Μένγκελε – Το έργο του Θανάση Τριαρίδη ανεβαίνει στο Θέατρο Noūs σε δραματουργική επεξεργασία / Σκηνοθεσία της Αναστασίας Κουμίδου.

Πώς ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης συνδέει την ύπαρξη ενός θρασύδειλου παρανοϊκού σαδιστή με τον βουτηγμένο στον ναρκισσισμό ενεστώτα μας;  Ο Μένγκελε ήταν ο γιατρός των SS, υπεύθυνος για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων στο Άουσβιτς. Το έργο του Μένγκελε ανεβαίνει σήμερα στο Θέατρο Noūs. Η συνέντευξη με έναν άνθρωπο που, για παράδειγμα, διαθέτει το σύνολο του συγγραφικού του έργου ελεύθερο “πνευματικών δικαιωμάτων” δεν θα μπορούσε παρά να συστηθεί στη σχέση δραματουργίας – πολιτικής, την ιστορική τεκμηρίωση, την υποτέλεια των συμβολισμών αλλά και τη θηριωδία στη Γάζα.

«Η τέχνη αντιμετωπίζει τον Μέγνκελε ως άβατο»

– Γιατί ο Μένγκελε (ως τίτλος στο έργο σας);

Το αίτημα να γράψω μια ιστορία με κέντρο της τον Γιόζεφ Μένγκελε ξεκίνησε μέσα μου στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η πρώτη μου προσπάθεια ήταν ένα μυθιστόρημα (γραμμένο κάπου στα χρόνια 1991-1994) με πρωταγωνιστή έναν άντρα που είχε γεννηθεί μέσα στο Εργαστήριο Πειραμάτων του Μένγκελε (και μάλιστα από το ίδιο του το σπέρμα).

Ο ναρκοληπτικός ήρωας (ο οποίος, όχι τυχαία, λεγόταν Ύπνος) στα όνειρά του συνομιλούσε με τον Μένγκελε – «Πατέρα». Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Ύπνος καταλάβαινε πως ο Μένγκελε – «Πατέρας» έχει «καταφύγει» μέσα στα όνειρά του και ο μόνος τρόπος για να λυτρωθεί από αυτόν ήταν να αυτοκτονήσει κόβοντας το λαιμό του με μαχαίρι. Καθώς ολοκλήρωνα εκείνη την αφήγηση, ένιωσα πως τα μέρη όπου εμφανιζόταν ο Μένγκελε ως φάντασμα του «Πατέρα» (ή και ως Φρέντι Κρούγκερ) δεν με ικανοποιούσαν διόλου: ο ανυπόφορος συμβολισμός τους υπονόμευε ή και ακύρωνε κάθε σπασμό ανθρωπινότητας που γύρευα (και εξακολουθώ να γυρεύω) από τις αφηγήσεις.

Έτσι, τα «Πουλιά του Ύπνου» λογαριάστηκαν ως αποτυχημένη απόπειρα και παραχώθηκαν στα βάθη των αρχείων ενός παλιού, (οριστικά;) παροπλισμένου σκληρού δίσκου.

Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν, η αναζητούμενη αφήγηση γύρω από τον Μένγκελε αντιστεκόταν μέσα μου όλο και πιο επίμονα – και συνάμα διαχεόταν, σαν εμμονικός ψυχαναγκασμός, σε κάθε βιβλίο μου.

Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, που έτσι κι αλλιώς φάνταζε απροσπέραστο, το συμβολικό φορτίο είχε καταστεί δυσβάσταχτο. Μάταια έψαχνα τη δομή της υπόθεσης που θα μου επέτρεπε να προσπεράσω το σύμβολο (και την αφηγηματική πολιτική ορθότητα που προϋπέθετε) για να δω πέρα από αυτό.

