Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Πάνω από τον πίνακα της τάξης μου στο Δημοτικό κρεμόταν η κλασική παραβολική εικόνα του Χριστού, μαλλί, μούσι Κένι Ρότζερς και παράστημα καουμπόη, να χτυπάει την ξύλινη πόρτα ενός σπιτιού.

Έτσι, τον Αμερικανό Χριστό τον είδα για πρώτη φορά πριν πάω σχολειό στις παλιές ταινίες του Χόλιγουντ που έπαιζε κατά κανόνα το πρόγραμμα της ΕΡΤ ολόκληρη την Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτές οι ταινίες  είχαν προλάβει να μου δημιουργήσουν μέχρι την ηλικία του νηπιαγωγείου τη βεβαιότητα πως η Ιουδαία ήταν ένα ωραίο μέρος με ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα, γραφικά δρομάκια, εξωτική αγορά, καμήλες, φοίνικες, τεράστια παλάτια, όλα τόσο καθαρά μέσα στο ’50ς αμερικανικό σινεμασκόπ που με δυσκολία φανταζόσουν πως μπορεί  άνθρωποι και ζώα όχι μόνο να έχεζαν, αλλά ακόμα και να φτερνίζονταν εκείνη την εποχή.

•Όλα αυτά μέχρι το Πάσχα του 1981 όμως, που άνοιξα την τηλεόραση της γιαγιάς μου κατά λάθος και είδα μια ασπρόμαυρη σκηνή από τον “Ιησού από τη Ναζαρέτ” του Τζεφιρέλι

-Μπερδεύτηκα. Είδα έναν άλλον από αυτόν που έδειχνε η τηλεόραση μέχρι τότε.

•Ο ηθοποιός που έκανε τον Ιησού ήταν μελαχρινός, πολύ λεπτός, μελαγχολικός και ταλαιπωρημένος. Δεν έμοιαζε με εκείνο τον χαμογελαστό τον Αμερικανό

-Πού είναι ο άλλος;

-Ποιος άλλος, σουτ, μου έκανε η γιαγιά μου απορροφημένη. 

Η κρατική τηλεόραση είχε ήδη προλάβει να με μπερδέψει τόσο πολύ που αυτόματα διαχώρισα  μέσα μου τον Χριστό του Χειμώνα και των Χριστουγέννων από τον Χριστό της Άνοιξης και του Πάσχα για να είμαι σίγουρος.

Ο χειμωνιάτικος ήταν αυτός του “Άγια Νύχτα” που ακουγόταν στις τηλεοπτικές διαφημίσεις του Μινιόν και του Λαμπρόπουλου και στη χριστουγεννιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης σε απευθείας μετάδοση, στην ΕΡΤ1. Μίλαγε ήρεμα αγγλικά στα χριστουγεννιάτικα έργα σε διάλογους που έκανε απόδοση στα ελληνικά η Χαρά Τσακίρη. Γεννήθηκε σε μια κινηματογραφικά φωτισμένη φάτνη αλλά δεν σταυρώθηκε ποτέ. Τριγυρνούσε χαμογελαστός σε ένα βορειοαμερικανικό τοπίο με χαμηλά δέντρα και λεύκες, όπως τα Γούεστερν που έδειχνε η ΕΡΤ1 κάθε Σάββατο στις 2 μετά το μεσημέρι και ήταν πανταχού παρών σε εκκλησίες και σπίτια αποίκων της Αμερικής του 1600 όπως στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες εποχής της Λάντον Φιλμ που έδειχνε κάθε Σάββατο απόγευμα γύρω στις 5 η ΕΡΤ2.

