κείμενο Νίκος Παππάς*//

Vertigo – Σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ, παίζουν Τζέιμς Στιούαρτ, Κιμ Νόβακ

Σκότι: Που πηγαίνεις;
Μάντλιν: Σκεφτόμουν απλά να περιπλανηθώ.
Σκότι: Αυτό θα έκανα κι εγώ. Δεν νομίζεις ότι είναι κρίμα να περιπλανιόμαστε χωριστά;
Μάντλιν: Μόνο ένας μπορεί να περιπλανιέται. Οι δύο πάντοτε κάπου πηγαίνουν.

Όλη η γοητεία και η αποκάλυψη του ονείρου παρουσιάζεται με τόλμη στην πιο ψυχοφθόρα ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Παράφορα ερωτευμένος, ο Σκότι Φέργκιουσον επιθυμεί να περνά όσο περισσότερο χρόνο μπορεί με τη Μάντλιν. Συνταξιούχος αστυνομικός είναι, και μάλιστα με ανεξάρτητα εισοδήματα, οπότε δεν έχει και πολλά να κάνει. Η χυμώδης ξανθιά καταλαμβάνει το νου του. Την ακολουθεί σαν υπνωτισμένος. Πείθει τον εαυτό του ότι θέλει να τη βοηθήσει.

Η 26χρονη Μάντλιν κατελήφθη από το φάντασμα της Καρλότα Βάλντες, μιας προγιαγιάς της που αυτοκτόνησε στην ηλικία της από ερωτική απογοήτευση. Προσπαθώντας να τη βοηθήσει, ο Σκότι την ερωτεύεται τόσο πολύ που μπλέκει τον εαυτό του σε μια συναισθηματική περιπέτεια χωρίς προηγούμενο, για την οποία ευθύνεται κυρίως ο ίδιος.

Ο Σκότι πάσχει από ενοχές από τότε που η υψοφοβία του έγινε η αιτία να σκοτωθεί ένας συνάδελφός του. Αν κι έκτοτε σταμάτησε να εργάζεται, είναι ανίκανος να συνεχίσει να ζει με ηρεμία ψυχής. Η ταινία αφορά το ταξίδι ενός ανθρώπου προς την προσωπική απελευθέρωση, μόνο που, όπως καταλαβαίνουμε, για να επιτευχθεί απαιτείται ένα σοβαρό ψυχολογικό σοκ.

Χαρακτηριστική η σκηνή που την πρωτοβλέπει. Το αργό της βάδισμα, το θλιμμένο της πρόσωπο κι η αδιαμφισβήτητη ομορφιά της έρχονται να ακουμπήσουν επάνω στην ευαισθησία του Σκότι. Ίσως δεν χρειάζεται και πολλά περισσότερα για να ερωτευτεί ένας άντρας, πόσο μάλιστα όταν περνά μια ιδιαίτερα εύθραυστη περίοδο.

Αναλαμβάνει την υπόθεση. Την παρακολουθεί στενά, όπως θα έκανε κι ένας απόλυτα κτητικός ερωτευμένος άντρας. Όσο παρατηρεί ότι αυτή χάνεται όλο και περισσότερο στο όνειρό της, τόσο την ερωτεύεται και θέλει να την βοηθήσει. Η Μάντλιν πηδά στο ποτάμι κι ο Σκότι την σώζει. Την μεταφέρει στο σπίτι του λιπόθυμη και την βάζει για ύπνο.

Την επόμενη μέρα χτυπά το τηλέφωνο κι η Μάντλιν ξυπνά. Δείχνει καλύτερα. Προσέξτε τα βλέμματά τους όταν ανταλλάσσουν τις πρώτες κουβέντες. Μιλούν για το περιστατικό αλλά μέσα τους συνεννοούνται πολύ βαθύτερα. Όταν της μιλά, ο Σκότι είναι ήδη χαμένος μέσα στον κόσμο της. Κανείς δεν την είχε κοιτάξει με αυτό τον τρόπο στο παρελθόν. Την προσκαλεί να καθήσει μπροστά στο τζάκι που έχει περισσότερη ζέστη. Της τοποθετεί δύο μαξιλάρια και της προσφέρει καφέ. Είναι ευγενικός κι η φωνή του σχεδόν τρεμουλιαστή, με μια διαπεραστική νότα κρυμμένου πάθους. Εκείνη το βλέπει κι ερωτεύεται επίσης και δεν την ενοχλεί που ξεκινά να της κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Αλλά κι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να συγκαλύψει τα λόγια του. Πώς αλλιώς να συμπεριφερθεί όταν θέλει οπωσδήποτε κι ο ίδιος να απελευθερωθεί από αυτό που τον τυραννά;

