Κώστας Β. Ζήσης

Όταν ο  Μήτσος Ευθυμιάδης δήλωνε, «…το άτομο και η εξουσία στις μέρες μας αποκτά μεγάλες διαστάσεις» και ότι «…αυτή η σχέση έχει πάρει τη μορφή σύγκρουσης», δεν μπορούσε καν να διανοηθεί το πόσο θα γιγάντωνε αυτή του η σκέψη στις δικές μας μέρες, τριάντα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα του «Φονιά» του από τη  Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου (1981). Ο ίδιος, υπήρξε ένας θεατρικός συγγραφέας που αρνήθηκε να παροχετεύσει εαυτόν σε μια θεατρική «πιάτσα» που λειτουργεί με κανόνες αγοράς. Μοναχικός, ανθρωποκεντρικός, με αντεξουσιαστική πένα υπηρέτησε το νεοελληνικό θέατρο που σύστησε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, όχι τυφλά, αλλά ανανεώνοντας φόρμα και γραφή, ένα  θέατρο που δεν «μιμείται», αλλά πλάθει και πλάθεται από και για την ελληνική κοινωνία με αυτόνομο χαρακτήρα και ποιότητα.

«Ο Φονιάς» αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα τον υπόκοσμο και τους ανθρώπους του (τα άλλα δύο έργα που ακολούθησαν είναι το «Πέρα από τη νύχτα» και το «Το τραγούδι της Εύας»). Αν και τεχνικά, επιστρέφει σε μια πιο παραδοσιακή θεατρική φόρμα από την προηγούμενη ανανεωτική που είχε εισηγηθεί με τους «Προστάτες» του (και είχε αναταράξει το 1975 τις θεατρικές αντιλήψεις της εποχής), ωστόσο πρωτοτυπεί με μια θεματολογία που ασχολείται εξίσου κοινωνιολογικά-επιστημονικά εμπεριστατωμένα αλλά και ανθρώπινα,  με το περιθώριο της κοινωνίας, ψάχνοντας τα γιατί και τα διότι του. Έτσι, καταθέτει μια ολόδική του, ξεκάθαρα ανατρεπτική ταυτότητα με ολοφάνερο στόχο να καταγράψει και να αναδείξει, την πορεία μιας κοινωνίας, της ελληνικής, που ακόμα δεν έχει καταφέρει να βρει την περπατησιά της και αναζητά τα όρια μέσα από τις άδικες δομές της. Άλλωστε, οι μνήμες από την δικτατορία είναι ακόμα νωπές, οι ρήτορες πολλοί και λαλίστατοι, η πραγματική δημοκρατία παραμένει άγνωστη στον τόπο, και μια καινούρια ελπίδα που ανατέλλει πολιτικά το 1981 μένει να μην αποδειχθεί διαψευσμένη (εμείς το αποτέλεσμα το ξέρουμε)…

Στη μικροαστική τραπεζαρία που η Μαρία με τον σύζυγό της Γιάννη, υποδέχονται τον μόλις αποφυλακισμένο αδερφό της Σάββα με τον συγκρατούμενό του Ταρζάν, θα ξετυλιχτεί με το πρόσχημα μιας ενδοοικογενειακής τραγωδίας, ο μίτος μιας αδυσώπητης κοινωνίας και η αντανάκλαση μιας βαθύτατα πρόστυχης ηθικής που την διέπει.  Σε εκείνο το τραπέζι με την επίπλαστη ευμάρεια των ασημένιων σερβίτσιων, θα καταρρεύσουν τα τείχη της σιωπής, των ενοχών και των τύψεων και θα αναγκάσουν τους ήρωες στην ηρωική έξοδο από τον γεμάτο πόνο εγκλεισμό τους.  Ο Μήτσος Ευθυμιάδης, συμπεριλαμβάνει σε μια αδιαίρετη ενότητα δύο φαινομενικά διαφορετικές όψεις που συνθέτουν το ίδιο νόμισμα, τον κόσμο μας. Παραθέτει τα ανδρείκελα σε δίπολα αυτού του κόσμου, και τα ξεγυμνώνει σταδιακά και μελετημένα μέχρι να απομείνουν εντελώς έκθετα και ξεδιάντροπα εκτεθειμένα απέναντι στην ίδια τους την ηθική υπόσταση. Μια απούσα πλέον μάνα, ωστόσο πανταχού παρούσα. Αγία για τον Σάββα, πρόστυχη για την Μαρία. Η υποδειγματική νοικοκυρά με την «ευκολία» πόρνης. Ο αγαπημένος γιός που γίνεται φονιάς, η καλή κόρη που μετατρέπεται σε ρουφιάνα. Μια ζωή τακτοποιημένη και νοικοκυρεμένη για τον Γιάννη, έκλυτη για τον Ταρζάν. Γιάννης και Ταρζάν, συμβιβασμένοι με τις ζωές τους, έχουν αποδεχτεί την πραγματικότητα τους, Μαρία και Σάββας ασυμφιλίωτοι με αυτήν και ενοχικοί. Παιδικά τραύματα αθώων ψυχών, ιστορίες φυλακών και παρανόμων σε κάθειρξη, οικογενειακοί δεσμοί και αμφίβολες φιλικές σχέσεις, ψυχολογικές αγκυλώσεις και βαρίδια, πολλά γιατί, ερωτήσεις που ψάχνουν λυτρωτικές απαντήσεις και που θα δοθούν αυτό το βροχερό βράδυ, όπου όλοι οι ήρωες θα βρεθούν για πρώτη φορά μαζί, για να καταλήξουν και να παραμείνουν στο τέλος του το ίδιο μόνοι. Ακριβώς όπως υπήρξαν πάντα. Μόνοι με την υπαγορευμένη από την κοινωνία (και ηθική πλέον)  τάξη τους. Την κοινωνία που ψάχνει θύματα για να τα μετατρέψει σε θύτες, που από τη μια περιθωριοποιεί ζωές για να τις απαξιώσει, σε μια λουμπενοποίηση που υποθάλπεται και συντηρείται από την ίδια, ενώ από την άλλη «τακτοποιεί» ζωές στον εφησυχασμό και την στρουθοκαμηλική άγνοια ως προϋπόθεση ευτυχίας.

