επιμέλεια: Αναστασία Νικολάου //

Ο πρώην πρόεδρος ήταν μια πολωτική φιγούρα που απολάμβανε να αναστατώνει τους αντιπάλους του, ειδικά της αριστεράς. Δαιμονοποιούσε τους μετανάστες και τις εθνικές μειονότητες και αναπαρήγαγε τη ρητορική της ακροδεξιάς. Η τάση του για καταστρατήγηση πλαισίων, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών πολιτικοποίησης του δικαστικού σώματος, προκάλεσε την οργή των επικριτών του. Στο εξωτερικό, φλέρταρε εμφανώς τους ισχυρούς της Μέσης Ανατολής. Η λαμπερή σύζυγός του, τουλάχιστον για έναν χρόνο, συγκέντρωνε τον θαυμασμό περισσότερο από αυτόν.

Τελικά, ο κόσμος κουράστηκε από την πολιτική του που αποδείχθηκε ανεπαρκής. Δεν κατάφερε να επανεκλεγεί, καθώς εκδιώχτηκε από ένα εκλογικό σώμα που ήθελε να επιστρέψει στην «κανονικότητα». Απογυμνωμένος από την ασπίδα της προεδρικής ασυλίας, εν συνεχεία βρέθηκε αντιμέτωπος με δικαστικές διαμάχες. Εξοργίστηκε από το κυνήγι μαγισσών εναντίον του, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει το τελικό ξεκαθάρισμα.

Όχι, δε μιλάμε για τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Τη Δευτέρα, ένα γαλλικό δικαστήριο έκρινε τον πρώην Γάλλο πρόεδρο, Νικολά Σαρκοζί, ένοχο για διαφθορά και επηρεασμό της εξουσίας. Του επιβλήθηκε ποινή τριών ετών, εκ των οποίων τα δύο με αναστολή. Μπορεί ακόμη να αποφύγει τον πραγματικό χρόνο φυλάκισης μετά από έφεση, αλλά η ζημιά στη φήμη του έχει γίνει – ο Σαρκοζί είναι ο δεύτερος κατά σειρά αρχηγός κράτους στη σύγχρονη Γαλλία που καταδικάζεται για διαφθορά.

Ο απόηχος για το τι συμβαίνει στον Σαρκοζί έπρεπε να φτάνει και στον Τραμπ. Παρά τις σημαντικές διαφορές στα πολιτικά πλαίσια που δρούσαν, και οι δύο μοιράζονται στοιχεία πολιτικού στυλ. Στο υπόμνημά του που δημοσιεύθηκε πέρυσι, ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα περιέγραψε τον Σαρκοζί ως έναν ασυγκράτητο ναρκισσιστή.

Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Σαρκοζί απαιτούσαν απόλυτη πίστη από τους γύρω τους – όπως κάποτε σημείωσε ένα άρθρό της Le Monde, αναφορικά με τον Σαρκοζί ίσχυε το “είτε πίστη είτε εκδίκηση”. Και οι δύο εξίσου εφάρμοσαν μια διχαστική, επιθετική πολιτική ατζέντα για να πετύχουν τους σκοπούς τους.

Ο Τραμπ καταγγέλθηκε δύο φορές για κατάχρηση εξουσίας χωρίς να καταδικαστεί. Ο Σαρκοζί σκέφτεται τώρα πώς θα ξεφύγει από τη φυλακή. Οι κατηγορίες εναντίον του επικεντρώθηκαν στο ερώτημα εάν ο πρώην Γάλλος ηγέτης (πρόεδρος το διάστημα 2007 – 2012)  ήταν πίσω από μια συμφωνία με έναν δικαστή για να λάβει παράνομα πληροφορίες σχετικά με έρευνες που σχετίζονται με αυτόν, χρησιμοποιώντας ψευδή ονόματα και ανεπίσημες τηλεφωνικές γραμμές. Σύμφωνα με την εισαγγελία, ο Σαρκοζί και ο τότε δικηγόρος του και ο μακροχρόνιος φίλος του, Thierry Herzog, επιχείρησαν να δωροδοκήσουν τον δικαστή, Gilbert Azibert, προσφέροντάς του μια θέση κύρους σε αντάλλαγμα για πληροφορίες. Το περιστατικό συνέβη μετά την αποχώρηση του Σαρκοζί από την προεδρία.”

