Κώστας Β. Ζήσης

«Ιδιοφυής αλήτης που κάνει ποίηση την κατάντια, που ζωγραφίζει την πραγματικότητα με τα πιο αισχρά χρώματα και που εκτοξεύει τις λέξεις με τον πιο χυδαίο τρόπο» είναι τα λόγια με τα οποία ο Μίμης Κουγιουμτζής περιγράφει τον Γιώργο Σκούρτη. Και οι «Εκτελεστές» του αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα δουλειάς του θεατρικού συγγραφέα που τόσο εύστοχα τον περιγράφει  ο ηθοποιός και στέλεχος του Θεάτρου Τέχνης, που παρουσίασε και ανέδειξε το έργο του στο ευρύ κοινό.

Έργο γραμμένο το 1988, σαράντα χρόνια μετά την πικρή ήττα των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, έχει ήρωες τρία διαφορετικής υφής και ψυχοσύνθεσης αδέρφια, που έχοντας διαπράξει μια ληστεία τραπέζης και  εκτελέσει έναν αστυνομικό, βρίσκουν καταφύγιο στην αποθήκη ενός λατομείου. Ο «μορφωμένος αναρχικός» Κοσμάς,  το «κλεφτρόνι» και δραπέτης  Τάσος, και το «πρεζόνι» καλλιτέχνης Στέλιος, θα αγκαλιαστούν, θα συγκρουστούν, θα ονειρευτούν και θα απογοητευθούν ερχόμενοι κατά πρόσωπο με την ίδια την εξουσία που έγινε το χέρι που τους οδήγησε εκεί.  Αυτή η μνήμη της πικρής ήττας  και η αίσθηση της αδικίας, είναι που πλανάται στην ατμόσφαιρα του έργου.

Έργο βαθιά νατουραλιστικό, οδηγείται με περίτεχνο τρόπο από τον συγγραφέα, το ύφος και την αιχμηρή του γλώσσα, μέσα σε μια σκληρή ρεαλιστική πραγματικότητα χρωματισμένη με σουρεαλιστικές πινελιές. Ο Προμηθέας (κατά τα συνήθη πρότυπα του συγγραφέα να περιπλέκει αρχαίους μύθους μέσα στα έργα του) καθοδηγεί την έμπνευσή του και αποτελεί μόνιμο στοιχείο αναφοράς. Ο Προμηθέας που οδηγήθηκε στον Καύκασο από το Κράτος και τη Βία, γίνεται η πνευματική ενσάρκωσή των ηρώων, αφού και οι ίδιοι μεταφέρθηκαν από τις ίδιες ακριβώς δυνάμεις στον δικό τους Καύκασο. Οι τρεις ήρωες, μέσα στην αγωνιώδη αναζήτηση προοπτικής στη ζωή τους, ορθώνονται απέναντι σε ένα σύστημα που ο άνθρωπος απλά είναι μια αμελητέα μονάδα. Οι ίδιοι αποδεικνύονται αδύναμοι να εμπεδώσουν και να κατανοήσουν στην πλήρη τους διάσταση τα αίτια και τους λόγους για αυτήν τους την κατάσταση, αγνοούν πώς να την πολεμήσουν. Γίνονται εκτελεστές και οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα τέλος που είναι προκαθορισμένο και αναπόφευκτο. Ο θεατής το αισθάνεται, το γνωρίζει εξ αρχής. Αλλά το προεγνωσμένο τελος τους δεν αποτελεί την τραγικότητα τους. Η τραγικότητά τους είναι η ίδια η πορεία τους προς το τέλος.

Έτσι, οι ήρωες δεν είναι απλά τρεις περιθωριακοί τύποι. Και το έργο δεν είναι ούτε υπαρξιακό ψυχόδραμα, ούτε θρίλερ, ούτε αστυνομική περιπέτεια. Οι χαρακτήρες, παρόλο που ψυχογραφούνται με ακρίβεια, δεν είναι  ψυχολογικά εγκλωβισμένοι. Είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι, σημαδεμένοι ήδη από την ίδια τους την πολιτική και κοινωνική καταγωγή και υπάρξεις που αναζητούν μάταια έναν, ίδιο και κοινό για τους τρεις φωτισμένο δρόμο. Ίσως γι αυτό, και το ερωτικό υποκείμενό τους, είναι το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο κορίτσι.

