Κώστας Β. Ζήσης
Ο «Ταρτούφος ή ο αγύρτης» (όπως συνηθίζεται ο τίτλος του έργου) είναι ένα από αυτά τα έργα του Μολιέρου , που προσφέρει απλόχερα «υλικό» όχι μόνο για μια στείρα αποδοχή διδαγμάτων, αλλά ακόμα και για τη διατύπωση κοσμοθεωριών που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Εδώ, για παράδειγμα, ο Μολιέρος πρόλαβε και τον Μαρξ στην διατύπωση του «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», και παρόλο που οι ήρωες της «κωμικής» τραγωδίας του, αποτελούν μέρος της αριστοκρατίας της εποχής ο γάλλος δραματουργός βρίσκει την ευκαιρία να στηλιτεύσει την υποκριτική, χριστιανική «ψευτοηθική». Και ο Ταρτούφος ανήκει σε εκείνους τους ρόλους που αποτέλεσαν μέρος της επιστημονικής έρευνας όχι μόνο της θεατρικής ακαδημίας αλλά και της κοινωνιολογίας και ακόμα περισσότερο της επιστήμης της ψυχολογίας
Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες παραστάσεις τέτοιων κλασικών έργων, είναι διττό: από τη μια η σκηνική, και σκηνογραφική απεικόνισή του και από την άλλη η ανάδειξη των ιδεολογικών στοιχείων του και το «κούμπωμά» τους στα σύγχρονα κελεύσματα. Ο Μολιέρος και τα έργα του, πάντα υπήρξαν στο επίκεντρο τέτοιων προβληματισμών και δικαιολογημένα, μιας και το έργο του βρίθει από ανθρώπινες προσωπικές και κοινωνικές συμπεριφορές, εφορμάται από αυτές και παραθέτει φιλοσοφικές ανησυχίες θέτοντας ζητήματα ηθικής και πολιτικής τάξης που παραμένουν ενεργά στο διηνεκές.
Ο Ίβο βαν Χόβε, είναι ξεκάθαρο ότι τέτοια υφολογικά και ιδεολογικά ζητήματα τα έχει λύσει. Είναι η πείρα; η κατάρτιση; η αντίληψη; Η δυνατότητα εκμαίευσης της ουσίας των κειμένων; η δύναμη της αποκάλυψης του «είναι» πίσω από το «φαίνεσθαι»; Νομίζω, είναι όλα αυτά μαζί συγκεντρωμένα στην ικανότητα της ρεαλιστικής «γείωσης» των κειμένων, σε έναν ρεαλισμό που επικοινωνεί απευθείας με την πλατεία του θεάτρου, μιας πλατείας που δεν βρίσκεται στο «τότε» αλλά στο «μετά». Και εδώ, στον Ταρτούφο (καταπιάστηκε με την απαγορευμένη έμμετρη εκδοχή του έργου του 1664, αποκατεστημένη από τον Georges Forestier και με τη συνεργασία της Isabelle Grellet ), καθοδήγησε την Comédie-Française (θέατρο και ομάδα που εξ’ ορισμού καταπιάνεται με το έργο του Μολιέρου) σε δρόμους απαλλαγμένους από το γκροτέσκο και την υπερβολή, μακριά από την πολιτισμική ερμηνευτική της πίεσης του ενδύματος (κοστούμια An D’Huys), μέσα σε καλαίσθητο αφαιρετικό αλλά ουσιαστικό σκηνικό και με τα φώτα να δίνουν το σφυγμό και να υπογραμμίζουν συμβολισμούς και απεικονίσεις (σκηνικά-φωτα Jan Versweyveld). Σ’ ένα μαύρο, σκοτεινό περιβάλλον, με τα μαύρα κοστούμια /σύμβολα της σύγχρονης αστικής τάξης, οι ήρωες δίνουν τις μάχες τους αποκλειστικά στο λευκό τερέν («κατάλευκη αρετη» λέει ο ίδιος ο Μολιέρος), που καλύπτει την υποκρισία της μετά από μια εξίσου υποκριτικά ευγενική υπόκλιση, σε μια προσποίηση αγνότητας και αθωότητας. Οι εντυπωσιακοί πολυέλαιοι της αρχής (ίσως και η μοναδική υποψία σύνδεσης με την μολιερική εποχή), ακολουθούν την ηθική κατάπτωση των ηρώων, γίνονται αιωρούμενες