Κώστας Β. Ζήσης

Έχουν χυθεί τόνοι μελάνι αναλύοντας αυτό το εμβληματικό έργο του Τένεσι Ουίλαμς, χιλιάδες σελίδες ανάλυσης, αποσυμβόλισης, μελέτης και σπουδής του. Ο ίδιος θα πει λακωνικά για το Λεωφορείον ο Πόθος «η παρανόηση είναι η βάση», ορίζοντας μέσα σε πέντε λέξεις τη σχέση των δύο βασικών ηρώων του, της εύθραστης Μπλανς Ντι Μπουά και του σκληρού Κοβάλσκι. Κανείς δεν έχει στο οπτικό του πεδίο το πραγματικό «είναι», αλλά αντίθετα  βλέπει και αναγνωρίζει αυτό που θέλει να «είναι».

Είναι τόσο καλή και ευαίσθητη η Μπλανς και τόσο άκαρδος και ωμός ο Κοβάλσκι; Ή μήπως είναι τόσο ανόητα ονειροπαρμένη ζώντας στον δικό της κόσμο η Μπλανς και τόσο προσγειωμένος ο Κοβάλσκι; Εκπροσωπεί η Μπλανς το πνεύμα και ο Κοβάλσκι τη σάρκα; Η Μπλανς το όνειρο και ο Κοβάλσκι τη λογική; Την ποίηση η μία και την πεζότητα ο άλλος; Ανοησίες.  Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος είναι και οι δύο . Και γι αυτό η λανθάνουσα έλξη τους υπακούει πρωτίστως σχεδόν μυστικιστικά, στην εξουσία του υποσυνείδητού τους.  Η μαγεία που απεγνωσμένα δηλώνει να αποζητά η Μπλανς, δεν είναι τίποτε άλλο από μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας πραγματικότητας. Ακριβώς, όπως το αμπαζούρ της-φετιχ του έργου, που μεταλλάσει το φως που εκπέμπεται από την ίδια πηγή. Ο Αμερικανός δραματουργός  λειτουργεί χειριστικά απέναντι στους δυο ήρωες του. Αποτελούν το μέσο που τον  οδηγούν στην λύτρωση του από τα προσωπικά του πάθη, τους οικογενειακούς  του  δεσμούς  και τις εμμονές του (γνωστά σε όλους, δεν υπάρχει λόγος να τα αναμασάμε). Λύτρωση που κατακτά με αγωνιώδη προσπάθεια. Και γι αυτό οι ήρωες του παραμένουν διαχρονικοί, μιας και διατηρούν αυτόν τον απελευθερωτικό συμβολισμό τους προς όλους μας στο διηνεκές.

Ο Τένεσι Ουίλιαμς γράφει ένα έργο με σταθερό τοπόσημο την Νέα Ορλεάνη, δανείζεται στοιχεία από τον αγαπημένο του Τσέχωφ (μπορεί κανείς να ανακαλύψει έναν καλά κρυμμένο μαραμένο «Βυσσινόκηπο», ή πιο κει  έναν κουρνιασμένο «Γλάρο»), στηρίζεται στις ταξικές αντιθέσεις της κοινωνίας για να χτίσει έναν κόσμο σκληρά ρεαλιστικό με ήρωες που αδυνατούν να κατανοήσουν την ζωή και την ύπαρξή τους και που δρουν και κινούνται υπό το βάρος αυτής της δυσκολίας.  Ρεαλισμός και ποιητικότητα, από κοινού δημιουργούν ατμόσφαιρα ψυχολογικού ρεαλισμού, που συνοδεύει σύσσωμο σχεδόν το έργο του συγγραφέα.

Δυστυχώς η παράσταση του, που φιλοξένησε για πρώτη φορά το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου, στέφθηκε από την πλήρη αποτυχία να εκφράσει και να αποτυπώσει τα μύχια του, αφού δεν κατάφερε να βρει τα σωστά κλειδιά να το ξεκλειδώσει.  Η μετάφραση του σκηνοθέτη σε πληθώρα νεοελληνικών όρων και με απλουστευμένη ελαφρότητα  στα όρια του λαϊκισμού, ήταν σε πλήρη αντίθεση με την ατμόσφαιρα του Νότου των Η. Π.Α. . Αργοί, νωχελικοί ρυθμοί με jazz-blues μουσικά ιντερμέδια (σε εξαιρετική πρέπει να πούμε ερμηνεία της Ίντρα Κέιν) ανάμεσα στις  αλλαγές σκηνών, είχαν σαν αποτέλεσμα να φορτώσουν την παράσταση με μαραθώνια διάρκεια. Μεγάλες παύσεις, έκδηλες αμηχανίες στη διαχείριση του υλικού, το έργο ασφυκτιά χωρίς ανάσες, υπό το βάρος μιας πρωτόλειας σκηνοθετικής μπότας, που δεν επέτρεψε να αναπτυχθούν και να κορυφωθούν χαρακτήρες και καταστάσεις κλιμακωτά και αποκαλυπτικά. Όλοι και όλα βρίσκονται σε υψηλούς  τόνους και εξάρσεις  από την αρχή της παράστασης , με αναπόφευκτο  αποτέλεσμα να εξαφανίζεται η θεατρική μαγεία και η αποκαλυπτικότητα του έργου.

