Γιάννης Παναγόπουλος

Είναι η πυρκαγιά που έχει ξεκινήσει τη φονική της τροχιά από τον νομό Ηλείας και παρά τις προσπάθειες της πυροσβεστικής, εθελοντών και κατοίκων της περιοχής, πέρασε στην Αρκαδία. Είναι η όγδοη μέρα μιας πράξης που περιέχει τα πάντα. Στιγμές ηρωισμού, διάθεσης συνεργασίας, οργής, ψιθύρων και εκκωφαντικής ανοργανωσιάς του κρατικού μηχανισμού. Τα στελέχη της πια δεν κυκλοφορούν ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών με την ίδια αυτοπεποίθηση που είχαν κάποτε. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Η έντονη μυρωδιά από τη φωτιά, που στο πέρασμά της κατακαίει πυκνή δασική επιφάνεια, φτάνει στα περισσότερα χωριά της Αρκαδίας. Είναι Τρίτη 10 Αυγούστου 2021. Με αγροτικό όχημα, που στην καρότσα του κάτοικος της Βυτίνας χώρεσε  μια μικρή δεξαμενή χωρητικότητας ενός τόνου, κατευθυνόμαστε από το χωριό του στο σημείο που θα γεμίσουμε νερό για να την παραδώσουμε στην πυροσβεστική. Εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι κάνουν το ίδιο. 
Η λογική της εκκένωσης των χωριών που δοκιμάστηκε στην Εύβοια και την Αττική με τα αποτελέσματα που όλοι είδαμε, εδώ δεν ακούγεται ή ακούγεται ως πικρό ανέκδοτο. Η πυροσβεστική μόνη της, χωρίς τη βοήθεια των ντόπιων, δεν μπορεί να καταφέρει κάτι σημαντικό. Οι τελευταίοι δε θέλουν να αφήσουν τα χωριά τους έρμαια στο πύρινο μένος. Αρκεί να φανταστούμε πως σε περίπτωση υποχώρησης, εκκένωσής τους, ουσιαστικά, πώς να το πω, είναι σαν να “καλωσορίζουν” στους τόπους τους ένα πύρινο καταστροφικό μέτωπο που χτες το απόγευμα είχε έκταση χιλιομέτρων. Με τη βοήθεια του αέρα η ταχύτητά του, χτες πάντα, υπήρχαν φορές που οι φλόγες έτρεχαν με  πενήντα χιλιόμετρα την ώρα.
Τρέχουμε με ταχύτητα προς τη βρύση που θα πάρουμε νερό. Στο ύψος της Δημητσάνας η μυρωδιά γίνεται έντονη. Ο καπνός χιλιόμετρο το χιλιόμετρο μειώνει την ορατότητά μας. Η φωτιά είναι ανεξέλεγκτη. Είναι 7.30 το απόγευμα. Βλέπω τρία Καναντέρ στον ουρανό, μάλλον επιστρέφουν στη βάση τους. Από τη βρύση που εφοδιαστήκαμε νερό ξεκινάμε για το χωριό Καλλιάνι. Θέλουμε τέσσερα χιλιόμετρα για να φτάσουμε ως εκεί. Ξεκινάμε. Στην πορεία μας συναντούμε πυροσβεστικά οχήματα ξένων πυροσβεστικών αποστολών. Οι κάτοικοι έχουν να το λένε για τις οργανωμένες παρεμβάσεις των Τσέχων. Ήταν οργανωμένοι δηλώνουν. Με drones σημάδευαν εστίες φωτιάς. Με ρουκέτες νερού χτυπούσαν στην καρδιά τους. Και εμείς; Εμείς ήμασταν γενικά παρόντες, χωρίς πραγματικό σχέδιο. Τουλάχιστον στην Αρκαδία πηγαίναμε, γενικά, για να σβήσουμε φωτιά.
