
Έντονα σημάδια απώλειας χαρακτήρα και προσανατολισμού εμφάνισε φέτος το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ένας θεσμός που εδώ και 25 χρόνια ήταν από τις καλύτερες καλλιτεχνικές διοργανώσεις στον ελλαδικό χώρο.
Θέλοντας να είσαι «λίγο από όλα» τις περισσότερες φορές δεν είσαι τίποτα. Κι αυτό κινδυνεύει να πάθει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που φέτος έκανε πρεμιέρα με τον … πατέρα αφέντη των μπλοκμπάστερς -τη νέα ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ– ενώ κι απ’ το συνολικό πρόγραμμα -εκτός εξαιρέσεων – απουσίαζαν οι ταινίες που θα «προκαλούσαν» τους σινεφίλ. Αν ο θεσμός του φεστιβάλ … αναπτύξει άνοιγμα στο εμπορικό σινεμά και στις τηλεοπτικές παραγωγές -όπως φέτος- είναι πολύ αναμενόμενο να παρατηρηθεί και μείωση στη προσέλευση θεατών. Κάτι που το παρατήρησα φέτος και προσωπικά καθώς σε καμία από τις αίθουσες που πήγα να δω ταινίες -γύρω στις 15- δεν παρατηρήθηκε το αδιαχώρητο από προσέλευση θεατών κι ας έλεγαν πως ήταν sold out.
Και, βέβαια, η παρουσία του πρωθυπουργού έδωσε το «στίγμα» και την τάση του φετινού φεστιβάλ προς στην τηλεοπτικοποίηση. Πήγε στο τηλεοπτικό κομμάτι της διοργάνωσης κι ούτε καν πέρασε -ντροπή!- από την έκθεση φωτογραφίας στη μνήμη του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τα δέκα χρόνια από το θάνατό του. Ενός δημιουργού που δόξασε -στη κυριολεξία- παγκόσμια την Ελλάδα . Αυτό, μάλλον, θα τον συμβούλεψε ο αναπληρωτής υπουργός Νικόλας Γιατρομανωλάκης για θέματα σύγχρονου πολιτισμού που οι μέχρι τώρα κινήσεις τους δείχνουν ότι είναι άσχετος με το αντικείμενο.
Ο προσανατολισμός και ο χαρακτήρας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ξεχώρισε και αγκαλιάστηκε από τους νεαρούς σινεφίλ όλης της Ελλάδας, γιατί ήταν ο πρώτος στη χώρα μας που ανοίχτηκε στο παγκόσμιο ανεξάρτητο σινεμά δίνοντας την ευκαιρία στους Έλληνες σινεφίλ να δουν ταινίες αναζήτησης και προβληματισμού. Κάτι που δεν απασχολεί τις καθαρά εμπορικές ταινίες που πρόβαλαν οι κινηματογράφοι (τώρα, βέβαια, κι αυτό έχει αλλάξει με την παρουσία του διαδικτύου που τα βρίσκεις όλα)…
Από τις καλές εξαιρέσεις της φετινής διοργάνωσης, είναι τα αφιερώματα σε επιμέλεια του Δημήτρη Κερκινού, που ήταν όλα ένα κι ένα (ξεχωρίσαμε τα αφιερώματα στο έργο του Βρετανού, ελληνικής καταγωγής, Πίτερ Στρίκλαντ, σ’ αυτό του Γιουγκοσλάβου πρωτοπόρου σκηνοθέτη, Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, όπως και στο «σινεμά των αυτοχθόνων», που έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως με ταινίες fiction).
Από τις ελληνικές ταινίες ξεχωρίσαμε τα φιλμ «Με αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη, «Φαντάσματα της Επανάστασης» του Θάνου Αναστόπουλου, «Μήδεια» του Δημήτρη Αθανίτη. Και καθόλου τις δύο ταινίες που εκπροσώπησαν την Ελλάδα στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα.
Ένα άλλο αρνητικό που δυσκόλεψε τους φετινούς θεατές του φεστιβάλ να επιλέξουν ποιες ταινίες θα δουν, ήταν η κατάργηση των περιλήψεων των ταινιών από το έντυπο πρόγραμμα, γιατί αν τη στιγμή που επέλεγες ποια ταινία θα δεις, μπροστά στο ταμείο, δεν υπήρχαν εισιτήρια, έπρεπε να μπεις στο ίντερνετ για να διαλέξεις άλλη. Συν το γεγονός ότι με το μικρό έντυπο είχες ανά πάσα στιγμή την ευκαιρία να το διατρέξεις και να επιλέξεις τι θα δεις. Καταργήθηκε και το τμήμα «Agora» ως ένας πραγματικός χώρος όπου μπορούσες να δεις ταινίες, να συνομιλήσεις με καλλιτέχνες και δημιουργούς, τις βλέπεις, πιά, μόνος σου, στον υπολογιστή σου.