Ο Τριαντάφυλλος Δελής, εμφύσησε μια σύγχρονη δυναμική στο έργο του Γιώργου Σκούρτη, φωτίζοντας  με ακρίβεια όλα τα επιμέρους στοιχεία που αναδεικνύουν το μεδούλι του, μέσα από την τραγική ειρωνία που το διέπει. Δημιουργεί μια παράσταση συνεχώς παλλόμενη και δονούμενη, έχοντας πετύχει να εξισορροπήσει  με ακρίβεια την ρεαλιστική πραγματικότητα με τους σουρρεαλιστικούς υπαινιγμούς του συγγραφέα. Η εσωτερικότητα των ηρώων συνοδεύεται και συνταιριάζεται με τον εξωστρεφή, ροκ ρυθμό των επιμέρους στοιχείων της παράστασης, δημιουργώντας  ατμόσφαιρα που παγιδεύει και συνεπαίρνει τον θεατή: oι αλυσίδες που αιωρούνται στη σκηνή (καλλιτεχνική επιμέλεια Κωνσταντίνος Παυλίδης), η σκληρή μουσική (Στέλιος Σαλβαδόρ), τα δημιουργικά φώτα (Δημήτρης Κοκολινάκης) και η σκηνική ενέργεια (με την κίνηση της Πασχαλίας Ακριτίδου).

O Λυκούργος Μπάδρας, ο Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου και ο Βασίλης Τριανταφύλλου, ενσαρκώνουν τα τρια αδέρφια με την διαφορετικότητά τους να τους ενώνει σε ένα σώμα.  Μπορεί να διακρίνει κανείς εύκολα την σκηνική τους επικοινωνία και αλληλοσυμπλήρωση, που αποδίδει αφενός μια ερμηνευτική αφοπλιστική ειλικρίνεια στα τεχνικά μέρη της παράστασης, και αφετέρου το «φιλότιμο»  και την μεταξύ τους «αγάπη»  ως κοινή ποιότητα των χαρακτήρων τους. Ο Λυκούργος Μπάδρας ερμηνεύει τον ποινικό κατάδικο Τάσο με χαρακτηριστική αναίδεια και μπρουταλιτέ, ο Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου με ώριμη ευγένεια τον απογοητευμένο ιδεαλιστή Κοσμά, ενώ εν μέσω ενός ρεαλιστικού και βαθιά σπουδαγμένου κρεσέντου, ο Βασίλης Τριανταφύλλου γίνεται ο «καταραμένος» εξαρτημένος από την χρήση ναρκωτικών Στέλιος. Η συνολική ρεαλιστική υποκριτική τοποθέτησή τους, οδηγεί και κορυφώνει την παράσταση: θύτες και θύματα, μιας άδικης και άνισης κοινωνίας και της εξουσίας της, μετατρέπουν το ψέλισμα και το παράπονο σε αγωνιώδη κραυγή και καταγγελία, τη σπίθα σε έκρηξη  και μετατρέπονται από ψυχροί εκτελεστές σε τραγικούς αυτόχειρες .

Γιατί δεν γερνούν οι «Εκτελεστές» του Γιώργου Σκούρτη; Γιατί, στις κοινωνικές βάσεις και στα θεμέλια του πολιτικού και πολιτειακού οικοδομήματος δεν έχει αλλάξει τίποτα από το 1988 που γράφτηκε, που να ακυρώνει το έργο και να το καταδεικνύει ως ξεπερασμένο. Όσο κι αν σε πρώτο επίπεδο μοιάζει να ασχολείται με το περιθώριο και τους ανθρώπους του (που ίσως κάποιοι επιδερμικά σκεφτούν ότι δεν τους αφορά), στην πραγματικότητα αναφέρεται σε ολόκληρη την κοινωνία και τους μηχανισμούς εξουσίας ενός συστήματος που ξέρει καλά να διαβρώνει, να απαξιώνει και να περιθωριοποιεί ανθρώπους και συνειδήσεις, σπέρνοντας αυταπάτες και απογοητεύσεις, και μετατρέποντας την δικαιολογημένη οργή σε αυτοκαταστροφή.  Και όπως θα πεi ο ίδιος ο Σκούρτης για την ουσία του έργου του : «θεωρώ την πολιτική συνειδητοποίηση ενάντια στο άδικο και στο κακό –τον πολεμοκάπηλο, ναρκομανή, πόρνο και «απεχθή πιστωτή» ανθρωποφάγο καπιταλισμό- το πρώτο καθήκον του πολίτη. Από πιτσιρικάς είμαι οργισμένος πολιτικά…» (συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη  στο diastixo.gr 20/5/2021)