Γιάννης Παναγόπουλος

Του ζήτησα να βρεθούμε σε πλατεία της Κυψέλης. Τίποτε τυχαίο σ’ αυτό. Ο συγγραφέας Γιάννης Καρκανέβατος ζει στην Κυψέλη, δηλώνει φανατικός της περιοχής. Αν η συνάντησή μας ήταν αγώνας ποδοσφαίρου θα ήθελα να δω πως παίζει εντός έδρας. Πιστεύω πως η “ευρυχωρία” του οικείου, δίνει περισσότερες πληροφορίες από το προστατευμένο άγνωστο.

Ο Γιάννης Καρκανέβατος κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» (εκδ. Εστία). Είναι ένα μυθιστόρημα πολλών μικρών αυτοτελών κεφαλαίων με διαρκείς αναφορές στις μεταπολεμικές, μετεμφυλιακές περιπλανήσεις της οικογένειάς του στο λεγόμενο Ανατολικό μπλοκ. Διαβάζοντας νέους Έλληνες συγγραφείς έχεις δύο επιλογές. Να βουτήξεις στο καινοφανές φανταστικό μιας ατομικής φιλοδοξίας ή το, δυστυχώς σπανιότερο, να συναντηθείς με έναν κόσμο που οι λέξεις του μοιάζουν να ζυγίστηκαν για την αξία τους και η ροή των κειμένων που τρίβονται με τα μάτια σου να νιώσεις ότι σε αφορούν, στο βαθμό που αναρωτιέσαι: “Μα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο ήρωας αυτών των σελίδων;” Η συνέντευξη με τον συγγραφέα, που η τελευταία σελίδα του βιβλίου του διαβάστηκε μια μέρα πριν τη συνέντευξη μαζί του, πήγε κάπως έτσι και ξανοίχτηκε στο παρόν με τον δικό της τρόπο.

-Είναι σαν στο βιβλίο σου να διαδραματίζονται δύο παράλληλες ιστορίες. Υπάρχεις εσύ, υπάρχει και το ημερολόγιο του πατέρα σου. Γιατί αυτό;

Αν δεν αισθανθείς την ανάγκη να αντιμετωπίσεις τα προσωπικά σου φαντάσματα, πάντα θα υπάρχει ένα κενό σε μια ψυχική ωριμότητα και πληρότητα. Σε κάθε άνθρωπο, καθώς μεγαλώνει, έρχεται η στιγμή που χρειάζεται να κάνει μια στάση στη ζωή του. Να αναλογιστεί τα όσα έχει ζήσει, να βρει τις ρίζες του, να ψάξει αν είχαν πρόσφορο έδαφος και άφθονο νερό ή συστρέφονταν γύρω από άκαμπτους βράχους. Να ερευνήσει και να κατανοήσει. Και ίσως να αναθεωρήσει ή και να συγχωρήσει. Ενώ ακούγεται στατικό (και είναι για κάποιο διάστημα) αποτελεί ταυτόχρονα το εφαλτήριο για ένα μέλλον απαλλαγμένο από τα βαρίδια του παρελθόντος. Το πότε έρχεται αυτή η στιγμή είναι ασαφές και καθορίζεται από ένα εσωτερικό ρολόι για τον καθένα. Δεν επιβάλλεται, μια ανάγκη σε σπρώχνει προς αυτό. Αποφάσισα λοιπόν να πραγματοποιήσω αυτή τη στάση διαμέσου του βιβλίου. Να διαχειριστώ τα βιώματα των γονιών και των προπατόρων μου και να προσπαθήσω να αναγνωρίσω το αποτύπωμά τους πάνω μου. Να μη τα δω αφ’ υψηλού αλλά με αγάπη και τρυφερότητα να σκύψω πάνω τους. Να ρωτήσω, να μάθω, να ιχνηλατήσω τα σημάδια των διαδρομών που έμμεσα με καθόρισαν. Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο και το έδωσα στη μητέρα μου να το διαβάσει, στην ερώτηση μου πώς της φάνηκε, μου απάντησε: «Το διάβασα με συγκίνηση αλλά και με ενοχές». Το ακούω σαν μια μορφή αναγνώρισης ότι δεν δίστασα και δεν έκανα πίσω. Φυσικά δεν ήταν στις προθέσεις μου να εστιάσω στην προσωπική μου ιστορία ή να αποκαλύψω κάποιο οικογενειακό τραύμα αλλά να διαχειριστώ καταστάσεις που παραπλήσιες έχουμε όλοι ζήσει. Το θετικό είναι πως από τα σχόλια των αναγνωστών ανακαλύπτω ότι το κείμενο τούς οδηγεί σε δικές τους αναμνήσεις, σκέψεις και συμπεράσματα.

