Συνέντευξη: Γιάννης Παναγόπουλος

Η Γερακίνα Μπουρίκα στο πέμπτο της βιβλίο “Ολέθρια Μυστικά” (εκδόσεις Κάκτος) απλώνει τους πρωταγωνιστές της αφήνοντας να ορίσουν εκείνοι τις ζωές τους στις σελίδες του. Αυτή η γυναίκα, που η γραφή ήρθε στη ζωή της για να ξεδιψάσει την ανάγκη της για έκφραση, κυκλοφόρησε ένα μυθιστόρημα που για τους ήρωές του οι αποστάσεις ανάμεσα στη χαρά, τη λύπη, το μυστήριο, την αγάπη είναι αμελητέες. Η συνέντευξή μας μαζί της κύλησε αφήνοντας τον λόγο να κυκλοφορήσει ελεύθερος: “Ξεκινώντας να γράφεις έχεις την εντύπωση ότι κατέχεις την απόλυτη εξουσία σαν ένας μικρός θεός. Και την έχεις μέχρι ένα σημείο. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής όμως, με έναν μαγικό τρόπο, οι ήρωες αποκόπτονται από εσένα. Αποκτούν τη δική τους ανεξάρτητη οντότητα και είναι αυτοί που σε καθοδηγούν και χαράσσουν την πορεία τους. Και από θεός μετατρέπεσαι σε αυτόν που τους υπηρετεί.”

-Η ψυχή ενός βιβλίου είναι η διάρκεια της συγγραφής του και το σώμα του είναι η στιγμή που θα βγει στα βιβλιοπωλεία;

Για εμένα η ψυχή ενός βιβλίου δημιουργείται μαζί με το πρώτο όραμα που πλάθεται γι’ αυτό στο μυαλό του συγγραφέα. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτή η ψυχή παίρνει σάρκα και οστά. Είναι σαν το μωρό που μεγαλώνει μέσα στη μήτρα της μάνας του. Όμως την πρώτη του πνοή θα την πάρει μόλις φτάσει στα χέρια του αναγνώστη.

-Στο νέο σου βιβλίο πώς επέλεξες τους ήρωές σου;

Οι ήρωές μου σε όλα τα βιβλία μου είναι πάντα πραγματικά πρόσωπα. Είναι άνθρωποι που έχουν κάνει κάποια μεγάλη ή μικρή στάση στη ζωή μου. Από αυτή την πολύτιμη συλλογή λοιπόν ανέσυρα τα πρόσωπα που επέλεξα για αυτό το βιβλίο.

-Φαντάζομαι ότι σε κάθε μυθιστόρημα ο συγγραφέας βάζει στις λέξεις του κάτι από τον εαυτό του. Μπορεί να είναι ένα βίωμα, ο τρόπος μιας γνωριμίας. Πόσο “εσύ” υπάρχει στο νέο σου βιβλίο;

«Μύριζε θυμάρι εκείνη η Μεγάλη Παρασκευή του 81’», είναι η πρώτη φράση του βιβλίου μου. Μύριζαν θυμάρι τα δικά μου παιδικά χρόνια. Υπάρχει πολύ «εγώ» στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ίσως περισσότερο σε σχέση με όλα τα προηγούμενα μυθιστορήματά μου.

-Ο συγγραφέας πλάθοντας τους ήρωές του νιώθει κάπως σαν θεός;

Η αλήθεια είναι πως ξεκινώντας να γράφεις, έχεις την εντύπωση ότι κατέχεις την απόλυτη εξουσία σαν ένας μικρός θεός. Και την έχεις μέχρι ένα σημείο. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής όμως, με έναν μαγικό τρόπο, οι ήρωες αποκόπτονται από εσένα. Αποκτούν τη δική τους ανεξάρτητη οντότητα και είναι αυτοί που σε καθοδηγούν και χαράσσουν την πορεία τους. Και από θεός μετατρέπεσαι σε αυτόν που τους υπηρετεί. Σου μιλάνε κι εσύ γίνεσαι η φωνή τους. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια άλλη λέξη από αυτή που χρησιμοποίησα πριν για να εξηγήσω το πώς συμβαίνει αυτό. Είναι απλά μαγικό.

-Πότε ένα μυστικό μπορεί να πάρει ολέθριες διαστάσεις;

Όταν η ζωή κάποιων ανθρώπων είναι χτισμένη πάνω σε μια ψεύτικη πραγματικότητα, τα θεμέλιά της είναι σαθρά. Γι’ αυτό και η αποκάλυψη των κρυμμένων μυστικών μπορεί να είναι καταστροφική. Βέβαια, για μια πιο αναλυτική περιγραφή για το πότε ένα μυστικό είναι ολέθριο και τις συνέπειές του όταν αποκαλύπτεται, μπορείς να ανατρέξεις στις σελίδες του βιβλίου μου!

-Καθημερινά κυκλοφορούν εκατοντάδες μυθιστορήματα. Ο αναγνώστης φτάνει στο βιβλιοπωλείο αντικρίζοντας πάμπολλους τίτλους. Το γεγονός τι σου λέει;

Γενικότερα υπάρχουν δύο εκδοχές γι’ αυτό το φαινόμενο. Η πρώτη είναι ότι υπάρχει ελπίδα. Ότι πολλοί άνθρωποι θέλουν να ασχοληθούν με την τέχνη της συγγραφής και αυτό είναι ενθαρρυντικό σε έναν κόσμο που η τεχνητή νοημοσύνη προσπαθεί να μας κλέψει τη σκέψη και τα συναισθήματα. Η δεύτερη είναι πως ίσως δεν φιλτράρονται τα έργα όσο πρέπει και ότι υπάρχει εκεί έξω «σωρός» από βιβλία που ίσως δεν αξίζουν. Εγώ προτιμώ να κρατήσω την πρώτη εκδοχή. Άλλωστε τα βιβλία είναι σαν τον έρωτα. Δεν μπορείς να τα κρίνεις αντικειμενικά. Το σκουπίδι του ενός μπορεί να είναι ο θησαυρός του άλλου.

