Του Παύλου Θ. Κάγιου

Μπορεί να συνυπάρξει στο ίδιο φιλμ ένας Γκοντάρ κι ένας Ιοσελιάνι με… ολίγον Καουρισμάκι; Ναι. Κι αυτό είναι το φευγάτο και εν έτει 2021 νεραϊδοπαρμένο «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» από τη Γεωργία.

Στα βήματα του συμπατριώτη του Οτάρ Ιοσελιάνι, με πιο εγκεφαλικά φευγάτη διάθεση, κινείται ο νεαρός Αλεξάντρ Κομπερίτζε και συνθέτει εδώ ένα βραδυφλεγές… ψηφιακό ρομάντζο που θέλει να τα περιέχει όλα κι αυτό το καθηλώνει κάνοντάς το λίγο φλύαρο. Διαθέτει, όμως, σκηνοθετικές – και σεναριακές – αρετές που οδήγησαν τη διεθνή ένωση κριτικών FIPRESCI του Φεστιβάλ Βερολίνου να του δώσει το βραβείο καλύτερης ταινίας.

Μια τυχαία συνάντηση στον δρόμο δύο νέων είναι αρκετή, ώστε να ερωτευτούν με την πρώτη ματιά. Όμως, μια κατάρα πέφτει πάνω τους, έτσι που να μην ξέρουν αν θα συναντηθούν ξανά παρά το γεγονός πως «βλέπονται» συχνά! Ήρωές της είναι η Λίζα και ο Γκιόργκι που συναντιούνται τυχαία σε έναν δρόμο της γεωργιανής πόλης Κουτάισι και ερωτεύονται με την πρώτη ματιά. Ο έρωτας τούς χτυπά τόσο ξαφνικά που ξεχνούν να συστηθούν. Πριν συνεχίσει ο καθένας τον δρόμο του, συμφωνούν να συναντηθούν την επόμενη μέρα. Όμως δε γνωρίζουν ότι ένα κακό μάτι έριξε την κατάρα του πάνω τους. Θα καταφέρουν να βρεθούν ξανά; Κι αν ναι, θα αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον; Η ζωή συνεχίζεται ως συνήθως στη μικρή τους πόλη, τα αδέσποτα σκυλιά αλωνίζουν, το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου ξεκινά και μια ομάδα παραγωγής ταινιών που ψάχνει τον αληθινό έρωτα ίσως να είναι αυτό ακριβώς που χρειάζονται.
Ένα δισυπόστατο ρομάντζο με πληθώρα αναφορών της κατακερματισμένης ιδεολογικά εποχής μας που φέρνει στον νου το «Ζούσε τη ζωή της» του Ζαν Λικ Γκοντάρ ή το «Κλεό 5-7» της Ανιές Βαρντά.

Ποιος είναι ο Αλεξάντρ Κομπερίτζε;
Τελειώνοντας τις σπουδές του στη μικροοικονομία και την κινηματογραφική παραγωγή στην Τιφλίδα, ο Αλεξάντρ Κομπερίτζε μετακόμισε στο Βερολίνο για να σπουδάσει σκηνοθεσία στη Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (DFFB). Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, σκηνοθέτησε πολυάριθμες επιτυχημένες ταινίες μικρού μήκους, με πρώτη την Colophon (2015), η οποία επαινέθηκε από τους κριτές στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Ομπερχάουζεν. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους Let the Summer Never Come Again (2017) κέρδισε διάφορα βραβεία σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Μεγάλου Βραβείου στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μασσαλίας.

Φιλμογραφία
Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό; (2021), Linger on Some Pale Blue Dot (2018), Let the Summer Never Come Again (2017), The Perfect Spectator (2017), Colophon (2015), Looking Back Is Grace (2017)

Το σημείωμα του σκηνοθέτη
Είναι περίεργο να γράφω για την ταινία μου. Είναι περίεργο γιατί είναι τόσο πολλά εκείνα που θέλω να γράψω. Θα μπορούσα να γράψω για τον λόγο που η ταινία μας ξεκινά με μια εικόνα παιδιών που φεύγουν από το σχολείο. Θα μπορούσα να μιλήσω για το γεγονός ότι εκ των υστέρων μετάνιωσα που δεν ξεκίνησα την ταινία έτσι όπως ήταν γραμμένη στο σενάριο – με την εικόνα ενός σκαλοπατιού. Θα μπορούσα να μιλήσω για τον λόγο που γυρίσαμε την ταινία εν μέρει σε φιλμ 16mm και εν μέρει ψηφιακά, ή γιατί τα παιδιά παραγγέλνουν 11 χωνάκια παγωτό αντί για 12, όπως κάνει ο Μπόντο Ντολαμπερίτζε στην ταινία στην οποία παραπέμπει η συγκεκριμένη σκηνή.

