Κώστας Β. Ζήσης

Ο ίδιος ο Ιονέσκο είχε χαρακτηρίσει το μονόπρακτό του «Οι Καρέκλες»  ως «τραγική» φάρσα.  Αυτή η αποστροφή του συγγραφέα για το έργο του, έφερε την αμφιβολία για τον τρόπο που θα διαχειριστεί ο εκάστοτε σκηνοθέτης το έργο του. Ως φάρσα του παραλόγου ή ως μια τραγωδία της ύπαρξης και της μοναξιάς της;  Το ηλικιωμένο ζευγάρι που βιώνει την μοναξιά και την απομόνωση σ’ένα νησί, που συνομιλεί με τρυφερότητα και υπαρξιακή απόγνωση, που αποζητά μάταια επικοινωνία και συνεννόηση με την ανθρωπότητα, θα πρέπει να αποδοθεί  σκηνικά μέσα στην στοιχειωμένη τραγικότητά του ή  στην παράλληλα βιωμένη ιλαρότητά του; Νομίζω η απάντηση δίνεται μέσα από την ίδια την αντίληψη του Γαλλορουμάνου συγγραφέα, για την οντολογία του θεάτρου του παραλόγου:  αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από το θέατρο του παραλογισμού της ίδιας της ζωής και του κόσμου μας. Καμία εξιδανίκευση, καμία αγιοποίηση.

Ο παραληρηματικός, ατίθασος λόγος που είναι και το βασικότερο χαρακτηριστικό αυτού του θεάτρου (και βεβαίως αυτού του έργου), έρχεται να αναδείξει την λανθασμένη αντίληψη της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, την παραμορφωμένη διαθλασμένη αντίληψη για τη κοινωνία.  Ένας λόγος  με λέξεις που αποδεικνύονται κούφιες, που επιβεβαιώνουν την αδυναμία επικοινωνίας και  που χρησιμοποιούνται για να επιβεβαιώσουν την νέα ηθική τάξη που επικράτησε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με την αστική κυριαρχία να επιβάλλει τον ατομικισμό ως πρότυπο για να οδηγήσει την κοινωνία τελικά στον μισανθρωπισμό.  Με την άγρια ποίηση και τον «πρωτόγονο» λυρισμό του (χαρακτηριστικά που αποτελούν και την προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα), ο Ιονέσκο κατακρημνίζει όλες τις αστικές συμβάσεις που οδήγησαν ολόκληρη την ανθρωπότητα στην μοναξιά και το αδιέξοδο.

Ο Κοραής Δαμάτης, έπαιξε εύστοχα και πονηρά  με το ίδιο το κείμενο και τις φιγούρες του. Απομακρύνθηκε αισθητά από τη μονοδιάστατη τραγική απόδοση που ελλοχεύει και ανέδειξε την δραματικότητα του, μέσα από την αντίθεση της χαράς και της ευδαιμονίας  που καλλιεργούν ως προσωπικές αυταπάτες οι ήρωες. Έτσι, κατάφερε να επικεντρωθεί σε όλες τις αλληγορίες του Ιονέσκο , μέσα από την παιχνιδιάρικη οπτική της παράστασης. Ο μετεωρισμός των ηρώων στο πουθενά και στο τίποτα, η πικρή ψευδαίσθηση ότι έχουν και θέλουν κάτι να πουν και ότι ο κόσμος είναι πρόθυμος να τους ακούσει, η απατηλή υποδοχή του ανύπαρκτου κοινού, η έμμεση παραδοχή τους ότι δεν μπορούν να πουν τίποτα και γι αυτό παραχωρούν τη θέση τους σε «εξειδικευμένο» ομιλητή (πόσο εύστοχη ως σχόλιο η αντικατάσταση του σιωπηλού προσώπου με ένα ανδρείκελο και οι ακατάληπτοι λαρυγγισμοί στη θέση της ομιλίας), οι άδειες καρέκλες που αραδιάζονται για να μείνουν κενές, η ερημιά και η κενότητα εντέλει του κόσμου.

Αυτή η πολύ δύσκολη, διττή ανάγνωση του μονόπρακτου, βεβαίως βασίστηκε πρωτίστως στην ερμηνευτική δυναμική της Ελένης Γερασιμίδου και του Αντώνη Ξένου.   Επικοινωνούν σχεδόν μαγικά στη σκηνή, παίζοντας αριστοτεχνικά ως παρτενέρ, ο  ένας με τον άλλον, ασπαζόμενοι ερμηνευτικά και τεχνικά πως το τραγικό αναπόφευκτα περνάει μέσα από το κωμικό. Στη σκηνή, δεν θα υποψιαστούμε στιγμή πως έχουμε να κάνουμε με ένα θλιβερό ζευγάρι γερόντων, ακόμα και στις πολύ «σκοτεινές» εξομολογητικές στιγμές τους. Αντίθετα θα βιώσουμε την ειρωνία τους μέσα από βλέμματα, ατάκες, αυθόρμητες παρεμβάσεις και παιχνιδίσματα. Όμορφα, ανάλαφρα, ανθρώπινα  απεκδυόμενα από την επίφαση του σπουδαίου και του ιερού.

Θα πρέπει να σταθούμε στο «διαβρωμένο» σκηνικό και στα σουρεαλιστικά κοστούμια του Κώστα Βελινόπουλου, αντάξια μεγάλων σκηνών και παραγωγών. Η σαπίλα, η παρακμή, οι αραχνιασμένες ιδέες και τα παραμορφωμένα ειδωλα-αντανακλάσεις ήταν όλα εκεί, ενώ ο σχεδιασμός των φώτων του Γιώργου Ζιώγαλα, παρεμβαίνουν σημαντικά αναδεικνύοντας τόσο τα φαρσικά όσο και τα τραγικά επίπεδα.

φωτο: Franceska Cal