Το Καλλιάνι είναι ένα μικρό χωριό. Η πλατεία του δεν έχει καν παγκάκια. Εκεί έχουν συγκεντρωθεί κάτοικοι που μοιράζουν νερό σε εθελοντές, σε ανθρώπους της περιφέρειας Αρκαδίας και πυροσβέστες που επιχειρούν λίγα χιλιόμετρα παρακάτω. Εκεί κυκλοφορεί η φήμη πως λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, στο ακόμα μικρότερο χωριό Καστράκι, η φωτιά κατακαίει τα πάντα. Φεύγουμε προς τα εκεί. Στη διάρκεια της πορείας μας η φωτιά μάς σταματά. Εδώ δεν υπάρχει ακόμα πυροσβέστης. Υπάρχουν μόνο κάτοικοι που προσπαθούν να κρατήσουν το πύρινο μέτωπο να μην κατακάψει μια πλαγιά. Τα μέσα που έχουν είναι ελάχιστα. Η μάχη άνιση. Έχουν νερό, δεν έχουν μάνικες να ρίξουν νερό. Με κλαδιά και δύο ραντιστικά μηχανήματα δεν μπορείς να κρατήσεις φωτιά που κατακαίει τα πάντα. Αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στο Καλλιάνι. Στην πλατεία κυκλοφορεί μια νέα φήμη πως οχήματα της πυροσβεστικής έχουν συγκεντρωθεί σε ένα άλλο γειτονικό χωριό, το Φαναράκι. Ένα μικρό κομβόι οχημάτων κατοίκων ξεκινά για εκεί. Στη διάρκεια του μικρού ταξιδιού από αγροτικό δρόμο λέμε πως αν η φωτιά ανεβεί, μας πλησιάσει, απλώς θα καούμε. Προχωρούμε παρακάτω. Έχει νυχτώσει. Δεξιά και αριστερά βλέπω μπουλντόζες να ανοίγουν πρόχειρα, της τελευταίας στιγμής αντιπυρικά μονοπάτια. Η γη που διασχίζουμε δεν είναι απλά κατάφυτη από πεύκα και ελιές. Το έδαφός της είναι γεμάτα ξερά χόρτα. Πλησιάζουμε στον προορισμό μας. Βλέπουμε δύο οχήματα της πυροσβεστικής σταθμευμένα σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Στο πρώτο όχημα υπάρχει ένας πυροσβέστης πάνω του. Λέμε: “Φέραμε νερό”. Απαντά: “Αντλία φέρατε; Δεν έχω να τραβήξω το νερό σας”. Κοιτώ πίσω. Βλέπω δεκάδες αγροτικά οχήματα να καταφθάνουν με νερό που απλώς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Βρίσκουμε τον επικεφαλής των οχημάτων. Η ερώτηση είναι μία: “Πώς θα πάρετε το νερό μας;” Η απάντηση του είναι ενδεικτική: “Φέρτε μου αντλία να το τραβήξω!”. Δύο παιδιά φεύγουν για το χωριό τους να φέρουν μία. Συζητάμε με έναν από τους πυροσβέστες του δεύτερου οχήματος. Στην ερώτηση “Το όχημα σας δεν έχει αντλία να πάρει το νερό μας;” άπαντα: “Έχω αντλία αλλά για να πάρω το νερό που φέρατε θέλω κάπου μισή ώρα για να στήσω τον μηχανισμό του οχήματός μου”. Μια μικρή αντλία φτάνει. Δύο πυροσβέστες σαλτάρουν στη δεξαμενή του οχήματος. Πια μπορούμε να μεταγγίσουμε νερό. Από τις μικρές δεξαμενές των αγροτικών αυτοκινήτων στα πυροσβεστικά. Η διαδικασία είναι χρονοβόρα. Άραγε αξίζει τον κόπο; Δεν ξέρω.
Δίνουμε το νερό και ανεβαίνουμε στο Καλλιάνι. Συναντιόμαστε με ένα κομβόι οχημάτων. Προπορεύεται ένα τζιπ με αναμμένο τον φανό του. Ακολουθεί μια μικρή κουστωδία ακριβών αυτοκινήτων με φιμέ τζάμια. Ρωτώ τον φίλο που οδηγεί το αυτοκίνητο που κινούμαστε: “Ήρθαν οι επίσημοι;” Μου απαντά “Μπα, αν ήταν πραγματικοί επίσημοι θα έρχονταν και τα κανάλια μαζί τους”. Επιστρέφουμε στη βάση μας. Στη διάρκεια της πορείας μας συναντιόμαστε με αυτοσχέδιες ομάδες περιφρούρησης του Μαινάλου. Αύριο θα είναι μια καινούργια μέρα. Όλοι εύχονται τα εναέρια μέσα να είναι περισσότερα.