
του Γιάννη Παναγιωτόπουλου //
Ήταν το έτος 2009, σε μια μακρινή χώρα του παραμυθιού όπου ζούσε η κα. Τέτα. Μια καθωσπρέπει κυρία γύρω στα 50. Εργαζόταν ως πολίτης στα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας Άμυνας εκείνης της μακρινής χώρας, και πιο συγκεκριμένα ως υπασπίστρια ενός στρατηγού. Κάτι σαν γραμματέας αλλά με πρεστίζ.
Κάθε πρωί πήγαινε στη δουλειά της και αφού εκτελούσε κάποια καθήκοντα ρουτίνας κι η ώρα είχε πάει 10, σήκωνε το ακουστικό του τηλεφώνου και μιλούσε επί μία έως και δύο ώρες με φίλες, συναδέλφους και συγγενείς. Πώς πήγε το σαββατοκύριακο, τί είπε ο τάδε παρουσιαστής στην τηλεόραση, ποιος έδωσε το “παρών” στην τελευταία κομματική σύναξη, αν ήταν καλός άνθρωπος ο συγχωρεμένος, τέτοια πράγματα συζητούσε. Στις συνομιλίες της αυτές ήταν πάντα ευδιάθετη και καλοσυνάτη. Ενίοτε μάλιστα, με διάφορες αφορμές, εξέφραζε και τη συμπάθειά της για πονεμένους και αναξιοπαθούντες. Νωρίς το μεσημέρι τα τηλεφωνήματα αυτά σταματούσαν και τότε η κα. Τέτα συνέχιζε να διεκπεραιώνει διάφορα ζητήματα της υπηρεσίας. Κατά τις δυόμιση μάζευε το γραφείο της, το άφηνε λαμπίκο και περίμενε καθισμένη με την τσάντα και το παλτό, μέχρι το ρολόι να δείξει την ώρα εξόδου.
Έτσι βέβαια κυλούσαν οι ημέρες με φυσιολογικό φόρτο εργασίας. Υπήρχαν κι άλλες, όχι πολλές ευτυχώς, που η κα. Τέτα έπρεπε να εκτελέσει μια κάπως πιο περίπλοκη και λεπτή αποστολή, πάντα μέσω τηλεφώνου. Έβγαζε από το συρτάρι ένα χαρτί που είχε πάνω έναν πίνακα με τρεις στήλες. Στην πρώτη στήλη υπήρχαν ονόματα φαντάρων. Στη δεύτερη στήλη ήταν γραμμένες οι μονάδες όπου υπηρετούσαν αυτοί οι φαντάροι, οι περισσότερες κοντά στα σύνορα αυτής της μακρινής χώρας του παραμυθιού. Στην τρίτη στήλη ήταν γραμμένο το ζητούμενο, π.χ. άδεια 6 ημερών, μετάθεση στον άλλο λόχο, μείωση ποινής, λιγότερες σκοπιές…
•Η κα. Τέτα έριχνε μια ματιά στη λίστα μην τυχόν και υπήρχαν δύο περιπτώσεις στην ίδια μονάδα κι άρα έπρεπε να τις “γκρουπάρει”. Ύστερα σήκωνε το ακουστικό και πληκτρολογούσε το υπεραστικό νούμερο. “Ναι κύριε διοικητά, η κα. Τέτα είμαι από τα κεντρικά. Αχ, τι μου κάνετε;” Έτσι ξεκινούσε πάντα
Αφού ρωτούσε πώς πάνε τα πράγματα στη μονάδα και στην ευρύτερη περιοχή, έμπαινε στο ψητό. “Ξέρετε κύριε διοικητά μου, έχετε εκεί έναν στρατιώτη που τον λένε… Ναι, ναι, αυτόν. Θα μπορούσατε να του δώσετε λίγες ημέρες άδεια να πάει σπίτι του το καημένο; Ναι, έχει και μια εκδήλωση να παρακολουθήσει για τη δουλειά του, ένα σεμινάριο νομίζω”. Στο άκουσμα του αιτήματος κάποιοι διοικητές ανταποκρίνονταν αμέσως θετικά. Ίσως ο εν λόγω φαντάρος να δικαιούταν όντως άδεια ή να υπήρχε αρκετό προσωπικό στη μονάδα κι άρα μια επιπλέον άδεια σε κάποιον με δόντι στα κεντρικά να μην ήταν δα και τόσο μεγάλο πρόβλημα.
Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, η αποστολή της κας. Τέτας δυσκόλευε κι έπρεπε να βάλει τα δυνατά της. Στο άκουσμα του αιτήματος για άδεια, κάποιοι διοικητές μονάδων έφερναν αντιρρήσεις. “Κυρία Τέτα, ξέρετε πώς σας εκτιμάω, εσάς προσωπικά και το στρατηγό μας βεβαίως, αλλά δυστυχώς οι στρατιώτες αυτή την περίοδο στην μονάδα είναι στο όριο του αναγκαίου αριθμού. Αν δώσω άδεια στον δικό σας, θα πρέπει να κόψω τις εξόδους των άλλων…” μπορεί να έλεγε ο διοικητής που βρισκόταν στην πινέζα του χάρτη κι είχε να φέρει βόλτα καμιά εκατοστή 20χρονους που δεν την πάλευαν κάστανο. Εκεί το ύφος της κας. Τέτας άλλαζε. “Κύριε διοικητά μου, κι εσείς ξέρετε πόσο σας εκτιμάμε, αλλά με στενοχωρείτε. Τι σας ζήτησα; Μια μικρή αδειούλα”. Αν ο διοικητής επέμενε στην αρνητική του στάση, η κα. Τέτα γινόταν ακόμα πιο αυστηρή: “Ακούστε να δείτε κύριε διοικητά, μην εκμεταλλεύεστε την ευγένειά μας! Αν αρνηθείτε αυτή τη χάρη που σας ζητάμε, θα πρέπει να το αναφέρω, και ο στρατηγός μας θα δυσαρεστηθεί πολύ. Έρχονται και οι κρίσεις όπου να’ ναι και ξέρετε, όλος ο κόσμος από το γραφείο μας περνάει…”. Με αυτή την ατάκα συνήθως η δουλειά γινόταν. Ελάχιστοι ήταν οι διοικητές που δε λύγιζαν στη διαπραγματευτική δεινότητα της κας. Τέτας. Έκλεινε το ακουστικό συγχυσμένη. “Ε μα, σε αναγκάζουν να γίνεις και κακός! Δώσε βρε Χριστιανέ μου την άδεια να τελειώνουμε να πάμε σπίτια μας!” φώναζε.
Όταν τελείωνε με όλα τα ονόματα του πίνακα, η κα. Τέτα σήκωνε πάλι το τηλέφωνο και έπαιρνε κάποια από τις φίλες της με την οποία μιλούσε κάθε μέρα. “Έλα μου, ναι το ξέρω, δεν μπόρεσα να σε πάρω σήμερα γιατί έπεσε πολλή δουλειά. Θα σε πάρω από το σπίτι να τα πούμε. Σε αφήνω τώρα για να μαζευτώ να φύγω, πέρασε η ώρα”. Μετά και από αυτό το τηλεφώνημα και μερικές ακόμα δουλειές ρουτίνας με φακέλους και υπογραφές, η κα. Τέτα καθάριζε το γραφείο της, έφτιαχνε την τσάντα της, φορούσε το παλτό της. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η λίστα, ακόμα κι αν είχαν βρεθεί και δύο διοικητές μέσα σε μία ημέρα να την δυσκολέψουν, εκείνη με έναν μαγικό τρόπο κατάφερνε πάντα να είναι έτοιμη τουλάχιστον ένα λεπτό πριν την ώρα εξόδου. Την αποτελεσματικότητά της άλλωστε, δεν την αμφισβήτησε ποτέ κανείς.