Η ολοκληρωτική απόρριψη του κοινωνικού περιβάλλοντος, η στα όρια εμμονής απόρριψη κάθε αλήθειας (ακόμα και της πλέον αποδεδειγμένης και παραδεκτής), η ματαιότητα της ίδιας της ζωής και κάθε νοήματος της, η ανάδειξη της περιχαρακωμένης ατομικότητας (της «ψυχούλας μας» όπως χαριτωμένα εκφράζεται), αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά της σχολής του μηδενισμού, τείνουν να γίνουν πλέον τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου και της σκηνικής συμπεριφοράς των Κιτσοπούλειων ηρώων.

Η Λένα Κιτσοπούλου από τη ριζοσπαστική «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της, που τάραξε συθέμελα το ελληνικό θέατρο από το υποσκήνιο του, κι έχοντας διανύσει χιλιόμετρα προκλητικού και «ανατρεπτικού» θεάτρου, ριζώνοντας  πλέον με το «Cry» στο Τέχνης  και το «LALKA» της Στέγης Ωνάση, στη σπλάτερ εκδοχή ενός βαθιά ισοπεδωτικού λόγου που κάνει επανάσταση μόνο στις λέξεις και συντηρητικοποιείται βαθιά στην ουσία του (ακριβώς όπως συμβαίνει στην κοινωνία μας δηλαδή), έχει δυστυχώς αναδειχθεί στην πλέον προβλέψιμη θεατρική και συγγραφική περσόνα, η οποία βεβαίως διαθέτει το πιστό κοινό της. Όλοι μας, ωστόσο, γνωρίζουμε τι θα δούμε και προπαντός τι θα ακούσουμε στις παραστάσεις της.

Μόνο που η παράσταση «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» στη σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη στο REX, είχε μια μεγάλη διαφορά. Μένοντας στο ρόλο της συγγραφής των κειμένων ( κι ο πληθυντικός εδώ έχει τη σημασία του) σε συνεργασία με τον Γιάννη Αστερή και με τον Νίκο Καραθάνο να επιμελείται τη σκηνοθεσία του, η Κιτσοπούλεια ατμόσφαιρα μοιάζει να χάνει τον βηματισμό της.  Ένα γκρουπαρισμένο σετ ηρώων-αναφορά στον κόσμο των ηθοποιών και θεατρανθρώπων, ανθρώπων του «συναφιού» δηλαδή με το οποίο συναναστρέφεται, ζει, εργάζεται και ζυμώνεται έρχεται να ερμηνεύσει επί σκηνής σε αρκετά σημεία τον ίδιο τον εαυτό του, τις αδυναμίες του, τα ελαττώματά του, την ίδια την ύπαρξή του.  Προφανώς, αυτός ο συνδυασμός ανθρώπινου δυναμικού συνεργατών και αναφορικότητας της παράστασης σε αυτό, την εξώθησε σε μια εξώφθαλμη στρογγυλοποίηση του λόγου, αποφεύγοντας επιτηδευμένα την απλόχερη σε προηγούμενες παραστάσεις της οξύτητα. Ξεκινώντας από μια ιδέα πραγματικά εμπνευσμένη και έχοντας (και από οξυδέρκεια και από εμπειρία) άφθονο υλικό να αναπτύξει σάτιρα και προβληματισμό, δείχνει εντέλει να φοβάται τις ίδιες της τις λέξεις,  τις ίδιες της τις αναφορές. 

Και αυτό αφορά και τη σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου σε μια παράσταση που δείχνει να μην διαθέτει ούτε δομή, ούτε συνοχή. Ασύνδετα σκετσάκια που θα μπορούσαν να σταθούν ως  αυθύπαρκτα νούμερα σε κάποια επιθεώρηση λαϊκής κατανάλωσης, ερμηνευτές διδαγμένοι να ακολουθήσουν εξαντλητικά και μόνο τη μανιέρα τους, αστεϊσμοί που προκαλούν σποραδικά χάχανα, τηλεοπτικές τσιρίδες χιλιογραμμένου σήριαλ της δεκαετίας 90, συμβολισμοί προσωπικών αναφορών που ουδείς μη μυημένος καταλαβαίνει, προσωπικές εγκλήσεις και προσφωνήσεις που αδυνατεί ο κοινός θνητός να αποκωδικοποιήσει, και μια βαρετή ροή ενός συνεχούς σκηνικού κουτρουβαλιάσματος, σε μια παραδοχή της υπεροχής της σεφερλίδικης αισθητικής  στο θεατρικό γίγνεσθαι της χώρας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εγκαταστάθηκε θριαμβευτικά η αισθητική του σκυλάδικου στη μουσική ζωή της. Είναι η βιομηχανία του τίποτα και ο φασισμός του στον οποίο ύπουλα εκπαιδευόμαστε και τον οποίο ακόμα πιο ύπουλα αποδεχόμαστε. Υπεραπλουστευμένος λόγος σε ένα κείμενο μάλλον αδούλευτο σαν πρωτόλειο σχεδίασμα, ρηχή παραστατικότητα με αγωνιώδη προσπάθεια να αποσπάσει το γέλιο αλλά τελικά να κατακτά το γελοίο. Η παράσταση δείχνει να βασανίζεται, να έχει κοπεί, να έχει ραφτεί, να έχει ξηλωθεί ξανά και ξανά, οι «τσέπες» της να μπαίνουν πότε εδώ και πότε εκεί, και τα κουμπιά να μην ευθυγραμμίζονται ποτέ με τις κουμπότρυπες. Ωραίοι ηθοποιοί, κρίμα που μεταχειρίσθηκαν ως αναλώσιμα προϊόντα ενός εξαγγελθέντος κανιβαλισμού (που ούτε αυτός εντέλει πραγματώθηκε), και μια ματαιοδοξία (η δική σου) ως τρόπος να «καταγγέλλεις» τη ματαιοδοξία (των άλλων) και το αειθαλές εφήμερο. Όλα μισά, όλα ανεκπλήρωτα, όλα αμήχανα, όλα εντέλει ξένα σ’ έναν κόσμο τόσο δικό μας…

Αυτή είναι η παράσταση μέσα, έξω, κάτω και πάνω από τις γραμμές της. Τι απομένει; Εκείνη η θλίψη της Χαρούλας στον μονόλογο-επιστέγασμα του «τίποτα» (πόσο έντεχνα εργαλειοποιεί  από σκηνής το έμφυτο ταλέντο της στη μίμηση φωνών) και η συγκινητική αναφορά στην Κατίνα Παξινού, μια όαση μέσα στην ανυδρία της παράστασης….