Γράφει ο Γιάννης Παναγόπουλος //

Φωτογραφίες: Chryssos Nickolas

Συνέντευξη είναι, όμως δεν μετρά τις λέξεις του. Αζύγιστες βγαίνουν. Και ακούγοντάς τον καταλαβαίνεις πως δεν διψά να πει μια συμπυκνωμένη σοφία ζωής μπας και γίνει κουβέντα γύρω από το όνομα του. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι έτοιμος ν’ απαντήσει αυτό που θα ρωτήσεις με τον τρόπο που θέλει.

– Η ιδέα για συνέντευξη μαζί σου ήρθε όταν διαβάσαμε το δελτίο Τύπου για συναυλίες που ετοιμάζες στο εξωτερικό…

-Και την Ελλάδα.

-Σωστά. Ας σταθούμε λίγο στο πρώτο. Το να λέμε πως Έλληνας καλλιτέχνης ετοιμάζεται ή είναι σε περιοδεία στο εξωτερικό φαντάζει ως πιστοποίηση της αξίας του. Σαν το απόλυτο καλλιτεχνικό ISO. Είναι μια αυτόματη διαδικασία αυτό. Όπως και η προστιθέμενη αξία που θα έχει στα μάτια μας η επιστροφή του ανάμεσά μας. Την Ελλάδα την έχουμε τόσο εύκολη μερικές φόρες…

-Εχει να κάνει με τον επαρχιωτισμό μας όλο αυτό. Δεν είναι κάτι τρομερό το εξωτερικό. Είναι πιο δύσκολο να ετοιμάσεις μια περιοδεία εκεί έξω, εκτός Ελλάδας. Είναι περισσότερα τα έξοδα που βαραίνουν. Ασφάλειες. Αεροπορικά ταξίδια. Ξενοδοχεία. Είναι πιο ακριβοί οι χώροι. Είναι πιο ακριβές οι μετακινήσεις. Αλλά πέρα από αυτή την πρακτική δυσκολία και εδώ και εκεί, όπου και αν πέφτει το εκεί, ανθρώπους συναντάς. Το όλο πράγμα αποκτά μια αίγλη ίσως γιατί η Ελλάδα πάντα ήθελε να στρέφεται στο εξωτερικό, αλλά όταν βγαίνεις για περιοδεία καταλαβαίνεις πως είσαι και εσύ απλώς μέλος μιας κοινότητας μουσικών που ταξιδεύουν.

– Την πρώτη φορά που εμφανίστηκες εκτός Ελλάδας είχες την ίδια άποψη;

-Mου άρεσαν πάντα τα ταξίδια. Η προσμονή του ταξιδιού είναι παντοτινή. Ξεκίνησα πολύ νωρίς τις περιοδείες στο εξωτερικό. Ήμουν 23 χρόνων όταν έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο. Στα 25-26 μου, άρχισα να παίζω και έξω. Είχα ταξιδέψει πολύ και πριν μπω στη δισκογραφία. Από τα 20 μέχρι τα 25 είχα κάνει μακρινά ταξίδια. Στην Ινδία, στο Νεπάλ. Σε μέρη μακρινά, αλλά και στα Βαλκάνια. Τότε, την εποχή που οι χάρτες άλλαζαν, ταξίδευα συχνά στη γειτονιά μας. Είμαι εξοικειωμένος στο να πακετάρω και να φεύγω. Ποτέ δεν θεώρησα πως θα έκανα καριέρα στο εξωτερικό. Και για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν το πάλεψα ιδιαίτερα. Δεν θα επιθυμούσα να γίνω γνωστός με έναν τρόπο που δεν θα το σήκωνε η ζωή μου. Με την ίδια ησυχία που κινούμαι εδώ, στην Ελλάδα, κινούμαι και εκτός της. Πλέον, νιώθω οικεία παντού.

– Το ετοιμάζομαι να φύγω έχει μια έκσταση και το να επιτρέψω μια χαρμολύπη;

-Ταξίδι ονομάζουμε πάντα την αναχώρηση και τον πηγαιμό σε ένα άλλο μέρος. Ξεχνάμε πως ταξίδι είναι και η επιστροφή. Έχω στίχο σε τραγούδι που λέει «O γυρισμός είναι ταξίδι». Και έναν άλλο που λέει «Kάθε ταξίδι είναι γυρισμός». Για μένα η επιστροφή είναι μεγάλο πράγμα. Είναι ωραίο να φεύγεις, όμως υπάρχουν δύο τύπων ταξιδιώτες. Ο ένας είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Έφυγε, πήγε όσο πιο μακριά μπορούσε και δεν ξαναγύρισε. Ο άλλος, ο Οδυσσέας. Η δική του προσπάθεια, το δικό του μεγάλο ταξίδι, ήταν για να επιστέψει στον τόπο του. Νομίζω πως συνδυάζω και τα δύο μέσα μου. Έχω και την προσμονή και τη χαρά της αναχώρησης. Έχω την ίδια χαρά και προσμονή όταν επιστρέφω από ένα ταξίδι.

