γράφει ο Κώστας Β. Ζήσης
Με ευρωπαϊκές καταβολές (ναι, δεν πρόκειται για αποκλειστικό ελληνικό είδος όπως νομίζουμε), από την ισπανική Gran Via* που θεωρείται και η γενέτειρα του είδους, και πατώντας στο ελληνικό παρελθόν του Θεάτρου Σκιών, του κωμειδύλλιου, με δανεικά στοιχεία από τα πολύ δημοφιλή στην εποχή τους έμμετρα σατιρικά ποιήματα του Γιώργου Σουρή, η Επιθεώρηση ως θεατρικό είδος αγαπήθηκε, λατρεύτηκε, μισήθηκε, πολεμήθηκε, λογοκρίθηκε, ήκμασε και παρήκμασε όσο κανένα άλλο θεατρικό είδος. Στη μεγάλη ακμή της λαϊκής απήχησής της , η Επιθεώρηση, αυτό το χαρακτηριζόμενο «ελαφρό μουσικό θέατρο» είχε αποκτήσει τόση δύναμη που τα νούμερά της παρέμβαιναν καθοριστικά επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας ακόμα και την ίδια πολιτική ζωή του τόπου. Ο αυτοσχεδιασμός επί σκηνής, η συνεχής μεταβαλλόμενη σχέση κειμένου και ερμηνείας, η άμεση σχεδόν αυτόματη αλληλεπίδραση με το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, και η δυνατότητα μια τολμηρής ελευθεριότητας λόγου και πράξης που αναπτύσσεται απρόσκοπτα στο όνομα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ξεπερνώντας νόμους, κλισέ και ταμπού, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της.
Η παράσταση των Δημήτρη Καραντζά και Φοίβου Δεληβοριά, με την αιγίδα και τη σκέπη του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, επιχειρεί να ανασυστήσει το (βαλτωμένο τα τελευταία χρόνια) είδος στα θεατρικά πράγματα της χώρας. Οι ίδιοι οι δημιουργοί έρχονται πρώτη φορά σε επαφή με αυτό, και επιχειρούν μια ανανεωτική, σύγχρονη παρέμβαση επιλέγοντας στο δυναμικό τους μια ομάδα από το νέο και πολύ ταλαντούχο αίμα του θεάτρου μας, που επίσης η επαφή τους και η εμπειρία τους με την Επιθεώρηση ήταν μέχρι τώρα σχεδόν μηδενική. Συνδετικός κρίκος, η συμμετοχή της έμπειρης Μίρκας Παπακωνσταντίνου, που μεγαλούργησε στις ιστορικές πλέον επιθεωρήσεις της Ελεύθερης Σκηνής.
Η επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση στη συγκεκριμένη πανδημική συγκυρία φαντάζει (και είναι) το ιδανικό πεδίο για ένα τέτοιο εγχείρημα. Το κοινωνικοπολιτικό τοπίο (ελληνικό και παγκόσμιο) που οδηγείται μέσα από μια ιδιότυπη συντηρητικοποίηση σε ένα μεσαιωνικό αναχρονιστικό περιβάλλον (από την στρατιωτικοπολιτική χάραξη νέων συνόρων, την έξαρση του εθνικισμού, το ξέπλυμα του φασισμού έως και την αναδιάταξη σε παγκόσμιο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων και τη στέρηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων), σε συνδυασμό με την εργαλειοποίηση της πανδημίας, όλα αυτά δοσμένα μέσα από το πρίσμα μια ιδιότυπης «ιστορικής/επιθεωρησιακής» ανασκόπησης για τα πεπραγμένα του Ελληνικού κράτους, από συστάσεως του μέχρι και σήμερα, θα ήταν μια εξαιρετικά ιντριγκαδόρικη ιδέα. Και λέω θα ήταν γιατί το τελικό αποτέλεσμα δεν υπήρξε ακριβώς αυτό.
Και δεν υπήρξε γιατί από το σύνολο σχεδόν των επιθεωρησιακών νούμερων, υπολείπεται σημαντικά ο πολιτικός λόγος και θεώρηση όσων θίγονται. Προσέξτε, δεν λείπει η πολιτικολογία αλλά είναι αισθητή η απουσία της πολιτικής θέσης. Η θεματολογία τους, που τελικά είναι προβλέψιμη και καθόλου ρηξικέλευθη, καταπιάνεται ιδιαίτερα με το lifestyle, τα κοινωνικά κλισέ, το #metoo, τα reality shows κλπ την ίδια ώρα που στην κανονική ζωή ο σουρεαλισμός και το παράλογο περισσεύουν και ξεπερνούν την θεατρική. Έτσι, η παράσταση δεν καταφέρνει να υπερπηδήσει τον σκόπελο των στερεοτυπικών σταθερών «σίγουρου» γέλιου, χωρίς να καταφέρνει να προχωρήσει το είδος ένα βήμα μπροστά.