Το φθινόπωρο του 2010 ξεκίνησα τη σειρά των διαλογικών (;) αφηγήσεων όπου ένας αφηγητής πλάθει (: σμιλεύει, αναγεννά ή ό,τι άλλο) με τα λόγια τον άλλον και συνάμα πλάθεται (: σμιλεύεται, αναγεννιέται) από αυτόν: πρόκειται για τις αφηγήσεις που πλέον ονομάζω «θεατρικά έργα», επιμένοντας, ωστόσο, στα εισαγωγικά. Κάποτε, κι ενώ δούλευα κοντά έναν χρόνο σε αυτή την ακολουθία, κατάλαβα πως τις δύο προηγούμενες δεκαετίες δεν έψαχνα τη δομή της υπόθεσης αλλά τη φόρμα της αποσυμβολοποίησης του Γιόζεφ Μένγκελε και πως η αφήγηση-«θεατρικό έργο» μού έδινε αυτή τη δυνατότητα: ένας άντρας σε ένα βαγόνι θα γινόταν ο «Μένγκελε», μια γυναίκα απέναντί του θα γινόταν η «Εσθήρ», όλα θα συνέβαιναν υπό το πρόσχημα του παιχνιδιού «αν είσαι, είμαι», το βαγόνι θα γινόταν το εφιαλτικό όνειρό τους. Έξαφνα τα πάντα έμοιαζαν πολύ εύκολα, σχεδόν φυσικά.

Το «έργο» Μένγκελε* όνειρο για δύο πρόσωπα σε ένα βαγόνι γράφτηκε σε τέσσερις εβδομάδες· ωστόσο, για τους λόγους που μόλις ανέφερα, μπορώ βάσιμα να ισχυριστώ πως γραφόταν για είκοσι χρόνια. Και σκέφτομαι πως, διόλου συνειδητά αλλά μάλλον όχι τυχαία, η τωρινή «θεατρική» αφήγηση συναντιέται με εκείνο το θαμμένο μυθιστόρημα των είκοσι δύο μου χρόνων: και στα δύο, το (πραγματικό ή νοερό) τίναγμα του ζεστού, άγριου αίματος από έναν λαιμό καλείται να ολοκληρώσει την ατελή ανθρωπότητα, το αφόρητο αδιέξοδο των ιστορικών καιρών – καλείται να φτιάξει, για μια ακόμη φορά, μια αιμάτινη έξοδο από την αρένα της λεγόμενης «ανθρώπινης κατάστασης».

«Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες (και κάθε λογής) πολιτισμικές δημιουργίες και μυθοπλαστικές αφηγήσεις για το Ολοκαύτωμα, χιλιάδες για τον ναζισμό, εκατοντάδες με κέντρο τον Χίτλερ – μα για τον Μένγκελε χάσκει ένα (εντυπωσιακό) κενό.»

– Ο Μένγκελε πρωταγωνίστησε σε μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και της ιατρικής διαχρονικά. Είναι υπεύθυνος για τον θάνατο πολλών και όμως ο ίδιος έκανε τα πάντα για να αποφύγει τον δικό του θάνατο. Ένας σαδιστής με τεράστιο ναρκισσιστικό φορτίο. Και ενώ ο σαδισμός έχει διαγνωσμένο παρελθόν, ο ναρκισσισμός μοιάζει εκτοξευμένος στην εποχή μας. Το τελευταίο συνδέει τον Μένγκελέ, τις μεθόδους του με τον ενεστώτα μας;

Ο Γιοζεφ Μένγκελε είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Ο Μένγκελε βρίσκεται στα έγκατα του Ολοκαυτώματος, που έτσι κι αλλιώς είναι το μεγαλύτερο ιστορικό κακό, διάλεξε ο ίδιος να πάει εκεί για να εγκαθιδρύσει το βασίλειο της προσωπικής φρίκης του: το Εργαστήριο. Ο βιομηχανοποιημένος θάνατος του στρατοπεδικού κόσμου στην περίπτωσή του μεταλλάσσεται στη μεταφυσική μιας αλληλουχίας υπερανθρωπικών αποφάσεων.

Ο Μένγκελε έραβε τα συκώτια ή άλλαζε τα μάτια ζωντανών παιδιών επειδή το σκέφτηκε, επειδή είχε την ιδέα, με τον ίδιο τρόπο που ένα παιδί διαμελίζει και επανασυναρμολογεί τις κούκλες του. Ό,τι μέσα στους αιώνες προσπάθησε η Δύση να προσδιορίσει ως σταθερό ηθικό αξίωμα (δηλαδή ως καλό) στην περίπτωση του Μένγκελε βιάζεται, διαμελίζεται, αφανίζεται: η ζωή, η παιδικότητα, η αξιοπρέπεια του προσώπου, η ατομικότητα του σώματος. Δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς οποιαδήποτε διαφωτιστική συνθήκη που δεν διερράγη στο εργαστήριο πειραμάτων του Άουσβιτς.

