Κώστας Β. Ζήσης

Ορίζοντας τη σάτιρα στο θέατρο  ως κωμική πράξη που έχει συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική στόχευση (εάν δεν υφίσταται αυτή, τότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για σάτιρα) θα επιχειρήσω να ρίξω μια ματιά στη σύγχρονη θεώρησή της, έτσι όπως εκφράζεται μέσα από δύο παραστάσεις, που αν και ,τις συνδέουν κοινά στοιχεία (κυρίως μεθοδολογικά), διακρίνει κανείς και μεγάλες διαφορές τόσο ως προς την θεματική αλλά (κυρίως) ως προς την οπτική γωνία τους και την τελική επίγευση τους. Πρόκειται για την παράσταση του Χριστόφορου Ζαραλίκου «Διακόσια χρόνια δανεικά» που παίζεται στο θέατρο Τζένη Καρέζη και την παράσταση «Cry», την μετάκληση από την Ελβετία, παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου που παίχτηκε για τρεις μόνο παραστάσεις στην Οδό Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, παραστάσεις  που αναγράφονται soldout στην προπώληση των εισιτηρίων τους.

Και οι δύο παραστάσεις αφορούν κοινωνικοπολιτικά πεπραγμένα, με το «Cry» να εμμένει σε ανθρώπινες συμπεριφορές με μια καθολική γενίκευση της εν γένει νοοτροπίας του ανθρώπινου είδους και με το «Διακόσια χρόνια δανεικά» να επιχειρεί έναν πολιτικό απολογισμό του ελληνικού κράτους χωρίς να παραλείπει την αναφορά σε στερεότυπα κυρίως που αγκιστρώθηκαν στο ελληνικό έθνος. Και οι δύο παραστάσεις χρησιμοποιούν, η καθεμία με το δικό της ύφος και τρόπο, τα ίδια μέσα: την σχεδόν αυτόματη αμεσότητα και ανοιχτή επικοινωνία με το κοινό και βεβαίως την σκωπτική, περιπαιχτική διάθεση, τον αυτοσχεδιασμό, την ετοιμολογία, τη γλωσσοπλασία , και τη δύναμη της ατάκας.

Η Λένα Κιτσοπούλου, έχει κατακτήσει ένα δικό της αποκλειστικό ύφος που το εφαρμόζει πάγια σε όλους τους τομείς της θεατρικής έκφανσης  της, με τους οποίους εκφράζεται. Είτε ως συγγραφέας, είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως ηθοποιός έχει εισάγει στην ελληνική σκηνή την ωμότητα ως βασικό χαρακτηριστικό της, μέσα από το αδιόρατο χτίσιμο  της  μονοκόμματης περσόνας που μπορεί και λέει δυνατά αυτό που σκέφτεται, χωρίς να υπολογίζει κοινωνικούς περιορισμούς και όρια (και λέω αδιόρατο χτίσιμο, γιατί αυτή η «περσόνα» δεν έχει οριστεί αλλά απλά υφίσταται ακόμη και ως σκηνική μανιέρα ή κατά άλλους ως άλλοθι για την επιτηδευμένη  και βαθιά μελετημένη προκλητικότητα ). Είναι δε, τόσο ταυτόσημη και συγκεκριμένη, στη συνείδηση του κοινού, που όποιος άλλος επιχειρήσει να ερμηνεύσει δικά της κείμενα, ακολουθώντας τη δική της εκφραστική σχολή, συνήθως καταλήγει σε αποτυχία.  Στο «Cry», δεν κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που εδώ και χρόνια έχει γίνει σήμα κατατεθέν της. Παίζοντας με τη διπλή σημασία της λέξης που σημαίνει κλάμα και κραυγή, αντιπαραβάλλοντας την με το γέλιο, καταγγέλλει τον υποκριτικό τρόπο ζωής του ανθρώπου μέσα από τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφορές που έχουν παγιωθεί πλέον στο ίδιο το ανθρώπινο DNA. Ψεύτικη ευγένεια, υποχρεωτική ανοχή, political correct για να καταλήξει σε υπαρξιακά θέματα περί ζωής και θανάτου και στο μόνιμο μεγάλο ζήτημα όλων των παραστάσεων της (κατά τις δικές της πάντα δηλώσεις), την απόγνωση και την ματαιότητα. Η γλώσσα της είναι αναιδής, η σκηνική πράξη της κανιβαλική. Δολοφονικά ένστικτα, αποκτούν οντότητα στη σκηνή συντελώντας  εγκλήματα πλημμυρισμένα στο αίμα «δια ασήμαντον αφορμήν», καταφέρνοντας να φέρει τους θεατές  στη δύσκολη θέση του να αμφιβάλλουν για την νοητική ή αισθητική τους αντίληψη, είτε αποδεχόμενοι γελώντας τις λεκτικές προσβολές  που εξακοντίζονται από σκηνής προς εαυτούς, είτε θυμώνοντας με αυτές, για  να γίνουν αυτοί τελικά  που αδυνατούν να συλλάβουν το πνεύμα της καλλιτέχνιδος. Και αυτό, αλήθεια, απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και ευφυία.Ο Χριστόφορος Ζαραλίκος, από την άλλη, παρουσιάζει μια παράσταση που εύκολα και αβασάνιστα κάποιος θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει stand-up comedy, αλλά επί της ουσίας απέχει μίλια μακριά από αυτήν. Σε κείμενα δικά του και του Πιτσιρίκου, δεν περιορίζεται σε αναμασημένους τετ α τετ διαλόγους με ανθρώπους του κοινού, δεν επιδίδεται ούτε καθ’  υποψίαν  σε υπαινικτικές προσβολές για εξωτερικά χαρακτηριστικά, ιδιότητες κλπ, παρόλο που η επικοινωνία του με την πλατεία του Τζένη Καρέζη παραμένει ανοιχτή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη στην εύκολία της καφρίλας. Δεν είναι μόνο η ερμηνευτική στάση του Χριστόφορου Ζαραλίκου, που εξαίρει την ποιότητα της παράστασης, είναι και το ίδιο το περιεχόμενό της, που αποτελεί μια σύγχρονη πολιτική πράξη, σχεδόν μοναδική στο σημερινό θεατρικό γίγνεσθαι, επανατοποθετώντας τη σάτιρα στο βάθρο που εδώ και χρόνια το είχε χάσει, προσφέροντας της πίσω την απολεσθείσα αξία της. Σε μια ιστορική αναδρομή του ελληνικού κράτους και των δομών του από την ημερομηνία ίδρυσής του (σαν να φέρνει επί σκηνής την περίφημη «Ιστορία (κωμικοτραγική) του ελληνικού κράτους» του Βασίλη Ραφαηλίδη), φέρνει στο φως μέσα από το γέλιο άγνωστες ιστορικές πτυχές που το εθνικό αφήγημα τις έχει περιθωριοποιήσει. Και βέβαια, η μεγάλη επιτυχία της, είναι ότι δείχνει το δρόμο της σκέψης και της ενσυναίσθησης, σε έναν κόσμο που η τηλεόραση του έχει αφαιρέσει κάθε υποψία κρίσης και άποψης. Και είναι αυτοί ακριβώς οι λόγοι, που η παράσταση «θυμώνει» ορισμένους κύκλους που με τον έναν ή άλλον τρόπο εκπροσωπούν αυτό το κοινωνικό κατεστημένο και προκαλεί επεμβάσεις που θυμίζουν άλλες εποχές, αυτές ακριβώς που ο καλλιτέχνης στιγματίζει για να δικαιωθεί εντέλει.