Θα μπορούσα να γράφω ασταμάτητα για τους ηθοποιούς μου, για τον Γκιόργκι Μποκοροσβίλι, μαζί με τον οποίο μεγάλωσα και ο οποίος έρχεται πάντα πρώτος στο μυαλό μου όποτε σκέφτομαι το καστ· για την Άνι Καρσελάτζε που γεννήθηκε για να είναι μπροστά στην κάμερα· για την Ολίκο Μπαρμπακάτζε που δεν έχει πολύ χρόνο επί της οθόνης, αλλά κάθε δευτερόλεπτο που εμφανίζεται με κάνει χαρούμενο που γύρισα αυτή την ταινία· για τον Γκιόργκι Αμπρολάτζε που μετά τα γυρίσματά του έφυγε και κατέκτησε τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου πρωταθλητή στη χειροπάλη· για τον Βάκτανγκ Παντσουλίτζε που είναι σταρ του γεωργιανού σινεμά από τη δεκαετία του ’70 κι είχα τη χαρά να δουλέψω μαζί του.

Θα μπορούσα να γράψω περισσότερα για τον λόγο που έδωσα στους γονείς μου τους ρόλους του οπερατέρ και του σκηνοθέτη στην ταινία. Θα μπορούσα να εξηγήσω τις ομοιότητες ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και το σινεμά, δύο παιχνίδια που αγαπώ να παίζω. Θα μπορούσα να γράψω για τη χειρονομία που κάνει ο Μέσι κάθε φορά που σκοράρει, τι σημαίνει για μένα και τι επίδραση είχε αυτή η χειρονομία στην ταινία. Θα μπορούσα να σας πω ότι πέρασα υπέροχα δουλεύοντας πάνω στη μουσική της ταινίας μαζί με τον αδελφό μου Γκιόργκι και για το πώς αυτή η μουσική άλλαξε την ταινία. Θα μπορούσα να θυμηθώ τον χρόνο που πέρασα μαζί με την παραγωγό μας Μάριαμ Σατμπερασβίλι και τον διευθυντή φωτογραφίας Φαράζ Φεσαρακί στο Κουτάισι, και πώς στο τέλος ήθελα να γράψω για το Κουτάισι, αλλά, όπως έγραψε κι ένας συγγραφέας, ποιος είμαι εγώ για να γράψω για το Κουτάισι;

Ειλικρινά, ήθελα να γράψω για όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Κάποια στιγμή, όμως, συνειδητοποίησα ότι αν όντως το έκανα αυτό, το τελικό κείμενο θα είχε τουλάχιστον την ίδια έκταση με το σενάριο. Πώς θα έπρεπε να επιλέξω τι να συμπεριλάβω και τι να παραλείψω, δίνοντας έτσι περισσότερη σημασία σε κάποια πράγματα και λιγότερη σε άλλα, το οποίο είναι το τελευταίο που θέλω να κάνω; Πιστεύω ότι αν αυτή η ταινία βγάζει νόημα είναι επειδή μιλά για όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα μαζί, κι όχι ξεχωριστά. Αλλά καθώς έπρεπε να γράψω κάτι, έγραψα ένα μικρό ποίημα. Το παρακάτω:

Εγώ κι εσύ
Όταν ανοίγω τα μάτια μου, βλέπω εσένα.
Όταν κλείνω τα μάτια μου, βλέπω εσένα.
Κάποιος μπορεί να πει ότι είμαι τυφλός, αλλά δεν είμαι.
Βλέπω εσένα, βλέπω εσένα, βλέπω εσένα…

Σενάριο: Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ Κομπερίτζε
Παίζουν: Γκιόργκι Μποκοροσβίλι, Βάκτανγκ Παντσουλίτζε, Άνι Καρσελάτζε, Γκιόργκι Αμπρολάτζε, Ολίκο Μπαρμπακάτζε