-Κατά τη γνώμη σου – και μετά την είσοδο των σόσιαλ μίντια στις ζωές μας – ο επανακαθορισμός του τρόπου που διαβάζουμε ή εκείνου που γράφουμε κείμενα είναι μια αναγκαία συνθήκη;

Δεν θα αναφερόμουν αποκλειστικά στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης όσο στον ρυθμό της ζωής μας που επιταχύνεται διαρκώς. Οι άνθρωποι, ακολουθώντας τις αυξημένες απαιτήσεις της καθημερινότητας για επιβίωση, ψάχνουν νησίδες προσωπικού χρόνου. Φυσικό επακόλουθο (για όσους έλκονται από την τέχνη) η ποίηση που μπορεί να γραφτεί στο κινητό και να σταλεί μ’ ένα sms (160 ο μέγιστος αριθμός των χαρακτήρων) με τους αντίστοιχους διαγωνισμούς ποίησης στο εξωτερικό ή η λογοτεχνία στο μετρό, δηλαδή μικροϊστορίες που διαβάζονται και ολοκληρώνονται κατά τη διάρκεια 2 ή 3 στάσεων του συρμού. Τα παραπάνω φυσικά επηρεάζουν τόσο αποδέκτες όσο και δημιουργούς. Αλλά και πάλι, μιλάω για μια γενιά που φεύγει από το προσκήνιο. Η νέα γενιά θέτει τους όρους της και τις επιλογές της και η εικόνα (στατική και κινούμενη) πλέον κυριαρχεί. Τα νέα παιδιά θα βρουν τους δικούς τους τρόπους να πουν ιστορίες που τους αφορούν. Το μόνο ανησυχητικό είναι πως οι λέξεις δεν αποτελούν μόνο τον τρόπο να επικοινωνούμε. Σκεφτόμαστε με λέξεις, είναι ο τρόπος για να υπάρξουμε. Αυτό φυσικά στους αιώνες μπορεί να αλλάξει αλλά ας αφήσουμε την επιστήμη και το μέλλον να απαντήσει. Πάντως για να επανέλθω, υπάρχει μια ελάχιστη μειοψηφία που αναλογίζεται πάνω στο τι κερδίζει και το τι χάνει με τις νέες τεχνολογίες και αντιστέκεται (άνθρωποι που αναζητούν μια part time απασχόληση για να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο ή αφήνουν τα ‘έξυπνα’ κινητά τους και επιστρέφουν σε παλιότερα ‘χαζά’ μοντέλα ή συγγραφείς που γράφουν φιλόδοξα και στριφνά πολυσέλιδα μυθιστορήματα αδιαφορώντας για τις απαιτήσεις του σύγχρονου αγοραστικού κοινού).

-Ζούμε στην εποχή που οι συγγραφείς είναι περισσότεροι από τους αναγνώστες. Οι μουσικοί ή οι ηθοποιοί είναι περισσότεροι από το κοινό τους. Ο ρυθμός των ανθρώπων που αυτοτιτλοφορούνται ως καλλιτέχνες είναι μεγαλύτερος από ποτέ στο παρελθόν. Το φαινόμενο της τέχνης, έτσι όπως το διδαχτήκαμε, έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του;