•Σιγά σιγά η Μάντλιν αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες από τα όνειρά της κι ο Σκότι ρωτά όλο και πιο επίμονα για να εντοπίσει την πηγή του προβλήματός. Είναι πλέον τόσο κοντά μεταξύ τους. Σχεδόν αχώριστοι. Επισκέπτονται πολλές τοποθεσίες και καταλήγουν στον τόπο που η Μάντλιν αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ο Σκότι δεν μπορεί να τη σώσει λόγο της υψοφοβίας του. Οι ενοχές έρχονται για να μείνουν παντοτινά πια

Πέφτει σε ακραία μελαγχολία σε συνδυασμό με ενοχικό σύνδρομο. Μετά από μήνες συνέρχεται, αλλά δεν έχει θεραπευτεί εντελώς. Είναι ακόμα ερωτευμένος μαζί της. Περιφέρεται στα μέρη που την παρακολουθούσε, ενίοτε τη βλέπει κιόλας εκτός αν πλησιάσει πολύ κοντά και καταλάβει ότι δεν είναι αυτή. Μια μέρα όμως βλέπει μια κοπέλα στο δρόμο που της μοιάζει πολύ. Τώρα έχει από κάπου να πιαστεί για να συνεχίσει. Την πλησιάζει και της ζητά να βγούνε. Σιγά σιγά της ζητά να ντυθεί και να φτιάξει τα μαλλιά της όπως η Μάντλιν. Θυμάται ακριβώς το ντύσιμό της. Γίνεται σκληρός κι επίμονος μέχρι να αποκτήσει αυτό που θέλει, μια τέλεια κόπια του ερωτικού του αντικειμένου. Σε μία αποκαλυπτική σκηνή, εκείνη βγαίνει από το μπάνιο ολόιδια με τη Μάντλιν. Τα βλέμματά τους συναντιούνται, ο Σκότι επαναφέρει στο νου του τα πάντα και τη φιλά. Επιτέλους την ξαναέχει κοντά του. Ένα σύνολο συναισθημάτων τον φέρνει μπροστά στην τρέλα του, την απόλυτη έκφραση της αναπηρίας του. Απο δω κι εμπρός δεν υπάρχει πισωγύρισμα.

•Στην ανάγκη του για ψυχική γαλήνη έρχεται αντιμέτωπος με τη ματαιότητα των επιθυμιών του. Ο Σκότι δεν βλέπει το πρόβλημά του, αλλά σε εμάς είναι πια ξεκάθαρο. Η ανικανότητά μας να αναγκάσουμε τη ζωή να μας κάνει ευτυχισμένους οδηγεί στην τρέλα και μέσα σε αυτήν ο καθένας μπορεί να νιώσει τον απόλυτο έρωτα

Ο Σκότι φέρθηκε στη Μάντλιν τόσο άσχημα όσο θα της φερόταν κι ένας λιγότερο ερωτευμένος άντρας. Έγινε θύτης μέχρι να τελειοποιήσει το δημιούργημά του κι όταν τα κατάφερε, ένιωσε τον μεγαλύτερο πόνο που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. Ένιωσε μόνος. Στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί από το παρελθόν, έγινε ο ίδιος το παρελθόν, βούτηξε για πάντα μέσα του γιατί δεν έβλεπε άλλη επιλογή. Ποτέ άλλοτε το όνειρο δεν αγκαλιάστηκε με τόση ειλικρίνεια, ποτέ δεν γνωρίσαμε τόσο συγκινητικά όλη την ωμή του έκφραση. Η ανάγκη και των δύο να το ζήσουν μέχρι τέλους τους οδήγησε στην πλάνη. Όμως αν αυτό είναι το απόλυτο, και βλέπουμε μια εξαιρετικά αληθοφανή κατάληξή του, τι μας λέει για την ουσία του; Η γυναίκα που το βίωσε δεν έχει περαιτέρω ζωή;

Αμέσως μετά μαθαίνει ότι όλα ήταν μια καλοστημένη παγίδα. Η αφύπνισή του είναι και το τελειωτικό χτύπημα. Ποιός είπε ότι ήθελε να αφυπνιστεί; Ξαναγίνεται θύτης, ακόμη πιο σκληρός κι αποφασίζει να αντιμετωπίσει τα πάντα. Πάνω στον ανεξέλεγκτο θυμό του ξεπερνά την υψοφοβία του κι επανέρχεται στα λογικά του. Ο τελικός του μονόλογος είναι το ξέσπασμα ενός ανθρώπου που πασχίζει να απελευθερωθεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος με όση ενέργεια κράταγε συσσωρευμένη περιμένοντας. Ο Σκότι την αντιμετωπίζει και ακόμη μία φορά κυριαρχεί επάνω της. Αγαπήθηκαν έντονα. Θα μείνουν για πάντα μαζί. Η Μάντλιν πέφτει και σκοτώνεται για δεύτερη φορά.

 

πηγή: nikolaspappas