Μπορεί να ρωτήσει κανείς: «Αξίζει τόση ενασχόληση με ένα κτήνος που σκότωνε παιδιά κάνοντας πειράματα στο Άουσβιτς;» Απαντάω: Νομίζω πως επιβάλλεται… Και νομίζω πως είναι ένα μεγάλο πολιτισμικό κενό η σιωπή της τέχνης γύρω από τον Μένγκελε.

Όταν έγραψα το έργο αυτό πριν από 12 χρόνια, πέρα από μια σχηματική και επίπεδη ταινία (Τα παιδια από τη Βραζιλία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Άιρα Λέβάϊν) η τέχνη αντιμετωπίζει τον Μέγνκελε ως άβατο.

Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες (και κάθε λογής) πολιτισμικές δημιουργίες και μυθοπλαστικές αφηγήσεις για το Ολοκαύτωμα, χιλιάδες για τον ναζισμό, εκατοντάδες με κέντρο τον Χίτλερ – μα για τον Μένγκελε χάσκει ένα (εντυπωσιακό) κενό. Υπό μία έννοια αυτό ήταν μοιραίο: η τέχνη αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αίνιγμα και ο Μένγκελε είναι περίπου εξαρχής ένα (διαβολικό) σύμβολο – δηλαδή είναι ένα σκεύος. Και δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση ή καλλιτεχνική δημιουργία με σκεύη – παρεκτός κι αν αυτά ζωντανέψουν.

«Οι Εβραίοι και οι Άραβες είναι δύο από τις πιο σημαντικές πολιτισμικές ενότητες του ανθρώπινου πολιτισμού. Η συνύπαρξή τους έφτιαξε το θαύμα της Αραβικής Αναγέννησης – που προοικονόμησε την αναγέννηση της Ευρώπης. Και τώρα έχουν εμπλακεί σε έναν αγώνα θανάτου το μέχρι τέλους.»

– Το ολοκαύτωμα είναι μέρος της συλλογικής μνήμης της ανθρωπότητας. Η σφαγή στην Παλαιστίνη ως τι θα μείνει;

Η σφαγή της Γάζας είναι πρώτα από όλα ένας θρίαμβος του τυφλού εθνοφασισμού που γεννάει τέρατα.

Το πρώτο τέρας ήταν η ακροδεξιά που κατέκτησε την εξουσία στο Ισραήλ και επέβαλε τη δημιουργία αυτού του απαράδεκτου καθεστώτος αποκλεισμού και πολιορκίας της Γάζας όπου οι Παλαιστίνιοι εγκλωβίστηκαν σε έναν όλεθρο χωρίς την παραμικρή ελπίδα να διαφύγουν από αυτό. Το δεύτερο τέρας είναι η δημιουργία της Χαμάς (που τη γέννησε, την εξέθρεψε και την πριμοδότησε η Κατοχή και το Τείχος): πρόκειται για μια ισλαμοφασιστική οργάνωση που ιερουργεί με τον φόνο και τον θάνατο.

Tη Χαμάς την θέριεψε η πολυετής ακροδεξιά βαναυσότητα του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστινίους. Την θέριεψε η καταπίεση του παλαιστινιακού λαού από τις πολιτικές του Ισραήλ, την θέριεψε η κατοχή της Δυτικής Όχθης, την θέριεψε το Τείχος, η αποκοπή του υδροφόρου ορίζοντα, το βύθισμα του παλαιστινιακού λαού σε ένα βιοπολιτικό εφιάλτη δίχως διέξοδο. Ποιος Παλαιστίνιος μπορεί να αρθρώσει έναν λόγο αγάπης και συνύπαρξης με το Ισραήλ εάν ζει στη Γάζα ή στη Δυτική Όχθη;

Και αντίστοιχα: με τη Χαμάς κυρίαρχη πόσο μπορεί να ακουστεί ο λόγος των φιλελεύθερων Ισραηλινών, της αριστεράς, των αναρχικών; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μέχρι να καταπνιγεί από την οργή που γεννάει το αίμα των δολοφονημένων του Οκτωβρίου του 2023; Η Χαμάς και η ακροδεξιά του Ισραήλ είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι.

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι Εβραίοι και οι οι Άραβες είχαν όλα τα εχέγγυα να ζήσουν ειρηνικά στη Μέση Ανατολή και, εκμεταλλευόμενοι την Εβραϊκή Διασπορά, να αρδεύσουν την έρημο της Παλαιστίνης και να φτιάξουν ένα θαύμα δημιουργίας και συνύπαρξης. Αντί αυτού κυριάρχησαν οι μισαλλόδοξοι, οι φανατικοί, οι εξάγγελοι του θανάτου – και επέλεξαν τον πόλεμο που δεν τελειώνει και ανατροφοδοτείται με το μίσος και το αίμα.

