Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Το παρατσούκλι το είχε αρπάξει από τα μαύρα χεβιμεταλάδικα μαλλιά, τα ίδια που είχε και ο Κόναν ο Βάρβαρος στα κόμιξ, όταν τις ιστορίες τύχαινε να τις σχεδιάζει ο ‘Ερνυ Τσαν και αυτή ήταν και η μόνη ομοιότητά τους δηλαδή γιατί, από μέγεθος, το μισό μπούτι του Κόναν και αυτό άμα. Λίγο να μην πρόσεχες, βούταγες αυτόν κατά λάθος αντί για τη στέκα και έκανες καραμπόλα στο μπιλιάρδο.

-Δεν μάσαγε όμως ο Βάρβαρος, παντού μέσα. Γήπεδο, νταλαβέρια, πιώματα, να τον κυνηγάνε από θεοί και δαίμονες μέχρι η Χιονάτη και οι εφτα νάνοι ή να τους κυνηγάει αυτός και πάντα να μπλέκει στα πιο παράξενα ντράβαλα.

-Όπως μια νύχτα που άνοιξε με λοστό, μαζί με δύο άλλους, ένα κουβούκλιο καντίνας με ρόδες παρατημένο σε οικόπεδο για να το κάνουνε τεκέ αλλά, όπως γυρνάγαν τα χασίσια, κάτι έγινε και πιάσανε φωτιά. Πανικόβλητοι πήδηξαν έξω και άρχισαν να τρέχουν όπου να ’ναι ο καθένας. Ο Βάρβαρος πάλι μέσα στην ντάγκλα, νομίζοντας ότι απομακρύνεται, έκανε έναν μεγάλο κύκλο μέσα από τα στενά και στο τέλος απλά έσκασε ξανά στο οικόπεδο με τη λαμπαδιασμένη καντίνα και το πλήθος που στο μεταξύ είχε μαζευτεί.

Για να μην καρφωθεί βούτηξε κι αυτός μαστουρωμένος έναν κουβά μαζί με τους κατοίκους να σβήσει τη φωτιά…

‘Η πάλι, όπως τότε που βούτηξε σαν αρουραίος και κρύφτηκε ξημερώματα μέσα σε κάδο σκουπιδιών ποιος ξέρει για πόσο, όσο τα μισά περιπολικά της Αθήνας  έφερναν γύρω γύρω την Γκράβα στο Γαλάτσι να τον ψάχνουν, κι όλα αυτά γιατί έξω από το σουβλατζίδικο πέταξε ένα σουβλάκι με πίτα σε έναν Αεκτζή απέναντι και την έφαγε καταλάθος στο κράνος ένας “Ζητάς” που πέρναγε στη μέση με τη μοτοσυκλέτα …

Άκουγες τα μπλεξίματα του Βάρβαρου και ήταν σαν να παρακολουθείς παράσταση τραγωδίας στην Επίδαυρο, ανεβασμένη από το Μάπετ Σόου. Να λες: “πω πω τι έτυχε στο παλικάρι” από τη μια και από την άλλη να χέζεσαι στο γέλιο.

ernie_chan_conan_by_ludy83-d7bqynk

-Ένα πρωί, όμως, μια ψηλόλιγνη κοπελίτσα από τον “Ρήγα Φεραίο”, με μακριά μαλλιά και κατάλευκο δέρμα, στάθηκε μπροστά στον Βάρβαρο σαν φάντασμα σε Βικτωριανή νουβέλα κρύβοντάς του τον ήλιο όπως καθόταν στα σκαλιά του Μουσείου μετά από δύο μέρες ξενύχτι. Άνοιξε το στόμα της, φτυστό στο σχήμα με το κόκκινο βιολί που παίζει πάνω από τον τάφο της Λαίδης Νταμπάνβιλ, και του ζήτησε ευγενικά να αγοράσει την εφημερίδα της οργάνωσης.

Τότε ήταν που ξαφνικά ο Βάρβαρος άλλαξε.

-Ο Βάρβαρος, που μέχρι τότε τραβιόταν με κάτι κουμπωμένες ζόρικες που έπαιζαν ξύλο στην Ίο για ένα σκαμπό στην μπάρα, άφησε τον ενθουσιασμό να του στρώσει απαλά σεντόνια για να ξαπλώσει με την παράξενη καινούρια του γνωριμία, που αντί για στίχους των Slayer τού ψιθύριζε στα γαλλικά στίχους του Ρεμπώ.