Ο Γιάννης Διαμαντόπουλος «διάβασε» το έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη, πραγματώνοντας στη σκηνή του Έαρ-Βικτώρια, την ίδια τη θέση του συγγραφέα ότι «η ζωή μοιράζεται στους έχοντες, τους κατέχοντες και τους αντέχοντες». Καθοδήγησε τους ηθοποιούς στη σκηνή μένοντας πιστός, στην αγάπη του Ευθυμιάδη για ένα λαϊκό θέατρο αξιώσεων και ουσίας, παραβιάζοντας ωστόσο τον ρεαλιστικό σκηνικό χώρο με εξπρεσιονιστικές πινελιές: ο κούφιος καθρέφτης, το κενό κάδρο, το έντονο κόκκινο τραπεζομάντηλο, και η ενδυματολογική αντίθεση των ηρώων  (σκηνικά και κοστούμια Δέσποινα Βολίδη) χάνουν την εικαστική αξία τους και μετατρέπονται σε ανακλαστικά σύμβολα.  Ωμή γλώσσα, επιθετικές συμπεριφορές, βλέμματα που καρφώνουν, χέρια που σφίγγονται, αισθήματα που παλεύουν να καταπνιγούν, με (αυτο)σαρκαστικές πινελιές και εκτονωτικά αστεία, εν μέσω βίαιων εκρήξεων είναι τα αισθητικά στοιχεία της παράστασης.  Ο Γιώργος Χριστοδούλου, παρασυρμένος από τη δυναμική του ρόλου του Σάββα αμφιταλαντεύεται στην εσωτερικότητα και την παραφορά. Η Λουκία Παπαδάκη, θυμωμένη ήδη από την είσοδό της στη σκηνή, ερμηνεύει την Μαρία με κορυφωμένη συναισθηματική ένταση. Ο Αντώνης Αλεξίου με ισορροπημένη σιγουριά αποτυπώνει την πνευματική ανωτερότητα που θεωρεί  ο Γιάννης πως διαθέτει έναντι των συνδαιτυμόνων του. O Tζόνη Θεοδωρίδης κάνει μεγάλη βουτιά στον δυσκολότερο ρόλο του έργου, τον Ταρζάν και επιβάλλεται σκηνικά ως παρουσία με υποκριτικό ταπεραμέντο. Τα φώτα του Σπύρου Κάρδαρη συνεπή στον επιθετικό χαρακτήρα της παράστασης, η μουσική του Διονύση Τσακνή υπογραμμίζει ατμόσφαιρες και διαθέσεις. Δε θα παραλείψω το εξαιρετικό πρόγραμμα της παράστασης, με ολόκληρο το κείμενο του Μήτσου Ευθυμιάδη, που αξίζει να μπει στη βιβλιοθήκη, μιας και το έργο «Ο Φονιάς» κατατάσσεται, όχι άδικα, στα σημαντικότερα της νεοελληνικής δραματουργίας.