθελα να δω τους Libertines, στο Κάμντεν, αλλά τότε στα ντουζένια τους, 2002, να τρελαθώ στον χορό και το μπουνίδι στην πρώτη γραμμή – η τελευταία μεγάλη βρετανική, βυρωνικά dandy και Teddy boy μπάντα, είχαν μια ορμή, ένα τσαγανό, μια ποιητική κι ένα Clash-ιλίκι που με σκότωνε. Ακόμα παίζουν και σαρώνουν, αλλά εγώ ήθελα τότε να ουρλιάξω στον Πιτ Ντόχερτι «πρόσεχέ τες, αγόρι μου, και την Κέιτ Μος και την ηρωίνη». Δεν τα κατάφερα. Ούτε αυτός: η Μος τον χώρισε κι η πρέζα τους στέρησε πολύτιμο χρόνο, μέχρι να αποτοξινωθεί (κι άμα) και να επανέλθουν, η φάση τελείωσε. Άσε που γύρισε εντελώς και η μουσική.

-Ποιο τραγούδι έχεις κολλημένο στο repeat αυτό το διάστημα; 

Το Trouble in Paradise του Ρούφους Γουέινράιτ, γιατί δεν ακούω μόνο ροκ, ειδικά τον χειμώνα με μπαλάντες τρέφομαι περισσότερο. Μου άρεσε πολύ και το νέο των Gad, This can’t be love – Αθηναίοι. Αλλά δεν πρόλαβα να το χαρώ, που πέθανε πρόσφατα ο Άντριου Γουέδεραλ κι όλες τις τελευταίες νύχτες σαν επιτάφιο έβαλα να παίζει το Screamadelica των Primal Scream.

-Ποιο είναι το God Save the Queen της Ελλάδας; 

Το «Δεν χωράς πουθενά» από τις Τρύπες. Και νοηματικά αλλά και μουσικά, μη σου πω πως και η κιθάρα των Pistols δεν πιάνει μία μπροστά στο πυρ που εξαπολύουν με τις δικές τους ο Ασκληπιός Ζαμπέτας -αδέλφι μου- κι ο Μπάμπης Παπαδόπουλος – σέβας μόνο.

Ροκ Σταρ

 352
 31/10/2019
Μια autofiction μαρτυρία, ένα ημερολόγιο από μίλια τρελών νυχτερινών πτήσεων που ξεκινούν από τη Θράκη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, καταλήγοντας στη Νέα Υόρκη του συγγραφέα-μυστήριο Τζέι Ντι Σάλιντζερ.