-Με το που έμπαινε ο Απρίλιος, ο Χριστός του Χειμώνα ήταν σαν να  έπεφτε για ύπνο. Ο ανοιξιάτικος Χριστός ήταν τόσο θυμωμένος σε σημείο που μπερδευόταν στο μυαλό μου με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και γινόταν ένα πρόσωπο. Είχε τη φωνή του Βασταρδή που διάβαζε στίχους από την “Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ” του Τουρκουάτο Τάσο γιατί ταίριαζε με το κλίμα, σε κάτι παράξενες εκπομπές που έπαιζαν συνήθως τη Μεγάλη Εβδομάδα απογεύματα από την ΕΡΤ2. Δεν περπάταγε στα επιχρωματισμένα δρομάκια της χολιγουντιανής Ιουδαίας, αλλά σε βουβές επαρχιακές κωμοπόλεις και ανάμεσα σε σκονισμένες ελιές με δεμένες πλαστικές σακούλες ξεχασμένες στα κλαδιά τους που πρόβαλε επίσης η ΕΡΤ2, σχεδόν κάθε απόγευμα όλες τις εποχές του χρόνου, στα καταθλιπτικά πλην τίμια ντοκιμαντέρ του Νέστορα Μάτσα, με τα υπερφωτισμένα πλανά των 16mm, με βασανισμένο Εταλονάζ, τους τίτλους γραμμένους βυζαντινότροπα στο χέρι, την μονοφωνική μουσική επένδυση με σαντούρι και τα μυγάκια “χρατς-χρουτς” που έκανε η ηχητική μπάντα της εκφώνησης.

Από τα γυρίσματα της ταινίας ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ

Κάπου εκεί έμαθα πως ο ανοιξιάτικος Χριστός είχε γεννηθεί σε μια εποχή που οι Εβραίοι είχαν Τουρκοκρατία άλλα με Ρωμαίους που έσφαζαν και αυτοί. Το έβλεπα στη σειρά του Τζεφιρέλι και δεν έφταιγε μόνο η ρεαλιστική απεικόνιση της τότε εποχής και οι σκληρές σκηνές βίας, τα αίματα, τα άναρχα μούσια και οι αχτένιστοι πρωταγωνιστές. Ο ανοιξιάτικος Χριστός ήταν μια τραγική μορφή που πήγαινε γυρεύοντας για να τον σταυρώσουν. Φώναζε θυμωμένος πολύ σε κάθε επεισόδιο και αυτό μου προκαλούσε άγχος γιατί ήξερα από πριν ποιο θα είναι το φινάλε. Κάθε φορά ευχόμουν να μην φωνάξει σε αυτό ή σε εκείνο το σημείο για να μην τραβήξει την προσοχή. Κάνε ρε Αρχηγέ πως δεν καταλαβαίνεις, δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου; Τούρκους τους έχεις κάνει. Πρέπει να ζήσεις. Τελικά την τράβαγε την προσοχή οπότε μετά ευχόμουν να μην τον προδώσει ο Ιούδας, κυρίως γιατί η γιαγιά μου περίμενε πως και πως να τον συλλάβουν για να μπορεί να πιάσει τα κλάματα και να κάνει τον σταυρό της και αυτό με έκανε να νιώθω άβολα, γιατί φανταζόμουν την Γεωργία, ένα κοριτσάκι που μου άρεσε στο σχολείο, να μας βλέπει από μια γωνία … Μετά ερχόταν το επεισόδιο με τον Πόντιο Πιλάτο και εκεί δεν είχα πια ελπίδες για την τύχη του ανοιξιάτικου Ιησού και πάντα στο σημείο που ο όχλος διάλεγε τον Βαραββά ο παππούς μου σηκωνόταν επιτόπου και έλεγε δυνατά το Πιστεύω.

-Μετά ερχόταν η Κυριακή του Πάσχα. Για άλλη μια φορά οι Ρωμαίοι γίνονταν Τούρκοι γιατί το σουβλισμένο αρνί μού θύμιζε τον Αθανάσιο Διάκο.

