Ο Κεν Λόουτς δεν είναι μόνο σκηνοθέτης. Με το έργο του γίνεται κοινωνικός σχολιαστής. Σε μια εποχή που την σκεπάζει ο εκτοξευμένος ναρκισσισμός του «ενός», εκείνος επικοινωνεί το «εμείς». Το κύκνειο άσμα του 87χρονου Κεν Λόουτς είναι η νέα του ταινία Η Τελευταία Παμπ (The Old Oak).
Στο έργο Η τελευταία Παμπ ο Λόουτς κάνει μια νοητή βουτιά στη θατσερική εποχή. Όταν οι στρατιές των άνεργων Βρετανών ανθρακωρύχων διαμαρτύρονταν για την ολοκληρωτική “εργαλειοποίησή” τους από ένα σύστημα που νοιάζονταν περισσότερο για το κόστος του και λιγότερο για τις ανθρώπινες ανάγκες τους.
Το έργο μάς ταξιδεύει σε ένα χωριό-φάντασμα της βορειοανατολικής Αγγλίας και μας παρουσιάζει την The Old Oak. Μια παμπ, ένα σημείο κοινωνικοποίησης των εργατών που δούλευαν στα γειτονικά μεταλλεία. Οι περισσότεροι ντόπιοι εγκαταλείπουν το μέρος, καθώς τα ορυχεία στα οποία δούλευαν κλείνουν το ένα μετά το άλλο, την ίδια στιγμή Σύριοι πρόσφυγες καταφθάνουν στο -ίδιο- χωριό όπου το κόστος ζωής είναι χαμηλότερο από της υπόλοιπης Βρετανίας.
Ο σπουδαίος Κεν Λόουτς αφηγείται με την εξαιρετική τελευταία του ταινία, άλλη μια αξέχαστη ιστορία ψυχικού μεγαλείου και αξιοπρέπειας. Το Η τελευταία παμπ, χαρακτηριστικό δείγμα ενός κοινωνικά ευαισθητοποιημένου κινηματογράφου που δεν αδιαφορεί για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής του, προσεγγίζει με καίριο τρόπο το θέμα της αρμονικής συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων, φέρνοντας τον νεορεαλισμό στο σήμερα, με απαράμιλλη δραματουργική δεξιοτεχνία και συγκλονιστική ανθρωπιά.
Η Τελευταία Παμπ έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ των Κανών. Ο Λόουτς έχει κερδίσει δύο φορές τον Χρυσό Φοίνικα των, ας το πούμε, έτσι Ευρωπαϊκών Όσκαρ.
Ακολουθώντας τους απλούς και ορισμένες φορές μελοδραματικούς δρόμους, τους λιτούς αυθεντικούς διαλόγους, χωρίς να ενδιαφέρεται πλέον για φιλολογικές φιοριτούρες, ψαγμένους χαρακτήρες και εμπνεύσεις που θα εμπλουτίσουν το σενάριο, το οποίο έγραψε μαζί με τον Πολ Λάβερτι και πάλι, ο 87χρονος σκηνοθέτης θα μπει κατευθείαν στο ψαχνό του θέματός του.
Ο Λόουτς δεν παρουσιάζει ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Η υπόθεση της ταινίας στέκεται σε δύο “φυλές” ανθρώπων, τους εναπομείναντες εξαθλιωμένους ντόπιους και τους Σύρους πρόσφυγες που φτάνουν στο χωριό τους αναζητώντας ελπίδα για ζωή.
Στην ταινία οι Σύροι πρόσφυγες φτάνουν οδικώς στο χωριό και δέχονται τον τραμπουκισμό ορισμένων κατοίκων. Οι φτωχοί απόγονοι των εργατών απέναντι στους εξαθλιωμένους πρόσφυγες.
Ο ιδιοκτήτης TJ Μπαλαντάιν της παλαιότερης παμπ, που παραμένει ανοικτή ως μοναδική διέξοδος διασκέδασης στους κατοίκους, αντιθέτως με τους πολλούς πελάτες του, θα τους δει με καλό μάτι και θα έρθει κοντά με μία νεαρή θαρραλέα πρόσφυγα, η οποία περιφρονεί τις σεξιστικές και άλλες απειλές που δέχεται. Αυτή θα έχει μια ιδέα για να μονοιάσουν οι δυο κοινότητες, με τη διοργάνωση συσσιτίων για όσους έχουν ανάγκη, δηλαδή τους ντόπιους που ζουν πλέον με κοινωνικά επιδόματα και τους πρόσφυγες.
Ο Κεν Λόουτς είναι Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Το κοινωνικά επικριτικό σκηνοθετικό του στυλ και τα σοσιαλιστικά του ιδεώδη είναι εμφανή στην αντιμετώπιση των κοινωνικών θεμάτων στις ταινίες του.
Πραγματεύεται θέματα όπως η φτώχεια (Poor Cow, 1967), οι άστεγοι (Cathy Come Home, 1966) και τα εργατικά δικαιώματα (Riff-Raff, 1991, και The Navigators, 2001).
Η ταινία του Λόουτς Kes (1969), ψηφίστηκε ως η έβδομη καλύτερη βρετανική ταινία του 20ού αιώνα σε δημοσκόπηση του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Δύο από τις ταινίες του, οι Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι (2006) και Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ (2016), έλαβαν τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, καθιστώντας τον έναν από τους μόλις εννέα σκηνοθέτες που έχουν κερδίσει το βραβείο δύο φορές.
Ο Λόουτς κατέχει επίσης το ρεκόρ των περισσότερων ταινιών στο βασικό διαγωνιστικό τμήμα των Καννών με δεκαπέντε συμμετοχές.
Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς
Σενάριο: Πολ Λάβερτι
Πρωταγωνιστούν: Ντέιβ Τέρνερ, Εμπια Μάρι