Και οι δύο παραστάσεις η κάθε μία με τον τρόπο της, βάζουν σε σκέψη και κρίση το κοινό μέσα από το γέλιο και το βιτριολικό χιούμορ.  Η μεγάλη τους διαφορά, βρίσκεται στο τελικό αποτέλεσμα, σε εκείνο το περίφημο «μήνυμα» που κρύβει κάθε παράσταση και που η μετάγγισή του στο κοινό αποτελεί και το  βασικό στόχο της. Η Λένα Κιτσοπούλου παρουσιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη ως αυθύπαρκτη και αυτόνομη, που αλληλεπιδρά με τον διπλανό της  κινούμενη αποκλειστικά και μόνο από ατομικά και ίδια κίνητρα, καταγγέλοντας ατομικές συμπεριφορές  και χαρακτηριστικά, αποκομμένα από τον κοινωνικό ιστό, όσο και αν τον επηρεάζουν.  Ο Χριστόφορος Ζαραλίκος, από την άλλη, ρίχνει το μικροσκόπιο της σάτιράς του στην ίδια την κοινωνία, μιας και θεωρεί τον άνθρωπο «όν κοινωνικό», που μόνο μέσα από την ευημερία της, μπορεί να ανθήσει και να επιβιώσει. Η Λένα Κιτσοπούλου απομονώνει τον άνθρωπο από την κοινωνική οργάνωση, ο Χριστόφορος Ζαραλίκος τον επανατοποθετεί.

Σε αυτήν την διαφορετική θεώρηση, οφείλεται και η διαφορετική επίγευση των παραστάσεων τους, παρόλο το κοινό πεδίο των «κακών κειμένων» της ζωής: O θεατής φεύγει από το «Cry» με πικρή μελαγχολία, αφού όλα κατά την Λένα Κιτσοπούλου είναι «μηδέν» και «τίποτα». Ενώ αποχωρεί από τα «Διακόσια χρόνια δανεικά» με αίσθημα ευφορίας και επαναδιατύπωσης της ίδιας της οπτικής για τη ζωή. Με  λίγα λόγια, η παρουσία ή η απουσία προοπτικής  για το ανθρώπινο είδος, είναι το κομβικό σημείο της μεγάλης και ειδοποιούς διαφοράς της σάτιρας τους.