Λέγεται αυτό σαν αστείο αλλά δεν πιστεύω πως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για την πλειοψηφία του κόσμου κυριαρχεί ο μόχθος της επιβίωσης και η τέχνη φαντάζει σαν πολυτέλεια. Θα συμφωνήσω βέβαια ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων που ασχολούνται με την τέχνη (είτε λόγος – συγγραφή, είτε ήχος – μουσική και τραγούδι, είτε εικόνα – φωτογραφία, βίντεο, ζωγραφική ή γλυπτική). Νομίζω, δείχνει την ανάγκη του ανθρώπου για κάτι περισσότερο απ’ αυτό που του προσφέρει ή του απομυζά η καθημερινότητα. Μια εισαγωγή της φαντασίας και της επιθυμίας, της υπέρβασης των πεπερασμένων ορίων. Το θετικό είναι πως οι άνθρωποι από πάντα έψαχναν τρόπους έκφρασης. Το αρνητικό είναι ότι η αύξηση της ποσότητας αντιστοιχεί σε μια αναπόφευκτη μείωση της ποιότητας, ειδικά όταν πλέον ο άνθρωπος-καλλιτέχνης, είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος από την αρχική σκέψη έως και το τελικό προϊόν (είτε πρόκειται για μουσικό βίντεο που ανεβάζει στο YouTube είτε έχει να κάνει με μια αυτοέκδοση βιβλίου). Η έλλειψη φίλτρων και κριτικής στα ενδιάμεσα στάδια οδηγεί σε μια απόλυτη ελευθερία (απουσία λογοκρισίας) -σίγουρα θετικό- αλλά και σ’ ένα αμφίβολο τελικό προϊόν. Η τέχνη υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει όσο θα είμαστε ατελή όντα και θα ζούμε σε κοινωνίες που χρήζουν βελτίωσης. Οι μορφές της μπορεί να αλλάζουν (ήδη αναφέρθηκα στην πρωτοκαθεδρία της εικόνας) αλλά είναι αναπόφευκτο.

-Ο τελευταίος διάλογος που είχες με τον πατέρα σου πώς πήγε; Τι ρυθμό είχε;

Τον καλύτερο που θα μπορούσε να έχει. Αυτόν της σιωπής. Ο πατέρας μου λόγω ενός όγκου στο στόμα, στα τελευταία του δεν μπορούσε να μιλήσει. Του είχαμε δώσει ένα χαρτί και όποτε ήθελε έγραφε αλλά έπειτα από κάποιο διάστημα τού ήταν κουραστικό. Ήταν ένας πολύ έξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος και μέχρι που έσβησε, το μυαλό του λειτουργούσε απόλυτα καλά. Έτσι στα τελευταία του, του μιλούσα και μου απαντούσε με τα μάτια. Κάποιες φορές απλώς κοιταζόμασταν για ώρα. Χωρίς ήχο. Ήταν από τις πιο ουσιαστικές κουβέντες που είχα μαζί του.

•«Αρνούμαι να αποδεχτώ τον φόβο σαν μοχλό πίεσης της όποιας εξουσίας απέναντι στους πολίτες»

-Η ιδέα της αριστεράς για σένα έχει πεθάνει;

Το τελευταίο διάστημα ζούμε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού κάποιων εννοιών και ίσως η ερώτησή σας να σχετίζεται με το παραπάνω. Θα είμαι πάντα δίπλα σε όποια πολιτική παράταξη δίνει τις ίδιες δυνατότητες για μόρφωση σ’ όλους (σ’ ένα παιδί ενός φτωχού απομακρυσμένου χωριού ή μιας ευκατάστατης οικογένειας σε κάποιο αστικό κέντρο), προσφέρει υγειονομική περίθαλψη ανεξαρτήτως εισοδήματος, δεν επιτρέπει σε ηλικιωμένους να τρώνε από τα σκουπίδια, ελαττώσει τις κοινωνικές ανισότητες (στην Αμερική στα τελευταία 40 χρόνια η μέση διευθυντική αμοιβή αυξήθηκε κατά 100 φορές περισσότερο σε σχέση με την αύξηση του μισθού ενός χαμηλόβαθμου υπαλλήλου), αποφασίζει με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος, δεν ιδιωτικοποιήσει το τελευταίο βασικό αγαθό για τη ζωή, το νερό, προστατεύσει τις γυναίκες και τον κάθε αδύναμο, δημιουργήσει υποστηρικτικές δομές για ΑΜΕΑ και όποιον το έχει ανάγκη, αποδεχθεί την διαφορετικότητα στον σεξουαλικό προσανατολισμό… Αδιαφορώ για χρώματα και ονόματα, μ’ ενδιαφέρει η υλοποίηση των παραπάνω. Και τέλος, αρνούμαι να αποδεχτώ τον φόβο σαν μοχλό πίεσης της όποιας εξουσίας απέναντι στους πολίτες.