-Ο κύκλος των κλασικών συγγραφέων μοιάζει να έχει κλείσει. Δεν ξέρω ποιους σύγχρονους συγγραφείς θ’ αποκαλέσουμε ως “ιερά τέρατα” στο μέλλον. Τι είναι νέο στη μυθιστορηματική γραφή;

Ό,τι αγγίζει την ψυχή των ανθρώπων είναι ιερό, οπότε για εμένα ο καλός συγγραφέας είναι αυτός που θα με αγγίξει. Είτε κλασικός είτε νεότερος. Δεν ξέρω αν είναι σωστό να λέμε «νέο» στη μυθιστορηματική γραφή. Το «νέο» που δημιουργούν οι συγγραφείς της εποχής μας, στο μέλλον θα γίνει το «κλασικό» που μνημονεύουμε τώρα εμείς. Η μυθιστορηματική γραφή πάντα θα αλλάζει μορφή. Θα ακολουθεί την εποχή και είναι αναμενόμενο γιατί αλλιώς δεν μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξή της. Άλλωστε, πώς θα περιγράψεις και θα αποδώσεις κάτι σωστά αν δεν έχει συμβεί; Αν δεν είναι άκουσμα, μνήμη σου ή βίωμά σου;

«H πραγματικότητά μας έχει γίνει «ρεπορταζιακή». Όταν θέλω να πω «σ’ αγαπώ», μπορώ να στείλω ένα μήνυμα με το κινητό μου. Το πιθανότερο είναι να πάρω απάντηση μέσα σε δευτερόλεπτα. Δεν θα βιώσω ποτέ την αναμονή που ζούσαν σε παλαιότερες εποχές. Δεν θα με λιγώνει η λαχτάρα μιας ανταπόκρισης σε αυτό το σ’ αγαπώ.»

-Συχνά έχω την αίσθηση διαβάζοντας συγγραφείς της εποχής μας πως στα κείμενά τους υπάρχει έντονο το δημοσιογραφικό, σχεδόν ρεπορταζιακό στοιχείο όταν καταγράφουν την καθημερινότητα των ηρώων τους. Κάνω λάθος;

Δεν κάνεις λάθος. Δυστυχώς η πραγματικότητά μας έχει γίνει «ρεπορταζιακή». Όταν θέλω να πω «σ’ αγαπώ», μπορώ να στείλω ένα μήνυμα με το κινητό μου. Το πιθανότερο είναι να πάρω απάντηση μέσα σε δευτερόλεπτα. Δεν θα βιώσω ποτέ την αναμονή που ζούσαν σε παλαιότερες εποχές. Δεν θα με λιγώνει η λαχτάρα μιας ανταπόκρισης σε αυτό το σ’ αγαπώ, που ίσως κάνει μέρες να έρθει σε εμένα μέσω μιας ερωτικής αλληλογραφίας. Προσπάθησε μέσα σε ένα βιβλίο να περιγράψεις και τα δύο και θα κατανοήσεις ακριβώς τι εννοώ.

-Πότε γνωρίζεις το φινάλε ενός βιβλίου σου;

Η συγγραφή για εμένα ξεκινά μπροστά σε μια κόλλα λευκό χαρτί. Υπάρχει η αρχική ιδέα, αλλά κανένα πλάνο για το πού θα καταλήξει η κάθε ιστορία. Έτσι πορεύομαι. Εκπλήσσομαι κι εγώ όπως και οι αναγνώστες μου από τις ανατροπές, αγωνιώ κι εγώ για το τέλος, που το μαθαίνω μόλις λίγες σελίδες πριν φτάσω σε αυτό. Άλλωστε το είπα και πριν. Εγώ υπακούω στη θέληση των ηρώων μου. Εκείνοι μου μιλούν ψιθυριστά κι εγώ γράφω!

Η Γερακίνα Μπουρίκα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ν. Αρτάκη Ευβοίας. Η ζωή την οδήγησε επί τέσσερα χρόνια να εγκατασταθεί στη Βόρεια Ελλάδα και τα τελευταία είκοσι τρία να ζει μόνιμα στην Αθήνα. Τα λογιστικά και οι πωλήσεις ήταν το βασικό της επάγγελμα, μέχρι τη γέννηση των παιδιών της. Η τύχη που της χάρισε τη δυνατότητα να ασχοληθεί αποκλειστικά με το «επάγγελμα μητέρα» της έδωσε την ευκαιρία να ανακαλύψει τα υπέροχα μονοπάτια της συγγραφής. Έπειτα από την έκδοση των δύο πρώτων βιβλίων της, παράλληλα με τη συγγραφή του τρίτου της μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2018, αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Κυριακάτικη και αργότερα συνεργάστηκε ως συντάκτρια με το online πολιτιστικό περιοδικό Books and Style. Τα τελευταία χρόνια, συνεχίζοντας και το συγγραφικό της έργο, εργάζεται στο Τμήμα Πολιτισμού της Περιφέρειας Αττικής. Από τις Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της Ο δρόμος της πεταλούδας.