Κώστας Β. Ζήσης

«δεν υπάρχει κωμωδία που να ξεπερνάει το δικό μου δράμα»

Οι «Τρομεροί γονείς» του Ζαν Κοκτώ δεν αποτελεί ένα ευκόλως κατηγοριοποιημένο θεατρικό έργο. Δίκαια του έχει αποδοθεί  ο τίτλος του «αναποφάσιστου», μιας και ο χαρακτηρισμός τόσο της σπαρταριστής κωμωδίας ή του σκοτεινού δράματος δεν το περιγράφουν απόλυτα.  Η υπόθεση μοιάζει φαρσική: οι μηχανορραφίες μιας δεσποτικής ινσουλινοεξαρτόμενης μητέρας και ενός σκανδαλιάρη πατέρα  να εμποδίσουν την απογαλάκτιση του γιου τους, αποτρέποντας τον  γάμο του με μια συμφοιτήτριά του με την οποία ο πατέρας είχε εφήμερη περιπέτεια, και η παρέμβαση της ερωτευμένης με τον πατέρα, εύπορης θείας και αδερφής της μητέρας δημιουργούν ένα ιδανικό τοπίο, πρόσφορο για τον θεατράνθρωπο (συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης) και κινηματογραφιστή Κοκτώ, να ξεδιπλώσει το ιδιαίτερο ύφος και οπτική του. Και ενώ όπως αρχικά φαίνεται το έργο ξεκινάει ως ελαφρό μπουλβάρ, φτάνει μέχρι το μελό, διατηρώντας στοιχεία φάρσας, κωμωδίας, ιλαροτραγωδίας, και δράματος, με υφολογικό άξονα ένα από τα βασικότερα στοιχεία του θεάτρου του παραλόγου, την αδυναμία επικοινωνίας των ηρώων.

Ο Ζαν Κοκτώ, βασικός εκπρόσωπος της Avant Garde, ενδύει τους ήρωες του με χαρακτηριστικά γκροτέσκο, και τους χειρίζεται ως μαριονέτες  που κινούνται στην οριακή γραμμή λογικής και παραλόγου, ενσυναίσθησης και αναισθησίας, με το χαρακτηριστικό τουπέ ψευδεπίγραφης ευμάρειας του μικροαστισμού. Σε αυτόν τον μικροαστισμό και στην υποκρισία του, κατά κύριο λόγο στρέφει τα βέλη του και στοχεύει στην κατάρρευσή του.

Στην παράσταση του Ραντάρ, έχουμε μια καίρια παρέμβαση της Αναστασίας Παπαστάθη, η οποία υπογράφει την μετάφραση και τη δραματουργική επεξεργασία εκτός της σκηνοθεσίας: το έργο μεταφέρεται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, με βασικές μεταθέσεις των ηρώων του Κοκτώ από το αστικό μεσοπολεμικό σαλόνι, στο σημερινό αθηναϊκό διαμέρισμα. Αυτή η παρέμβαση, αναγκαστικά μεταλλάσει και το αποτύπωμα του έργου. Η Αναστασία Παπαστάθη, κλείνοντας το μάτι, οδηγεί το έργο στους δρόμους της ελληνικής ηθογραφίας  μένοντας πιστή στις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα για μια κωμωδία γαλλικής ηθογραφίας  βοντβίλ.  «Κλασικοποιεί» τους ήρωες, οι οποίοι πλέον θα μπορούσαν να είναι ήρωες π.χ. του Ξενόπουλου ή του Τερζάκη, αναπτύσσοντας ντόπια στερεότυπα όπως αυτό της Ελληνίδας υπερπροστατευτικής μητέρας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος, που όλοι οι ήρωες έχουν πετάξει τα συγγραφικά γκροτέσκ χαρακτηριστικά τους, και έχουν αφεθεί στην οικειοποίηση και την ρεαλιστική αναγνωρισιμότητα.

Η ίδια η Αναστασία Παπαστάθη, ερμηνεύει το ρόλο της μητέρας επιθετικά διατηρώντας δεσποτική ψυχρότητα ακόμα και στις συναισθηματικές αλλαγές της (που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μέρος του υποκριτικού χαρακτήρα της ηρωίδας της). Αυτό της επιτρέπει να επιτύχει μεν ερμηνευτική  ισορροπία στις διακυμάνσεις της και στην εμμονική χειραγώγηση του περιβάλλοντός της, χωρίς όμως να τις χρωματίζει.  Με ιδιαίτερη χάρη και με απευθείας αναφορές σε ελληνικούς κινηματογραφικούς πατεράδες ο Γιώργος του Χρήστου Ευθυμίου, αναδεικνύει και ενισχύει δραματουργικά την αντιθετική  διάσταση με τη δεσποτική σύζυγό του, επιδρώντας καταλυτικά με την ερμηνεία του στην αποφόρτιση των δραματικών σκηνών. Η Μαρία Μαυροματάκη, αποπνέει μια δύναμη σταθερότητας και ασφάλειας στο ρόλο της εύπορης , προδομένης ερωτικά θείας, η οποία απελπισμένα προσπαθεί να κινήσει τα νήματα από τα μετόπισθεν. Με δροσιά και ζωντάνια οι δύο νεαροί ερωτευμένοι, ίσως περισσότερο συγκρατημένη και συντηρητική απ’ όσο θα έπρεπε  στο ρόλο της η Ευδοκία Ασπρομάλλη, και κάπως αμήχανος σε στιγμές ο Αντώνης Καραθανασόπουλος , δένουν ωστόσο επενδύοντας σωστά  στην αθωότητα και πλαστικότητα των χαρακτήρων τους.

Η Κυριακή Πανούτσου υπογράφει τα φινετσάτα σκηνικά, η ίδια επιμελείται και τα κοστούμια και ο Πάνος Φορτούνας  ντύνει όμορφα μουσικά την παράσταση.

Παράσταση με λόγο και συναίσθημα, τοποθετημένη σε ρεαλιστική βάση, κι αν απουσιάζει από αυτήν ο απόμακρος βιτριολικός αισθητισμός του Κοκτώ, κατέχει όμως απλόχερα τα δώρα της  αίσθησης του οικείου και του προσφιλούς με αποτέλεσμα η αγάπη, η κατανόηση και συμπάθεια για τους ήρωες να επιβάλλονται  της ειρωνείας και της σάτιρας.