Οι Εβραίοι και οι Άραβες είναι δύο από τις πιο σημαντικές πολιτισμικές ενότητες του ανθρώπινου πολιτισμού. Η συνύπαρξή τους έφτιαξε το θαύμα της Αραβικής Αναγέννησης – που προοικονόμησε την αναγέννηση της Ευρώπης. Και τώρα έχουν εμπλακεί σε έναν αγώνα θανάτου το μέχρι τέλους.

Αν κάποιος θέλει το καλό του Ισραήλ, αν κάποιος νοιάζεται για το μέλλον του Ισραήλ (και εγώ ανήκω σε αυτούς), πρέπει να φωνάξει με κάθε τρόπο για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων που ζουν στη Γάζα έναν αδιανόητο εφιάλτη. Το να σκοτώνονται άμαχοι και παιδιά, το να ισοπεδώνονται νοσοκομεία, το να ζουν δύο εκατομμύρια άνθρωποι έγκλειστοι σε μια υπαίθρια φυλακή αποκλεισμένοι από κάθε μέλλον, ΔΕΝ είναι δικαίωμα αυτοάμυνας ενάντια στην κτηνώδη δολοφονική Χαμάς. Είναι ένα έγκλημα που επιτυγχάνει το ακριβώς αντίθετο: Μια άνευ προηγουμένου πριμοδοσία υπέρ της Χαμάς και κάθε άλλου ακαταλόγιστου δολοφονικού εξτρεμισμού που θα γεννηθεί μέσα στον πόνο και στον θάνατο.

Άρα πρέπει να το πούμε καθαρά. Το Ισραήλ το αγαπάνε αληθινά όσοι Ισραηλινοί αντιτίθενται στο μακελειό της Γάζας. Οι αριστεροί, οι αναρχικοί, οι αντιεθνικιστές – όλοι αυτοί που εκφράστηκαν μέσα από τον ηρωικό ισραηλινό δημοσιογράφο Γκιντεόν Λεβί που έγραψε σαφώς:

“[…] Θα πυροβολήσουμε αθώους ανθρώπους, θα βγάλουμε τα μάτια τους και θα τους συνθλίψουμε τα πρόσωπα, θα εκδιώξουμε, θα κατασχέσουμε, θα ληστέψουμε, θα αρπάξουμε τους ανθρώπους από τα κρεβάτια τους, θα πραγματοποιήσουμε εθνοκάθαρση και φυσικά θα συνεχίσουμε την απίστευτη πολιορκία της Λωρίδας της Γάζας και όλα θα είναι εντάξει. […] Είναι αδύνατο να φυλακίσεις 2 εκατομμύρια ανθρώπους για πάντα χωρίς να πληρώσεις ένα σκληρό τίμημα. […] Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου φέρει πολύ μεγάλη ευθύνη για ό,τι συνέβη και πρέπει να πληρώσει το τίμημα, αλλά όλο αυτό δεν ξεκίνησε από αυτόν και δεν θα τελειώσει μετά την αποχώρησή του. Πρέπει τώρα να κλαίμε πικρά για τα ισραηλινά θύματα, αλλά πρέπει να κλαίμε και για τη Γάζα. Τη Γάζα, οι περισσότεροι κάτοικοι της οποίας είναι πρόσφυγες που δημιούργησε το Ισραήλ. Τη Γάζα, η οποία δεν γνώρισε ποτέ ούτε μια μέρα ελευθερίας.”

Κι αντίστοιχα όσοι Παλαιστίνιοι αγαπούν την Παλαιστίνη πρέπει να πολεμήσουν τη Χαμάς – και να πολεμήσουν ενάντια στις κτηνωδίες της. Η Χαμάς είναι μια κτηνώδης οργάνωση δολοφόνων που στρώνει τον δρόμο στην ακροδεξιά αγριότητα του Ισραήλ.

Όσοι πολεμούν τη συνύπαρξη των δύο λαών ουσιαστικά είναι οι χειρότεροι εχθροί των λαών που δήθεν υπερασπίζουν: Η ακροδεξιά του Ισραήλ και η Χαμάς. Και οι δυο τους ουσιαστικά συνεταιρίζονται υπέρ του τρόμου και του θανάτου.