Ο Βάρβαρος, που ’χε φραπέ στις φλέβες αντί για αίμα, τώρα δοκίμαζε από τα χεράκια της νέας του γκόμενας τσάι με γεύση τουλούμπα και Χαμόγελο της Τζοκόντας χαμηλόφωνα στα ηχεία, ο Βάρβαρος που ξήλωνε πλακάκια στην “ΕΚΚΙΝΗΣΗ” κάθε φορά που γκάζωνε το “Σύμπαθι”.

Και έκοψε τα μακριά χεβιμεταλάδικα μαλλιά του με ένα απλό “σου πάνε πιο κοντά” που το είπε η μουνιτσα, χαϊδεύοντάς τα. Ο Βάρβαρος. Που όταν ο καραφλός διευθυντής στο σχολείο του έβγαλε ειρωνικά σε ένα διάλειμμα δύο κατοστάρικα και του φώναξε μπροστά σε όλους: “Πάρε αυτά και άντε να κουρευτείς ρε”, αυτός άνοιξε το πορτοφόλι του, κάργα φορτωμένο από κάτι κοντινά νταλαβέρια, έβγαλε δύο πεντοχίλιαρα και του απάντησε: “Πάρε αυτά και άντε να αγοράσεις μια περούκα”.

Εκείνη τη μέρα αποβλήθηκε με το χαμόγελο στο στόμα.

savageswordconan1

-Τώρα, με ένα χαζούλι χαμόγελο μέσα στο θέατρο, κοίταγε την γκόμενα, που κοίταγε σοβαρή από τη διπλανή θέση παράσταση με έργο του Γκόγκολ και του έκανε “σουτ” επειδή κάτι πήγε να της πει στο αυτί.

Ο Βάρβαρος που πίστευε πως ο Θεός έχει δικαίωμα να υπάρχει μόνο αν είναι Ολυμπιακός, τώρα συνόδευε τη φοιτήτρια γκόμενά του και τους φίλους της σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, βριζόταν με ΔΑΠίτες στο αμφιθέατρο της σχολής της και τσακωνόταν στις λαϊκές για τα δικαιώματα των Αλβανών μικροπωλητών…

Ιεχωβάς έγινες ρε μαλάκα. Τι είναι αυτά που κάνεις; 

– Έγινα Ερωτευμένος, απαντούσε

-Και μετά πήγαινε στο σπίτι της να τη βρει με δυο-τρία λουλούδια αγορασμένα που, αν του ’λεγες του Βάρβαρου πριν μερικούς μήνες ότι θα σκάει λεφτά για κοτσάνια, θα τον έβγαζε να τον κόψει σε ροδέλες και μετά θα τις έριχνε αντί για δεκάρικα στο ΠΑΚ-ΜΑΝ. Η ρομαντική γκόμενά του πάλι το ’βρισκε πολύ γλυκό και τα στόλιζε στο ράφι δίπλα στα βιβλία του Τουργκένιεφ και τα διηγήματα ξωτικών του λόρδου Ντανσάνι και, ύστερα, σκέπαζε με τη χλωμή λευκότητα του ψηλόλιγνου γυμνού σώματός της, τα σημάδια από τα Περαγκόν, τις γκλομπιές και τα τραβήγματα του παρελθόντος που κουβάλαγε ακόμα στο δικό του σώμα ο Βάρβαρος πριν καλά-καλά να κλείσει τα 18. Το δούλεμα των γνωστών του για όλα όσα είχε κόψει, από γήπεδο μέχρι μαλλιά, τα ’γραφε πια στα παπόρια του. Ξάπλωνε το κεφάλι του στα δικά της μαλλιά που ’χε αρκετά και για τους δυο και τον έπαιρνε ο ύπνος. Και αυτό με τα λουλούδια είχε αρχίσει να του αρέσει και δεν το περίμενε. Την επόμενη εβδομάδα που δεν θα βρίσκονταν γιατί έπρεπε να διαβάσει για την εξεταστική της, ο Βάρβαρος πλήρωσε σε λουλουδάδικο διπλάσια τιμή, 4-5 τριαντάφυλλα να της στέλνουν κάθε μέρα από ένα. Καύλωνε και αυτός κάθε βράδυ να την ακούει στο τηλέφωνο να του λέει ευχαριστώ …

-Εμείς ξαφνικά ακούσαμε πως άνοιξε το κεφάλι του στα δύο, μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο.

Της πουτάνας το αίμα. Μια-δυο εβδομάδες αφού πέρασε η εξεταστική, η γκόμενα τού ομολόγησε από το τηλέφωνο ότι λίγο πολύ τα ’χε μπλέξει με το παιδί που έστελναν κάθε μέρα από το λουλουδάδικο για να της δίνει από ένα τριαντάφυλλο, όπως το είχε παραγγείλει ο Βάρβαρος.

-Δεν γελάσαμε αυτή τη φορά.

Processed with VSCO with c1 preset