Η συνθήκη της παράστασης θέλει τους ήρωες και τους πρωταγωνιστές του 1821 να ζουν και να διαπρέπουν στις σημερινές συνθήκες του 2021. Θα τους συναντήσουμε σε πάνελ, σε ριάλιτι σόου, σε σίριαλ και σε σύγχρονες κινηματογραφικές ταινίες. Αυτό από μόνο του ομολογουμένως δημιουργεί μια ευφορία ως θέμα (αυτονόητη , «εύκολη» και «πιασάρικη»), οδηγεί όμως την παράσταση να υποκλίνεται στην ιδεολογία της επικαιρότητας και να ξεφεύγει από τον επισκοπικό διαχρονικό τίτλο της των 200 χρόνων.
Τα κείμενα της παράστασης (Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Αστερής, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστας Μανιάτης, Κώστας Κωστάκος, Κέλλυ Παπαδοπούλου και Φοίβος Δεληβοριάς) ακολουθώντας την τρέχουσα επικαιρότητα, στην πλειοψηφία τους δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν και να δικαιολογήσουν τη σάτιρά τους. Και αυτό, γιατί εύκολα διακρίνει κανείς μια «στρογγυλοποίηση» του λόγου και μια διάθεση «να μη σπάσουν αυγά» (και μην ξεχνάμε, ιστορικά η Επιθεώρηση άκμασε ακριβώς όταν στάθηκε με οξύ τρόπο απέναντι στην κοινωνία). Για παράδειγμα , ακόμα και το «σκληρό» κείμενο για το #metoo της Βάσως Καβαλιεράτου, δεν ξεφεύγει από τον εύκολο καταγγελτικό λόγο που μπορεί να διαβάσει κανείς στα μέσα μαζικής δικτύωσης, χωρίς να μπαίνει στην ουσία του θέματος. ‘Η ακόμα και η μάλλον χιλιοειπωμένη σάτιρα της Γιάννας Δασκαλάκη (ερμηνευμένη μοναδικά ωστόσο από τον Γιάννη Κλίνη), όπου όμως στα κείμενα σατιρίζεται όχι η ταξική της αφετηρία, αλλά κοινά χαρακτηριστικά όπως ο τρόπος ομιλίας της. Και είναι και αρκετές οι στιγμές που «χαϊδεύουν» τα αυτιά του κοινού, λέγοντας αυτά που θέλει να ακούσει ενεργοποιώντας άμεσα το «εθνικό θυμικό» του (όπως για παράδειγμα στο φινάλε με τους Λόρδο Βύρωνα, Μαντώ Μαυρογένους και Αθανάσιο Διάκο). Μια ακόμη παρατήρηση, σε δεύτερο επίπεδο, είναι ένας «εστετισμός» που υφέρπει στα κείμενα. ‘Ενας ελιτισμός που μοιάζει να κρατάει αποστάσεις από τις λαϊκές καταβολές της επιθεώρησης, στους συμβολισμούς και στην επικοινωνία με το κοινό.
Υπάρχουν πράγματι εξαιρετικές στιγμές στην παράσταση: το τρίπτυχο Οικονομίδης – Λάνθιμος- Παπακαλιάτης είναι σπαρταριστό, απολαυστική (αν και κάπως περιοριστική στο life style) η παράτα που κόπηκε από τους Ολυμπιακούς αγώνες, το γλέντι αλά «στην υγειά μας βρε παιδιά» που μετατρέπεται σε σκηνική έκφραση της Ελλάδας-φρενοκομείο.
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, αναδεικνύεται ιδανική επιθεωρησιακή ηθοποιός (ακόμα και σε σημεία που δρα βουβά στη σκηνή), επιτελώντας για μια κόμη φορά ερμηνευτικά θαύματα, ο Γιάννης Νιάρρος δικαιώνει απόλυτα το ταλέντο του και την ικανότητά του να ελίσσεται στους ρόλους (κεντάει στις οδηγίες πως φτιάχνεται ένας Έλληνας),θα θέλαμε πραγματικά περισσότερο Γιώργο Γάλλο στην παράσταση, η Ελένη Κοκκίδου στέκει επάξια στο ύφος και την ατμόσφαιρα, ο Νίκος Καραθάνος είναι εντελώς μέσα στα νερά του, τσαλακώνοντας μοναδικά τον εαυτό του, ο Μιχάλης Οικονόμου αντίθετα μοιάζει να είναι εκτός κλίματος και διάθεσης, ο Πάνος Παπαδόπουλος βρίσκεται και πάλι στους πολύ γνώριμους δρόμους της αποδόμησης (θα θέλαμε να τον δούμε και σε πιο κλασικούς δρόμους), λίγο αμήχανη η Βάσω Καβαλιεράτου στην μεταστροφή κωμικού/δραματικού, στερεοτυπικός και γι αυτό ασφαλής ο Γιάννης Κουκουράκης, πολλά υποσχόμενη η Ιωάννα Πιατά, ενώ ο Γιάννης Κλίνης και ο Ηλίας Μουλάς συνιστούν δυνατό δίδυμο. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου γοητεύει και συγκινεί στις δύο πολύ σύντομες εμφανίσεις της.