Κι όσοι αγαπούν το Ισραήλ και την Παλαιστίνη πρέπει να εργαστούν για να κρατηθεί, μέσα στον τόσο θάνατο, ζωντανό το όραμα της συνύπαρξης και της κοινής πορείας των δύο λαών. Δίχως αυτό πάμε στην άβυσσο.

Και κάτι τελευταίο: Πρέπει να προσέξουμε με κάθε τρόπο να μην αφήσουμε τον αντισημιτισμό και τον αντιϊσλαμισμό να θεριέψει. Πρέπει να να πολεμήσουμε το ρατσιστικό μίσος με κάθε τρόπο. Η Δύση και η ανθρωπότητα υπέφερε τα πάνδεινα από τον αντισημιτισμό. Πρέπει να προσέξουμε πολύ ώστε να μην στοχοποιούμε πολιτισμικές ενότητες. Και να μην ξεχνάμε πως οι Εβραίοι και οι Άραβες συνδιαμόρφωσαν τον ανθρώπινο πολιτισμό.

«Όλες οι μεγάλες κτηνωδίες της Ιστορίας δομήθηκαν πάνω στον συμβολικό λόγο – με τον ίδιο απόλυτο τρόπο που πολέμησαν την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση.»

– Τα συναισθήματα μπορούν να μπουν σ’ αυτό που ονομάζουμε διαλεκτική;

Η ηθική πάντως προϋποθέτει τον ορθό λόγο – δεν μπορεί να παραδίδεται στον οποιοδήποτε συμβολισμό. Ο Γιόζεφ Μένγκελε δεν ήταν μια θεϊκή δοκιμασία προς την ανθρωπότητα· δεν υπάρχουν θεϊκές δοκιμασίες, διότι δεν υπάρχει υποκείμενο που να τις επιλέγει.

Ο Μένγκελε υπήρξε και γεννήθηκε μέσα στην ανθρώπινη πορεία. Παρόλο που το όνομά του προκαλεί την αποστροφή μας, η βασική του ορμή («έχω το δικαίωμα να κάνω κάτι επειδή το θέλω και το μπορώ») μάς είναι εφιαλτικά (και απελπιστικά) οικεία – πολύ περισσότερο οικεία από όσο θέλουμε να ξέρουμε.

Εάν αποδεχτούμε τη συμβολοποίησή του (και τη συνακόλουθη υπαγωγή του στο καλλιτεχνικό άβατο), χάνουμε τη δυνατότητα της ουσιαστικής μνήμης της κτηνωδίας του. Και συνάμα χάνουμε τη δυνατότητα του αναστοχασμού: δηλαδή το να συλλογιστούμε την κτηνωδία του Μένγκελε και μέσα από αυτήν να σκεφτούμε τους εαυτούς μας – και, μέσω του αναστοχασμού, να μετρήσουμε το ενδεχόμενο της δικής μας (μικρής ή μεγαλύτερης) κτηνωδίας. Η απώλεια αυτής της δυνατότητας του αναστοχασμού, η εκχώρησή της στην τελετουργία, είναι πνευματική υποχώρηση· για την ακρίβεια, είναι πολιτισμική ήττα.

Όλες οι μεγάλες κτηνωδίες της Ιστορίας δομήθηκαν πάνω στον συμβολικό λόγο – με τον ίδιο απόλυτο τρόπο που πολέμησαν την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση. Είναι τόσο καθολική η εφαρμογή της παραπάνω πρότασης, που δεν χρειάζεται καν να εξειδικεύσω σε παραδείγματα: η συμβολοποίηση σκοτώνει – με τον ίδιο τρόπο που σκοτώνει και ο Θεός.

Το Άουσβιτς έγινε επειδή οι Ναζί, ο γερμανικός λαός που τους ψήφισε και ο δυτικός πολιτισμός που τους κυοφόρησε παραδόθηκαν επί αιώνες στη συμβολοποίηση του «κακού Εβραίου». Αν υπήρχαν επαρκείς πολιτισμικές αντιστάσεις σε αυτή τη συμβολοποίηση, δεν θα υπήρχε Ολοκαύτωμα.