Ο Σαρκοζί αντιμετωπίζει επίσης άλλα νομικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων ισχυρισμών ότι έλαβε χρηματοδότηση για τις ανάγκες της πολιτικής του καριέρας από τον πρώην δικτάτορα της Λιβύης Μοαμάρ Καντάφι το 2007. Εκκρεμεί έρευνα για τα ποσά που ξόδεψε για την προεκλογική του καμπάνια το 2012, που δεν κατέληξε στην επανεκλογή του, καθώς και μια άλλη που ξεκίνησε τον Ιανουάριο για υποτιθέμενο επηρεασμό εξουσίας μετά την υπογραφή του Σαρκοζί σε ένα προσοδοφόρο συμβόλαιο με μια ρωσική ασφαλιστική εταιρεία.

Στο δικαστήριο, ο Σαρκοζί απέρριψε τις διάφορες κατηγορίες εναντίον του. “Ποτέ δεν καταχράστηκα την επιρροή μου, υποτιθέμενη ή πραγματική”, είπε τον Δεκέμβριο. “Τι δικαίωμα έχουν να με σέρνουν στη λάσπη έτσι για έξι χρόνια; Δεν υπάρχει κανόνας δικαίου;”

Ωστόσο, οι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι αντιμετώπιζε επιτέλους τις συνέπειες για την κατάχρηση εξουσίας. “Τα γεγονότα δεν θα είχαν συμβεί αν ένας πρώην πρόεδρος, που είναι επίσης και δικηγόρος, είχε λάβει υπόψη το μέγεθος της ευθύνης και τα καθήκοντα του γραφείου του”, δήλωσε ο εισαγγελέας Jean-Luc Blachon στο δικαστήριο του Παρισιού, αφού ολοκληρώθηκε η δίκη.

Ο νομικός κλοιός σφίγγει επίσης γύρω από τον Τραμπ. Ενώ οι γερουσιαστές των Ρεπουμπλικάνων εγγυήθηκαν τη δεύτερη απαλλαγή του από αβάσιμες κατηγορίες μόλις τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ ως πολίτης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διάφορες ποινικές και αστικές διαφορές, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του στην πρόκληση της επίθεσης στις 6 Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο, στις επιχειρηματικές του σχέσεις πριν από την προεδρία και καταγγελίες από γυναίκες που ισχυρίζονται ότι τους επιτέθηκε, κατηγορίες που ο ίδιος αρνήθηκε. Οι καταγγελίες είναι σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ πιο σοβαρές από εκείνες που αφορούσαν τον Σαρκοζί.

Ωστόσο, παρόλο που ο λεκές των παράνομων δραστηριοτήτων καταδίκασε την προσπάθεια του Σαρκοζί να επιστρέψει στην πολιτική το 2016, ο Τραμπ φαίνεται ακόμα να είναι σε θέση να διεκδικήσει την προεδρία το 2024. Έγινε το επίκεντρο στην ετήσια Διάσκεψη Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης την Κυριακή και, αμετανόητος, για άλλη μια φορά κατέφυγε σε παράπονα και ψεύδη. Αντί να δουλέψει για να παρακάμψει τον πρώην πρόεδρο, το μεγαλύτερο μέρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος φαίνεται ακόμα να βρίσκεται κάτω από την επιρροή του.

Αυτό μπορεί να αλλάξει καθώς οι νομικές υποθέσεις εναντίον του Τραμπ και ορισμένων στενών του πολιτικών συμμάχων αρχίζουν να πλησιάζουν. Ο Al Schmidt, ένας Ρεπουμπλικανός επίτροπος στην πολιτεία της Φιλαδέλφειας που έλαβε απειλές μετά από ψευδείς ισχυρισμούς για απάτη στην καταμέτρηση των ψήφων της πόλης, ανέφερε στην The Washington Post: “Επειδή είναι τόσο επικίνδυνο το κλίμα που επικράτησε, πρέπει να υπάρξει κάποια συμφιλίωση. Δεν μπορούμε απλώς να αφήσουμε πίσω μας, όσα έγιναν. Αυτό δεν αρκεί.”

πηγή κειμένου: chroncom

πηγή εικόνας: “Nicolas Sarkozy – World Economic Forum Annual Meeting 2011” by World Economic Forum is licensed under CC BY-NC-SA 2.0