Ο Δημήτρης Καραντζάς στάθηκε με σεβασμό στην επιθεώρηση και την ιστορία της, μετουσιώνοντας και εκσυχρονίζοντας τη σκηνική απεικόνισή της κρατώντας όλη την σκηνική της παράδοση: στρας και πούλιες, φτερά, καπέλα, λάμψη και χάρη επιλέγοντας μάλλον συνειδητά την «ελαφριά» πλευρά της ως απάντηση στην κατήφεια της καθημερινότητας. Λειτουργικό στις απαιτήσεις μιας περιοδείας το σκηνικό από τη Μαρία Πανουργιά και τη Μυρτώ Λάμπρου, πολύ όμορφα τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, ενώ ο Αλέκος Αναστασίου μεγαλουργεί στα φώτα.
Η μουσική του Φοίβου Δεληβοριά αποδεικνύεται «διαβασμένη» στο είδος, στάθηκε όχι επικρατούσα και κυρίαρχη, αλλά συνοδευτική στα επιθεωρησιακά νούμερα, πατώντας στο επιθεωρησιακό μοτίβο αγαπημένων μελωδιών (υπάρχει ακόμα και το σύγχρονο «Ηθοποιός σημαίνει φως» κατ’ αντιστοιχία, που το ερμηνεύει ο Μιχάλης Οικονόμου).
H «The 1821-Η επιθεώρηση» είναι μια παράσταση που πραγματικά περνάς όμορφα, ευχάριστα και ανώδυνα. Σίγουρα, δεν αποτελεί το σύγχρονο «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (όπως κάπου διάβασα), σίγουρα δεν είναι η σκηνική αποτύπωση του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικoύ Kράτους» του Βασίλη Ραφαηλίδη (να μια θαυμάσια ιδέα για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση). Αλλά, θεωρώ ότι δεν ήταν έτσι κι αλλιώς αυτός ο σκοπός των συντελεστών της.
** O Ισπανικός θίασος Gonzales παρουσίασε το έργο Gran Via (Μεγάλη Λεωφόρος) στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1894. Το νούμερο παρουσίαζε τις συνέπειες και τον προβληματισμό για την διάνοιξη της κεντρικής λεωφόρου της Μαδρίτης που ξεκίνησε το 1888, παρουσιάζοντας σκηνικά τους παράπλευρους δρόμους και τα σοκάκια, τη ζωή σε αυτά και δίνοντας λόγο και χώρο σε ανθρώπινους τύπους μέσα από την πρόζα, το χορό και τραγούδι.
Ταυτότητα της παράστασης
Σύνθεση: Φοίβος Δεληβοριάς- Δημήτρης Καραντζάς
Κείμενα: Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Αστερής, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστας Μανιάτης, Κώστας Κωστάκος, Κέλλυ Παπαδοπούλου και Φοίβος Δεληβοριάς
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Πρωτότυπη μουσική: Φοίβος Δεληβοριάς
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά – Μυρτώ Λάμπρου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Χορογραφία: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη
Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Κομμώσεις: Κωνσταντίνος Σαββάκης
Φωτογραφίες-Video-Artwork: Γκέλυ Καλαμπάκα
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ:
Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Eλένη Κοκκίδου, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Γάλλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Νιάρρος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κουκουράκης, Γιάννης Κλίνης, Βάσω Καβαλιεράτου, Πάνος Παπαδόπουλος, Ηλίας Μουλάς, Ιωάννα Πιατά
Guests: Λυδία Φωτοπούλου, Μαρία Καβογιάννη, Μάρθα Φριντζήλα, Χρήστος Λούλης
Παραγωγή: ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Διεύθυνση Παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη
Οργάνωση Παραγωγής: Κατερίνα Λιάτσου
Δημόσιες Σχέσεις – Επικοινωνία: Όλγα Παυλάτου