Το αίτημα του επανανθρωπισμού των ιστορικών υποκειμένων (θυμάτων αλλά και δημίων) δεν συνιστά «σχετικοποίηση», ούτε κατάργηση των ρόλων του θύματος και του θύτη, αλλά ένα στοίχημα για τη δική μας συνείδηση. Ο επανανθρωπισμός του κακού (όσο κι αν μας τρομάζει ως έννοια) είναι ο μόνος δρόμος για να αναλογιστούμε το κατά πόσο ανήκουμε κι εμείς σε αυτό το κακό, για να το μετρήσουμε μέσα μας. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον τρόπο πνευματικής επαγρύπνησης.

«Εάν ο πολιτισμός μας είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, η τέχνη είναι η πιο ισχυρή εκδοχή της μνήμης των κοινωνιών – και γι’ αυτό και διαχρονικά αναγνωρίζεται ως η απώτατη μορφή πολιτισμικής δημιουργίας.»

– Η ανθρώπινη φύση χωρίς τη σκοτεινή της ύπαρξη θα είχε ανάγκη την τέχνη;

Σίγουρα δεν μπορεί να υπάρξει τέχνη δίχως την συνολική φύση του ανθρώπου – δίχως αυτό που αποκαλείτε εσείς “σκοτεινή ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης” και εγώ ονομάζω “καταγωγική αφετηρία του ανθρώπου”.

Πολλοί με ρωτάνε: “Γιατί τόση μυθοπλαστική εμμονή με τον Μένγκελε; Γιατί να γυρεύει κανείς εξακολουθητικά μέσα στο χρόνο μια αφήγηση με κέντρο της το μεγαλύτερο κακό της Ιστορίας;” Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη: γιατί με ερεθίζουν τα ακρότατα όρια που κουβαλάει η ιστορία του. Και γιατί η συμβολοποίηση του κακού, η αναγωγή του σε συνθήκη μεταφυσική, με προκαλεί. Και ίσως γιατί νιώθω πως, αν ο Μένγκελε παραμείνει ένα σκεύος του κακού που θα αντιμετωπίζεται τελετουργικά (όπως μας επιβάλλει η συμβολοποίηση), τότε η φρίκη του Εργαστηρίου του δικαιώνεται και ο «Todesengel» (μάς) έχει κερδίσει.

Καμιά ιστορική ή παροντική κτηνωδία δεν θα ακυρωθεί επειδή θα την παραχώσουμε στο βάλτο της μεταφυσικής, κανένα ηθικό κενό δεν θα γεφυρωθεί επειδή θα πάψουμε να το προφέρουμε. Η συμβολοποίηση του κακού είναι ο θρίαμβός του.

Ωστόσο πολλοί φίλοι, άνθρωποι εξαιρετικά σοβαροί και καλοπροαίρετοι, συνεχίζουν να ρωτάνε: «Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι, πραγματικοί άνθρωποι, που αφανίστηκαν μέσα στο Άουσβιτς, που μαρτύρησαν στο Εργαστήριο του Μένγκελε. Πώς δίνεις το δικαίωμα στον εαυτό σου να τους κάνεις λογοτεχνία; Δικαιούμαστε να κάνουμε την Ιστορία αισθητική αφήγηση, αγνοώντας την ιερότητα της ιστορικής μνήμης;» Προφανώς η ερώτηση αυτή αφορά κάθε μυθοπλαστική αφήγηση γύρω από το Ολοκαύτωμα, αλλά και από κάθε εκατόμβη της Ιστορίας. Απαντάω: δικαιούμαστε να φανταζόμαστε τα πάντα, δικαιούμαστε να αφηγούμαστε τα πάντα. Αυτό, εξάλλου, γυρεύουν οι άνθρωποι από την τέχνη: να μπαίνει στο άβατο δωμάτιο, να αγνοεί τη δοσμένη (ή την επικείμενη) ιερότητα. Τέχνη που κανοναρχείται από μια δοσμένη ιερότητα δεν είναι πια τέχνη: είναι, αλίμονο, τελετουργία.

«Και γιατί η τέχνη πρέπει να μιλάει για όλα;» μπορεί να επιμείνει κανείς. «Δεν υπάρχουν πολιτισμικές επικράτειες για τις οποίες πρέπει να σιωπά;» Απάντηση: όχι, δεν υπάρχουν τέτοιες επικράτειες.

Εάν ο πολιτισμός μας είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, η τέχνη είναι η πιο ισχυρή εκδοχή της μνήμης των κοινωνιών – και γι’ αυτό και διαχρονικά αναγνωρίζεται ως η απώτατη μορφή πολιτισμικής δημιουργίας.