πλαφονιέρες για να καταλήξουν σε λαμπτήρες. Ο Ίβο βαν Χόβε, ασκεί δριμεία κριτική ακριβώς στην υποκρισία των αστών, αναδεικνύοντας ουσιαστικά ότι αυτή είναι που χαρακτηρίζει αυτό το περιβάλλον στο οποίο επωφελείται και επιβάλλεται ο ρακένδυτος αγύρτης Ταρτούφος. Ο Ιβο βαν Χόβε, καταφέρνει να μην αφαιρέσει ίχνος από τα ποιητικά κρεσέντο του κειμένου, μετατρέποντας τα, με την βοήθεια των σπουδαίων ερμηνευτών του, σε φυσικούς διαλόγους και λογομαχίες έχοντας μεγάλο του σύμμαχο την επική σε σημεία μουσική του οσκαρικού Alexandre Desplat. Και δεν εγκαταλείπει καν τα μπουφονερί στοιχεία του έργου και τα κλασικά κρυφοκοιτάγματα και κρυφακούσματα της γαλλικής φάρσας, αντίθετα τα εργαλειοποιεί σε αυτήν την ιδεολογική αποκωδικοποίηση του έργου με πιο τρανταχτό εύρημα τους ηθοποιούς/φροντιστές σκηνής οι οποίοι μετατρέπονται σε υπηρετικό προσωπικό που παρακολουθεί τα «αφεντικά» μέσα από κάποιο δωμάτιο υπηρεσίας. Η φράση «κακό είναι μόνο ό,τι είναι φανερό» γίνεται ο σκηνικός οδηγός της παράστασης, η οποία αναπτύσσεται ολόκληρη κάτω από έναν εξίσου «νοητό» μανδύα υποκρισίας, σε ένα υπέροχο σκηνοθετικό σχόλιο που ελλοχεύει η αποκάλυψή του στο απροσδόκητο φινάλε. Είναι σαν να σηκώνεται η αυλαία του θεάτρου για πρώτη φορά τότε, όταν ο Ίβο βαν Χόβε, απελευθερώνει τους Μολιερικούς ήρωες και τους εμφανίζει με χρώμα, απαλλαγμένους από τις καταπιεστικές ατομικές και κοινωνικές συμβάσεις τους, δείχνοντας μας απροκάλυπτα όχι ποιοι είναι, αλλά ποιοι θα ήθελαν να είναι για να είναι ευτυχισμένοι.
Βεβαίως, υπήρξαν παρεμβάσεις, βεβαίως υπήρξαν αλλοιώσεις, βεβαίως υπήρξαν λοξοδρομήσεις και παραχωρήσεις που μπορούν να εγείρουν διαφωνίες και συζητήσεις. Ουδέποτε όμως κατά τη διάρκεια της παράστασης, δεν αισθανθήκαμε ασέβεια απέναντι στο κείμενο, «φορεμένη» σκηνοθετική επιβολή, άγχος πρωτοπορίας ή καινοτόμου δημιουργίας και ναρκισσισμό. Αντίθετα, όλες οι διαφοροποιήσεις, είχαν την σφραγίδα της φυσικότητας και της αμεσότητας, με σκοπό να αναδυθούν τα μύχια της ίδιας της συνείδησης του έργου.
Η ομάδα της Comédie-Française, ένα χάρμα θεατρικής ποίησης, μετρημένη και με ρυθμό, με Ταρτούφο τον Christophe Montenez να ασκεί μαγνητική γοητεία, ερμηνεύοντας το ρόλο όχι μέσα από πατενταρισμένες ευκολίες και φανερώνοντας την αγύρτικη πλευρά του ήρωα μέσα από ματιές και βλέμματα. Συνιστά ιδανικό ντουέτο με τον ελληνικής καταγωγής Οργκόν Denis Podalydès, ενώ μαζί με την Marina Hands δημιουργούν και οι τρεις μια από τις κορυφαίες στιγμές της παράστασης. Ο θίασος περιλαμβάνει και τους ζυμωμένους Claude Mathieu, Loïc Corbery, Dominique Blanc, Julien Frison αλλά και ηθοποιούς/σπουδαστές της Ακαδημίας της Comédie-Française Vianney Arcel, Robin Azéma, Jérémy Berthoud, Héloïse Cholley, Fanny Jouffroy, Emma Laristan και οι Héloïse Cholley, Clémentine Billy, Aksel Carrez, Flora Chéreau, Thomas Keller, Mickaël Pelissier.
Μια παράσταση που γοήτευσε και δικαίωσε στο απόλυτο τα τρια soldout που σημείωσε στην Πειραιώς 260 που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.