– Τι θα παρουσίασες στις συναυλίες σου στο εξωτερικό;

-Ακριβώς ό,τι και στην Ελλάδα. Ποτέ δεν φτιάχνουμε άλλο πρόγραμμα για το εξωτερικό. Ετοιμάζω μια μεγάλη σόλο περιοδεία στην Ελλάδα. Μόνο κιθάρα, φωνή. Έπειτα από κάθε πέντε-επτά χρόνια περιοδειών με τους μουσικούς που παίζουμε μαζί, και τους αγαπώ, αισθάνομαι την ανάγκη να μαζευτώ στον δικό μου πυρήνα. Στη στιγμή γέννησης των δικών μου τραγουδιών, που με βρίσκει πάντα μόνο με μια κιθάρα στα χέρια. Αυτό με επαναφέρει σε απόλυτη και άμεση επαφή με την τέχνη που διάλεξα να υπηρετώ. Ο χρόνος να επανέλθω στον πυρήνα μου έφτασε. Το καλοκαίρι θα συνεχίσουμε με τους μουσικούς που συνεργαζόμαστε έτσι και αλλιώς, γιατί είναι σπουδαίοι και υπάρχει μπροστά μας ένα πολύ ανοιχτό πεδίο, ανεξερεύνητο. Οι σόλο συναυλίες που θα δοθούν δεν σημαίνει πως θέλω ν’ αλλάξω μπάντα. Ούτε το ότι κουράστηκα. Κάθε άλλο. Απλώς έχω μεγάλη ανάγκη να συγκεντρωθώ. Αυτό με επαναφέρει στον εαυτό μου, στη διαδικασία να γράψω τραγούδια και επειδή τώρα αισθάνομαι πως έρχονται, έχω ανάγκη να παίξω μόνος. Αυτό το πρόγραμμα θα παρουσιάσω και στο εξωτερικό. Είναι η πρώτη φορά που κάνω κανονική περιοδεία μεγάλη, μόνος μου, εκτός Ελλάδας. Τις φορές που είχα δοκιμάσει κάτι παρόμοιο, δούλεψε. Αυτή τη φορά δεν θα έχω τους σπουδαίους μουσικούς που εμφανιζόμαστε μαζί. Θα είμαι μόνος στη σκηνή με τα φτωχά μου δαχτυλάκια, την κιθάρα και τη φωνή μου, τραγουδώντας στίχους που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα καταλαβαίνουν. Λογικά θα έπρεπε να έχω αγωνία. Δεν έχω. Περιοδεύοντας στο εξωτερικό, συνειδητοποίησα πως όταν ακούμε ένα τραγούδι σε μια άγνωστη γλώσσα, αυτό που μας συνδέει με τον πυρήνα του δεν είναι ούτε οι στίχοι ούτε τα νοήματα ούτε η μελωδία. Είναι ένα μυστικό κείμενο που ψιθυρίζεται πίσω από τις νότες και πίσω από τις λέξεις. Με αυτό ανοίγουμε την ψυχή μας, μπαίνει μέσα μας, γίνεται ένα με τον εαυτό μας.

– Μιλώντας για τους μουσικούς σου, είχα την αίσθηση πως μιλούσες για «μπάντα», όχι ανθρώπους που με προϋποθέσεις σου παρέχουν το ταλέντο τους. Πόση δημοκρατία υπάρχει στις πρόβες, τις ηχογραφήσεις, τις συναυλίες ανάμεσα σ’ εκείνους και εσένα; Δέχεσαι τις ιδέες τους;

-Το ότι φέρνουν ιδέες είναι το λιγότερο. Φέρνουν τον εαυτό τους ολόκληρο. Και οι σχέσεις μας είναι δημοκρατικές γιατί είμαστε ολόκληροι μέσα σ’ αυτό που κάνουμε. Η απλοχεριά των ανθρώπων αυτών και η έλλειψη τσιγκουνιάς του ταλέντου τους όταν είμαστε μαζί είναι μεγάλο δώρο. Καθένας από αυτούς τους ανθρώπους αποτελεί έναν ξεχωριστό αυτοτελή κόσμο. Είναι ολοκληρωμένοι πνευματικά άνθρωποι. Και σ’ αυτό που κάνουμε, ο καθένας μπορεί να εκφράσει και να εκφραστεί με οποιονδήποτε τρόπο. Δημιουργούμε κυριολεκτικά και ελεύθερα σε τέτοιο βαθμό, που δεν ξέρεις ποιανού πραγματικά ήταν μια μουσική ιδέα, από πού ξεκίνησε και ποια τελικά ήταν η τύχη της. Με τους μουσικούς που παίζουμε υπάρχει κοινή αισθητική.