Ο σκηνοθέτης δεν καταφέρνει να διαχειριστεί ούτε τις ερμηνευτικές ταυτότητες των ηθοποιών. Η παράσταση δεν παρουσιάζει καμία ενιαία υποκριτική συνοχή,  με τους ηθοποιούς να αφήνονται εντελώς γυμνοί και ακάλυπτοι, καταθέτοντας ο καθένας ξεχωριστά τη δική του ερμηνευτική υπογραφή.  Συνολικά παίζουν ο καθένας κρατώντας τις αποστάσεις του από τον άλλο (και δεν οφείλεται αυτό στην πανδημία), χωρίς να συναντιούνται πουθενά και χωρίς να αλληλοσυμπληρώνονται.  Μια αλληλοαμφισβήτηση είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα της παράστασης μιας και δείχνουν να μην «πιστεύει» ο ένας σε αυτά που από σκηνής του λέει ο άλλος.

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου, ηθοποιός μεγάλων ερμηνευτικών δυνατοτήτων και με σπουδαία εκφραστικά όπλα στην υποκριτική φαρέτρα της, δυστυχώς εγκλωβίστηκε σε μια εντελώς ανορθόδοξη ανάγνωση του ρόλου της Μπλανς, προσδίδοντας της σχεδόν αποκλειστικά την διάσταση του παλιμπαιδισμού και παγιδεύοντας την στα στενά όρια της ψυχασθενικής άρνησης ενηλικίωσης.  Υπερκινητική, με φωνητικά τσακίσματα και νάζια, από την πρώτη σκηνή νευρωτική, στην αναμέτρησή της με έναν από τους κορυφαίους γυναικείους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας, δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Και θα το πω με ειλικρίνεια, στα τόσα χρόνια που παρακολουθώ την πορεία της στο σανίδι, είναι η πρώτη φορά που είδα (και απόρησα γι’ αυτό) μια τόσο αναξιόπιστη ερμηνεία της.

Από την άλλη ο Αποστόλης Τότσικας, αποδεικνύει ότι δεν αρκεί ένα καλοσχηματισμένο σώμα, και δυο σκληρά μπράτσα για να αποδώσεις τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του Κοβάλσκι. Ο Αποστόλης Τότσικας, σε καμία περίπτωση δεν είναι ο Κοβάλσκι, απλά προσποιείται τον Κοβάλσκι. Με φωνές, αγριάδες, πόζες,  υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την εικόνα και δεν ακουμπά ούτε λεπτό στην ουσία του ρόλου του. Το χειρότερο, όμως είναι ότι δεν πείθει ούτε και τον πιο ανυποψίαστο θεατή.

Η Νάνσυ Μπούκλη και η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, καταφέρνουν να βγουν αλώβητες από αυτήν την καταβύθιση της παράστασης, ερμηνεύοντας την Στέλλα και την Ευνίκη αντίστοιχα, με φυσικότητα και έκδηλα πιο λυμένες και απελευθερωμένες, ο Ιερώνυμος Καλετσάνος καλείται να υποδυθεί τον εύσωμο(!) Μιτς και ευτυχώς υποκριτικά ξεπερνάει το εμπόδιο της σωματικής ανακολουθίας του με τον ρόλο. Οι Άγγελος Ανδριόπουλος, Ίντρα Κέιν, Λάμπρος Κτεναβός, Νικόλας Μακρής και Γρηγόρης Φρέσκος, συμπληρώνουν το υποκριτικό μωσαϊκό της παράστασης. Θα πρέπει να επισημανθεί ωστόσο, ότι όλοι υπηρετούν αυτήν την ίδια σκηνοθετική αμηχανία που κατατρέχει την παράσταση.

Τα σκηνικά της Άσης Δημητροπούλου και οι φωτισμοί με χρώματα ανατολής ή δειλινού της Μελίνας Μάσχα παραμένουν οι απόλυτες σταθερές της παράστασης (όσο και αν δεν αξιοποιήθηκαν σωστά), τα κοστούμια της Λίνας Μότσιου, υπάκουσαν και υπογράμμισαν την σκηνοθετική γραμμή, αναδεικνύοντας την «κουκλοποίηση» της Μπλανς, και αναπαράγοντας το «στερεότυπο» του Κοβάλσκι, ενώ η ζωντανή μουσική του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη με την σύμπραξη επί σκηνής του Γιάννη Παπαναστασίου, άλλοτε χρωμάτισε με τις jazz blues επιρροές της, και άλλοτε βρέθηκε εκτός κλίματος, υποβάλλοντας σε στιγμές την παράσταση σε ατμόσφαιρα θρίλερ.

Δυστυχώς, η μαγεία που αποζητά η Μπλανς, παρέμεινε στα αζήτητα, μιας  και η αποτύπωση της παράστασης στη σκηνή του Νίκου Κούρκουλου στο Εθνικό Θέατρο, παρόλη την ολοφάνερη δουλειά  των συντελεστών της και παρόλο τον πλούτο των επιμέρους στοιχείων της, στάθηκε βασανιστικά μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του, αδυνατώντας να εισχωρήσει σε αυτό το βιωματικό μα βαθιά συμβολικό , μεταφορικό και με παγκόσμια απήχηση έργο.