Το Για ποιον χτυπά η καμπάνα του Χέμινγουεϊ παράγει από μόνο του πολύ περισσότερη μνήμη από όλες τις δεκάδες χιλιάδες των μελετών που γράφτηκαν και γράφονται για τον Ισπανικό Εμφύλιο. Κανείς δεν θυμάται τους γαλαζοαίματους πρίγκιπες και τους βαρόνους της Γαλλίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, όλοι μας όμως θυμόμαστε ένα δεκάχρονο χαμίνι που ζούσε στα ρείθρα των δρόμων, τον Γαβριά, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε μέσα στις σελίδες του Ουγκώ. Μέσα από μια ανεξήγητη, ακατανόητη όσο και απρόβλεπτη διαδικασία, η τέχνη αποκαλύπτει την κοινωνική μνήμη – με τον ίδιο τρόπο που η σμίλη αποκαλύπτει το σχήμα του γλυπτού αφαιρώντας το μάρμαρο που τη φυλακίζει.

Στο ίδιο διαλεκτικό νήμα, μου τέθηκε περισσότερες από μία φορές η ακόλουθη σκέψη: «Βάζοντας τον Μένγκελε στο κέντρο μιας μυθοπλαστικής αφήγησης, μεταβάλλοντάς τον από συμβολικό σκεύος σε αίνιγμα, δίνοντάς του τον λόγο να μιλήσει για την αγάπη –ή για το ό,τι ο ίδιος εννοούσε ως «αγάπη»– μπαίνεις στη διαδικασία να τον κατανοήσεις: έτσι τον κάνεις οικείο, τον υπάγεις σε μια διαλεκτική διαδικασία εκ νέου κρίσης, τον σχετικοποιείς, τοποθετώντας τον στο πάνθεον των λογοτεχνικών ηρώων. Η αποσυμβολοποίησή του κατά κάποιον τρόπο τον ‘ζωντανεύει’, τον επανανθρωπίζει, δίνοντάς του μία ακόμη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει και να ανακυκλώσει την κτηνωδία του και το μίσος του για την ανθρώπινη φύση.»

Απαντάω: Ο συλλογισμός αυτός δεν στερείται μιας συνεπούς ακολουθίας επιχειρημάτων – μα στο σύνολό του είναι εξωφρενικός. Αν αυτή η ακολουθία έστεκε, οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις θα έπρεπε να εξαιρούν από το υλικό τους τούς λογής φονιάδες και μεγαλοφονιάδες – για να μην τους δίνουν την «ευκαιρία επιχειρηματολογίας για το μίσος»: με άλλα λόγια, ούτε η Μήδεια, ούτε ο Μακμπέθ, ούτε ο Ρασκόλνικωφ, ούτε ο Μερσώ θα έπρεπε να υπάρχουν στις σελίδες των κειμένων.

Δυστυχώς, ο φόνος δεν επινοήθηκε από τη λογοτεχνία: είναι η παλιότερη, διαρκής και εξακολουθητική έκφραση του Homo Sapiens μέσα στην ανθρώπινη πορεία (Homo Necans, δηλαδή άνθρωπος-δολοφόνος, τον ονομάζει ο Βάλτερ Μπούρκερτ).

Το φονικό ένστικτο είναι η βασική ανθρωποποιητική συνθήκη που παλεύει να υποτάξει ο πολιτισμός (ό,τι οι άνθρωποι λογαριάζουμε ως πολιτισμό). Αν γυρεύουμε να εκβάλουμε τον φόνο ή ό,τι λογαριάζουμε ως ηθικά κακό από την τέχνη, ουσιαστικά ακυρώνουμε την ίδια τη φύση της τέχνης ως αντανακλαστικό σπασμό στην ανθρώπινη περιπέτεια.

«Πλέον ξέρουμε πως δεν υπήρξε χειρότερος άνθρωπος στην ανθρώπινη Ιστορία από τον Γιόζεφ Μένγκελε, ωστόσο κανείς μας δεν θέλει να θυμάται πως ο Μένγκελε ήταν ένας από εμάς – και μετατράπηκε σε εφιαλτικό κτήνος όταν του δόθηκε η εξουσία να το κάνει.»