– Τι είναι μουσική;

-Τι είναι μουσική; Νομίζω ότι αν με ρωτήσεις τι είναι τραγούδι, θα σου πω κάτι πέρα από τη μουσική και πέρα από τον στίχο…

– Ξεφεύγεις; Ας το πάμε ένα ένα. Ας απαντήσουμε το πρώτο. Για το δεύτερο φαίνεται να έχεις έτοιμη απάντηση.

-Μουσική είναι ο ήχος του κόσμου μέσα από τους απέραντους αιώνες. Ο πραγματικός ήχος της ζωής των ανθρώπων.

– Και τι είναι τραγούδι;

-Tο τραγούδι είναι παιδί του στίχου και της μουσικής. Είναι και γονιός τους. Γιατί από το τραγούδι προέκυψαν ως χωριστές τέχνες η ποίηση και η μουσική. Ήταν ενωμένες για χιλιετίες. Δεν υπήρχε καθαρή ποίηση με την έννοια να βγει κάποιος και να απαγγείλει ένα ποίημα. Το τραγουδούσε. Πέρα από αυτό, είναι και παιδί τους, γιατί από τον έρωτα αυτών των δύο κόσμων γεννιέται και μια τρίτη κατάσταση, που είναι το τραγούδι. Το τραγούδι έχει κάτι μαγικό μέσα του. Έχει τη μαγεία του έρωτα και της γέννησης. Έχει την παραξενιά τού να είναι γονιός των γονιών του. Το τραγούδι είναι η ανάσα της ανθρωπότητας μέσα στους αιώνες.

– Το σάιτ σου έχει τριών ειδών βιογραφικά. Το πρώτο είναι μεγάλο και λεπτομερές. Το δεύτερο είναι μικρότερο από το πρώτο. Το τρίτο γράφει απλώς: «Γεννήθηκε, ζει, θα πεθάνει». Θα έλεγα πως με το τελευταίο ταυτίστηκα.

-Μου ζήτησαν να γράψω μακροσκελές, ένα μεσαίου μέγεθος και ένα πολύ σύντομο βιογραφικό για το σάιτ και εγώ έκανα αυτό που ζητήθηκε. Εγραψα ένα μακροσκελές, ένα σύντομο και ένα πολύ σύντομο κείμενο. Στο πρώτο τα έγραψα όλα. Μέτα άρχισα να αφαιρώ πράγματα. Και μετά… μετά σκέφτηκα την απόλυτη συμπύκνωση. Γεννήθηκες. Ζεις. Θα πεθάνεις. Και αυτό είναι κοινό για όλους τους ανθρώπους. Αν συμπυκνώσουμε τα βιογραφικά μας, όλοι έχουμε την ίδια πορεία. Γεννιόμαστε. Ζούμε. Πεθαίνουμε.

– Ανθρωπολογικά αυτό που μόλις είπες έχει το δικό του ξεχωριστό ενδιαφέρον. Καταρρίπτει μια σειρά από εθνικιστικές, ρατσιστικές φανφάρες.

-Την ίδια σειρά έχουμε όλοι… Νομίζουμε ότι η μικρή διάρκεια της ζωής μας είναι τεράστια. Πως όλα θα συμβούν στη διάρκειά της. Είμαστε μια μικρή λεπτομέρεια. Ασήμαντη. Αυτό είμαστε.

– «Βάκχες». Το κείμενο που πρωτοπαρουσίασες δίνοντας εισαγωγικές εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, το κείμενο που επανερμήνευσες πρόσφατα…

-Κάτι με κυνηγά μαζί του.

– Όλο αυτό το χρονικό διάστημα η προσέγγιση σου γύρω από το συγκεκριμένο έργο του Ευριπίδη έμεινε σταθερή στον χρόνο;

-Είναι κάτι που εξελίσσεται. Δεν είχα γράψει μουσική για τις «Βάκχες». Την έγραψα το 2011. Την ξαναδούλεψα το 2012 για να παρουσιαστεί στη Ρωσία και μετά την άφησα. Ήρθε μια πρόταση για συναυλίες και ξανάπιασα το κείμενο. Το διαμόρφωσα σαν ένα ιδιότυπο ορατόριο.

– Θυμάσαι ποιος είναι ο πρώτος δίσκος βινυλίου που αγόρασες;

-Είχα πολλούς δίσκους στο σπίτι από τον πατέρα μου, που είχε όλη την ελληνική δισκογραφία την κλασική. Νομίζω πως ο πρώτος που πήρα ήταν των Led Zeppelin, το «ΙV». Πέρα από τη φιλολογία που αναπτύσσεται γύρω από την επαναφορά του βινυλίου, εγώ μένω στο ότι ακούγεται καλύτερα. Αυτό, και μένω, μου είναι αρκετό.

 

Πηγή:  “Φιλελεύθερος”