Οι μέρες της Ρωμαϊκής Τουρκοκρατίας και του ανοιξιάτικου Χριστού θα κράταγαν μια εβδομάδα ακόμα μέσα μου και θα ησύχαζα, γιατί θα ξανάνοιγαν τα σχολεία και μαζί θα τέλειωνε ένα αναγκαστικό τηλεοπτικό δεκαπενθήμερο, θανάτου, βίας, αίματος και θρήνου, πράγματα που ένα παιδί δεν μπορεί, ούτε πρέπει να μπορεί, να κατανοεί σ’ αυτή την ηλικία, όπως ακόμα πιο σίγουρα δεν μπορεί να αντιληφθεί κανενός είδους προχριστιανικό ή αρχαιότερο συμβολισμό στη σταυρική θυσία και στην εικόνα ενός ανθρωπινού σώματος καρφωμένου στα άκρα.

Πέρασαν δύο χρονιά και η εσωτερική μου σύγχυση έγινε μεγαλύτερη πάλι εξαιτίας της Κρατικής Τηλεόρασης όταν άρχισε να προβάλλει κάθε Τέταρτη βράδυ μια ελληνική αστυνομική σειρά που λεγόταν “Οι Ιερόσυλοι” με τον Θάνο Λειβαδίτη στο ρόλο του δημοσιογράφου Μαρτέλη να κυνηγά μια σπείρα αρχαιοκάπηλων με αρχηγό τον Δημήτρη Μυράτ που πασάριζε στο εξωτερικό κλεμμένες βυζαντινές εικόνες. Σε ένα επεισόδιο είδα τη σπείρα μαζεμένη να κλέβει μια, με τον Εσταυρωμένο, μεγάλης αξίας και αφού ο αρχηγός τη χώρισε με κιμωλία σε έξι αριθμημένα ΙΣΑ κομμάτια, άρχιζε να την κόβει με πριόνι. Υστέρα το κάθε μέλος τράβαγε έναν κλήρο και ανάλογα με τον αριθμό που τύχαινε έπαιρνε και το αντίστοιχο κομμάτι για να το πουλήσει μονός του ξεχωριστά. Από σεναριακής άποψης, μιλάμε για μεγάλη χοντρομαλακία, αφού πρακτικά οι τύποι κατέστρεφαν την εικόνα, αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρον.

-Την άλλη μέρα ο Εσταυρωμένος στο εξώφυλλο του βιβλίου των θρησκευτικών ήταν χωρισμένος με μπλε στιλό σε έξι ΙΣΑ αριθμημένα τετράγωνα.

Την ώρα που ετοιμαζόμουν να κόψω το εξώφυλλο με ψαλίδι και να τραβήξω κλήρο με τον διπλανό μου, βλέπω ένα μεγάλο χέρι από το πουθενά να αρπάζει το βιβλίο, να το σηκώνει στον αέρα και μετά να το ξεφυλλίζει.

Η δασκάλα μου φώναζε για πολλή ώρα, ή έτσι μου φάνηκε.

Δεν κατάφερα ή δεν σκέφτηκα πάνω στην ταραχή μου να πω ότι το “κομμάτιασμα” το είδα στην ΕΡΤ και ότι αυτή φταίει. Η δασκάλα μου τράβηξε το αυτί πάνω κάτω και με έπιασε από το μπράτσο με ύφος Ρωμαιότουρκου για να με βγάλει έξω. Κοίταξα κλεφτά τον χειμωνιάτικο Χριστό στην εικόνα πάνω από τον πίνακα με την ελπίδα να μου πει τίποτα και να με παρηγορήσει με τη φωνή του Ιησού που ακουγόταν να μιλά στον Φωτόπουλο στο θεατρικό «Δον Καμίλο» του Τζ. Γκουαρέσι που είχα δει στο “Θέατρο της Δευτέρας” στην ΕΡΤ1.

Δεν είπε τίποτα και συνέχισε να χτυπάει την πόρτα χαμογελαστός σαν να μη τρέχει τίποτα.

Ο χειμωνιάτικος Χριστός δε θα είχε ποτέ τέτοια προβλήματα, γιατί σίγουρα θα ήταν πάντα ο καλύτερος μαθητής …

Το κακό ήταν πως και η Γεωργία ήταν καλή μαθήτρια και δεν απουσίαζε ποτέ από την τάξη.