– Πώς βλέπετε το έργο μετά από τόσα χρόνια από τη συγγραφή του;

Έγραψα τον Μένγκελε πριν από 12 χρόνια, προσπαθώντας να κλείσω τους λογαριασμούς μου με το απόλυτο κακό – λογαριασμούς που με τυραννούσαν για δεκαετίες, από τα είκοσί μου χρόνια.

Τελικά δεν έκλεισε κανέναν λογαριασμός – το μόνο που κατάφερα ήταν να σχηματίσω ένα κείμενο-πληγή, ατελές και ατελέσφορο που ωστόσο πυορροεί συνέχεια. Πλέον ξέρουμε πως δεν υπήρξε χειρότερος άνθρωπος στην ανθρώπινη Ιστορία από τον Γιόζεφ Μένγκελε, ωστόσο κανείς μας δεν θέλει να θυμάται πως ο Μένγκελε ήταν ένας από εμάς – και μετατράπηκε σε εφιαλτικό κτήνος όταν του δόθηκε η εξουσία να το κάνει.

Σήμερα, μετά από δώδεκα χρόνια και δεκαπέντε ανεβάσματα ετούτου το έργου, τα τρένα του ναζισμού παραμένουν εν ισχύ διαθλασμένα στον ρατσισμό των δυτικών κοινωνιών. Και το σφύριγμά τους θεριεύει ενώ ανέτειλε ήδη ο εφιάλτης της Τεχνητής Νοημοσύνης και του Ανθρωπόθεου. Πιστεύω πως το ερχόμενο Άουσβιτς έρχεται – πως ο όλεθρος του εξουσιαστικού ανθρώπου είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.

Νομίζω πως αυτό είναι το κυρίαρχο πνευματικό διακύβευμα των καιρών μας. Να προσπαθήσουμε να αντισταθούμε με κάθε τρόπο – στον όλεθρο της εξουσίας και στον εξουσιαστικό εαυτό μας.

Μένγκελε στο Θέατρο Noūs

Δύο άνθρωποι στο βαγόνι Α13 ενός τρένου. Ένας άντρας και μία γυναίκα άγνωστοι μεταξύ τους, προσπαθούν να ξεπεράσουν τον πανικό ενός ξαφνικού βραχυκυκλώματος του σιδηροδρομικού συρμού. Μέσα στο σκοτάδι  εμπλέκονται σ’ ένα αρχετυπικό παιχνίδι ρόλων, του γιατρού των Ναζί Josef Mengele και της εβραιοπούλας Esther Cohen.

Ένα ψυχολογικό θρίλερ που ξεκινάει σαν μια υπόθεση εργασίας και περιπλέκεται γύρω από τον άξονα “Αν είσαι, είμαι.” Μόνο που αυτό το πείραμα αναβιώνει μερικές από τις πιο τραγικές και απάνθρωπες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας και οι δύο συνταξιδιώτες ταυτίζονται επικίνδυνα με τους ρόλους που υποδύονται. 

Ένα ψυχολογικό ταξίδι που ιχνηλατεί τις απόκρυφες διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.

Συγγραφέας: Θανάσης Τριαρίδης 
Δραματουργική επεξεργασία / Σκηνοθεσία: Αναστασία Κουμίδου 
Ηχητική επεξεργασία: Θεόδωρος Λώτης 
Ήχοι: Claude Poltis
Ηχογραφήσεις: Victor Mastela
Εικαστική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παυλίδης 
Κίνηση: Χριστίνα Βασιλοπούλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Αγιαννίτης
Βοηθός Σκηνοθέτιδας: Ευαγγελία Καλογιάννη
Φωτογραφίες/ trailer: Κωνσταντίνος Παυλίδης 
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη 
Παραγωγή: Θέατρο Noūs-Creative space
Ερμηνεία: Λυκούργος Μπάδρας, Βέρα Μακρομαρίδου

Παραστάσεις:  Από Τετάρτη 13 Μαρτίου 
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:  Τετάρτη & Πέμπτη στις 21:00 
Τιμές εισιτηρίων
Γενική Είσοδος: 15€
Μειωμένο: 12€
Ατέλειες: 8€
Διάρκεια παράστασης  80 λεπτά
Προπώληση εισιτηρίων:
– online:ticketservices.gr
– τηλεφωνικά: 2107234567
– εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Αθήνα

ΘΕΑΤΡΟ NOŪS
Τροίας 34, Αθήνα 11255 (5’ λεπτά από το σταθμό του ηλεκτρικού «Βικτώρια») 
 210 8237 333, 690 7105 203, 694 4130 219