-Ζεις στην Κυψέλη. Γιατί στην Κυψέλη;

Ήρθα εδώ λόγω της γυναίκας μου που έμενε τότε στην Πλατεία του Αγίου Γεωργίου, πλέον δε μένουμε εκεί αλλά παραμένουμε φανατικά κάτοικοι Κυψέλης. Φυσικά επισκεπτόμουν τη γειτονιά και πριν αλλά αν δεν τη ζήσεις, παραμένεις μια μορφή τουρίστα. Γνώρισα λοιπόν την περιοχή και την αγάπησα. Ζωντανή με γωνιές και μέρη για όλες τις ηλικίες, με μια Δημοτική Αγορά που οργανώνονται από πωλήσεις τροφίμων μικροπαραγωγών μέχρι bazaar βιβλίων, από κινηματογραφικές προβολές μέχρι πάρτι. Με νέα καταστήματα να ξεπετάγονται (και παλιά να κλείνουν) και την ιστορική Φωκίωνος Νέγρη. Με φίλους που τους συναντάς τυχαία στη βόλτα. Με καφέ στα πρότυπα των ευρωπαϊκών πόλεων όπου μπορείς να πας με τον φορητό υπολογιστή και τον σκύλο σου και να δουλέψεις. Βέβαια έχει και αρκετά σημεία που θα πρέπει να βελτιωθούν όπως για παράδειγμα η καθαριότητα, η ηχορύπανση ή η υπερβολική αύξηση διάθεσης διαμερισμάτων μέσα από πλατφόρμες ταχείας μίσθωσης, γεγονός που μπορεί μεν να προσφέρει στην πολυπολιτισμικότητα αλλά παράλληλα αλλοιώνει το χρώμα και τον χαρακτήρα κάθε αστικού τοπίου.

•«Νομίζω πως ο κάθε συγγραφέας υπάρχει υπερβολικά και απόλυτα μέσα στα βιβλία του»

-Ξέρω, από το λίγο που γνωριζόμαστε, πως υπάρχει γερό μέρος του εαυτού σου μέσα στις ιστορίες του βιβλίου σου. Πώς είναι να κοιτάς τον εαυτό σου μέσα από τις λέξεις;

Νομίζω πως ο κάθε συγγραφέας υπάρχει υπερβολικά και απόλυτα μέσα στα βιβλία του. Θέλετε να κάνετε ένα πείραμα; Ρωτήστε έναν άνθρωπο να σας πει το μεγαλύτερο ψέμα που μπορεί να σκεφτεί. Συνήθως θα πρόκειται για μια ισχυρή συγκαλυμμένη αλήθεια του. Με την πρόσκλησή σας, του έχετε προσφέρει ένα άλλοθι για μια προσωρινή αναστολή της δεδομένης αυτολογοκρισίας του. Έτσι λοιπόν και ο συγγραφέας, με τη μυθοπλασία (και σε πραγματικά γεγονότα αν αναφερόμαστε, η επιλογή των λέξεων, της σειράς και της εστίασης, τα μετατρέπει σε μια μορφή μυθοπλασίας) οδηγείται σε μονοπάτια που υπάρχουν μέσα του σε συνειδητή ή ασύνειδη μορφή. Η γραφή είναι ο τρόπος να ξαναπερπατήσεις σε αυτά, τα χωρίς σήμανση μονοπάτια, δίχως να έχεις ιδέα για τον τελικό προορισμό. Όπως επιτυχημένα είχε πει η Φλάνερι Ο’Κόνορ: «Γράφω για να ανακαλύψω τι γνωρίζω». Και για να αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: με το βιβλίο μου οδηγήθηκα και σε μια αποκάλυψη. Δηλαδή, κάποια πράξη μου που μέχρι πρότινος φαινόταν ανεξήγητη, φωτίστηκε απρόσμενα μέσα από τις λέξεις κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου. Ποια είναι αυτή; Ας αφήσουμε τον αναγνώστη να το ανακαλύψει.