“Όταν ξεκινάω να χορεύω σκέφτομαι πως είναι μια ιδέα που με απορροφά. Όλο το καλλιτεχνικό μου έργο ασχολείται με τον πυρήνα της ζωής, όχι με τη διακόσμησή της.” – Μάρθα Γκράχαμ
Αν και πρωτίστως είναι γνωστή ως υπέροχη χορεύτρια, η Μάρθα Γκράχαμ ήταν επίσης ισχυρή στην επικοινωνία. Ανέπτυξε χαρακτηριστικά που όποιος φιλοδοξεί να γίνει σπουδαίος πρωταγωνιστής στη σκηνή και τη ζωή πρέπει να καλλιεργήσει και να εξελίσσει. Ξεχώρισε κινούμενη ενάντια στο κατεστημένο της κοινωνίας. Επέμεινε παρά τα φαινομενικά συντριπτικά εμπόδια. Πολέμησε και ξεπέρασε τους φόβους της. Σεβάστηκε και συνδέθηκε βαθιά με το κοινό της. Και ποτέ δεν απέφυγε να επικοινωνήσει τα βαθύτερα συναισθήματά της.
Η Γκράχαμ μερικές φορές αναφέρεται ως «Πικάσο του Χορού» καθώς η σημασία και επιρροή της στο μοντέρνο χορό θεωρείται αντίστοιχη του Πάμπλο Πικάσο στις οπτικές τέχνες. Επίσης έχει συγκριθεί με την επιρροή που είχε ο Ίγκορ Στραβίνσκι στη μουσική και ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ στην αρχιτεκτονική. Η τεχνική της Γκράχαμ περιελάμβανε την εισαγωγή της ιδέας της συστολής και απελευθέρωσης στο μοντέρνο χορό, εμπνευσμένη από τη στυλιζαρισμένη αντίληψη της αναπνοής.
Εξαιτίας της δουλειάς των βοηθών της, όπως οι Λίντα Χοντς, Περλ Λανγκ, Ντιάν Γκρέι, Γιούρικο και άλλοι, η τεχνική της Γκράχαμ δημιούργησε ένα νέο κίνημα που έφερε την επανάσταση στον χορευτικό κόσμο και δημιούργησε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως μοντέρνος χορός, και αποτελεί αντικείμενο μελέτης και έμπνευσης από χορογράφους και χορευτές.
•«Η εμπειρία τού να γνωρίζεις το σώμα, όχι μόνο ως κάτι μοναδικό που σου αρέσει να το κοιτάς αλλά ως θαύμα έτοιμο να βιώσεις, είναι ο λόγος που οι χορευτές είναι σαν κοχύλια. Το κοχύλι είναι ένα μικρό κομμάτι ζωής, μια στιγμή ζωής. Υφαίνει το σπίτι του. Φτιάχνει το δικό του σώμα. Ένας χορευτής χρειάζεται περίπου δέκα χρόνια για να φτιαχτεί – δέκα χρόνια συνεχούς καθημερινής εργασίας ώστε το σώμα να είναι τόσο σταθερό και δυνατό. Και αυτή είναι μόνο η αρχή του. Ο Έντγκαρ Βαρέζε, ο συνθέτης, είπε: «Μάρθα, όλοι γεννιούνται μεγαλοφυείς, αλλά μερικοί άνθρωποι στέκονται σ’ εκείνο το σημείο μόνο για λίγα λεπτά.» Αυτή είναι η απαίτηση – να σταθούμε» – Μάρθα Γκράχαμ
Η Μάρθα Γκράχαμ γεννήθηκε κοντά στο Πίτσμπεργκ της Πενσυλβάνια το 1894. Σπούδασε στη σχολή χορού και σχετικών τεχνών Ντένισον, μέχρι το 1923. Μετά την αποφοίτησή της άρχισε να αναζητά την αποτύπωση του εσωτερικού κόσμου μέσω των κινήσεων, εγκαταλείποντας τις απαλές κινήσεις του μπαλέτου. Μετακινήθηκε στη Νέα Υόρκη και το 1926 ίδρυσε τη δικιά της ομάδα, η οποία είναι η παλαιότερη χορευτική ομάδα στην Αμερική. Το 1929 παρουσίασε την παράσταση Ερετικός και το 1931 παρουσίασε την παράσταση Πρωτόγονα Μυστήρια, το οποίο κέρδισε την προσοχή του κοινού και των κριτικών. Το 1936 δημιούργησε το Χρονικό, το οποίο παρουσίαζε το Κραχ της Γουόλ Στριτ του 1929, την Οικονομική ύφεση και τον Ισπανικό Εμφύλιο. Την ίδια χρονιά, αρνήθηκε την πρόσκληση του Χίτλερ να χορέψει στο Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών, το οποίο λάμβανε χώρα παράλληλα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Το 1938 χόρεψε στον Λευκό Οίκο, καθιστώντας την την πρώτη χορεύτρια που προσκλήθηκε να δώσει παράσταση εκεί.
Το 1944 η Μάρθα Γκράχαμ παρουσίασε την Άνοιξη στα Απαλάχια, το 1946 το Σκοτεινό Λιβάδι, εμπνευσμένο από τις αρχαίες ιεροτελεστίες, και το 1948 τα Παιχνίδια των Αγγέλων. Ανάμεσα στα πολλά θέματα από τα οποία η Γκράχαμ αντλούσε τη θεματολογία για τη δουλειά της, δύο φαίνεται ότι της ήταν πιο προσφιλή, η Αμερικανική και Ελληνική Μυθολογία. Παρουσίασε έργα με πρωταγωνίστριες τις Μήδεια, Ιοκάστη, Άλκηστη, Φαίδρα και Αριάδνη. Το 1958 παρουσίασε την παράσταση Κλυταιμνήστρα. Η παράσταση αυτή θεωρείται το αριστούργημά της, ενώ γνώρισε και σημαντική επιτυχία και μάλιστα παρουσιάστηκε περιορισμένα στο Μπρόντγουεϊ. Πρόκειται για ένα μπαλέτο μεγάλης κλίμακας και η μόνη μεγάλου μεγέθους παράσταση της Γκράχαμ. Το ρόλο της Κλυταιμνήστρας ενσάρκωσε η ίδια η Γκράχαμ. Το μπαλέτο χαρακτηρίστηκε θεωρείται αριστούργημα του αμερικανικού μοντερνισμού του 20ού αιώνα. Η Γκράχαμ ήταν διστακτική όσον αφορά την καταγραφή των χορών, καθώς πίστευε ότι οι ζωντανές παραστάσεις πρέπει να υπάρχουν μόνο στη σκηνή, όπως βιώνονται, με ελάχιστες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις.
•Η Μάρθα Γκράχαμ συνέχισε να χορεύει στη σκηνή μέχρι το 1970, σε ηλικία 74 ετών. Συνέχισε να διδάσκει και συνθέτει χορογραφίες, παρουσιάζοντας ακόμη 10 παραστάσεις, η τελευταία το 1990. Το 1991, λίγο πριν αποβιώσει σε ηλικία 96 ετών, είχε ολοκληρώσει ένα σχεδιάγραμμα της αυτοβιογραφίας της. Η αυτοβιογραφία της με τίτλο Blood Memory, η οποία κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1991.
με πληροφορίες από: