Κώστας Β. Ζήσης

«…δε μοιάζει με θυμό Θεού, μοιάζει με θυμό ανθρώπου…»

Κι ενώ έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων για τον μυστηριακό, μυστικιστικό, χαώδη, οργιαστικό, εφιαλτικό και αιμοβόρο (με την κυριολεξία) χαρακτήρα της τραγωδίας αυτής του Ευριπίδη, της τελευταίας που έγραψε και που παίχτηκε μετά τον θάνατό του, θα πρέπει ίσως να ξεπεράσουμε τις ψυχολογικές ενδοσκοπήσεις (που παραμένουν πάντα μια σταθερά στο έργο του ποιητή) και τις χιλιοειπωμένες φροϋδικές αναλύσεις (που για μένα αποτελούν και μια απλουστευμένη, μονομερή και κάπως ισοπεδωτική ματιά στην τραγωδία αυτή) και να σταθούμε σε δύο πολύ κομβικά σημεία, που με έναν παραβολικό μοναδικό τρόπο, ο Ευριπίδης στη δύση της ζωής του πραγματεύεται: τον άνθρωπο και την κοινωνία του.

Γιατί, τι άλλο εκτός από τον Άνθρωπο δεν έχει στο επίκεντρό του ο Ευριπίδης σχεδόν ιερόσυλα, επιλέγοντας ως θέμα του την επαναγέννηση και ενανθρώπηση του Θείου (πράγμα που οδηγεί αρκετούς να μιλάνε, κάπως αβασάνιστα, για επιστροφή του ποιητή στη θρησκεία); Ο Θεός γίνεται Άνθρωπος και ο Άνθρωπος γίνεται το κέντρο και το μέτρο όλων. Και μάλιστα σε μια κρίσιμη κοινωνική και πολιτειακή περίοδο, την οποία πολλάκις έχει βρει την ευκαιρία και τις αφορμές μέσα από τα έργα του να καταγγείλει. Πόση διαφορά έχει η Αθήνα σε σήψη και διαφθορά που εγκατέλειψε, από τον δραματουργικό χρόνο και τόπο της Θήβας πριν την ακμή της δημοκρατίας; Δημοκρατία που πια περνάει δύσκολες ώρες και στην Αθήνα, τη βυθισμένη σε πολιτιστικό και κοινωνικό ναδίρ. Έτσι, στη μοναδική σωζόμενη τραγωδία όπου μετέχει ψυχή και σώματι ο Διόνυσος, ο Θεός με την πλέον άμεση και καταλυτική επίδραση στην ανθρώπινη συμπεριφορά και που ήρωές της είναι εκπρόσωποι της κοινωνικής πυραμίδας της εποχής, συναντούμε μια μοναδική αλληγορική και συμβολική απεικόνιση της σύγκρουσης λογικής και ενστίκτου από τη μια αλλά κυρίως μια κραυγή για την απειλή της επερχόμενης πολιτισμικής συντριβής από την άλλη. Τα όργια, οι τελετές, η μανία και ο κανιβαλισμός γίνονται το μέσο και η πρόφαση για τον Ευριπίδη να μιλήσει, και μιλάει κοινωνιολογικά: όχι απλώς για τις αντιθέσεις και τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής αλλά για την καταλυτική τους επίδραση στην κοινωνία συνολικά. Οι Βάκχες είναι το τελευταίο καμπανάκι που κρούει ο Ευριπίδης στους Αθηναίους και μια σταθερή παρακαταθήκη για τον πολιτισμό μας διαχρονικά.

Βεβαίως, η επιλογή της Νικαίτης Κοντούρη, στην παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και της Εταιρείας Τέχνης Ars Aeterna ήταν να επενδύσει περισσότερο στο καθαρά ψυχολογικό υπόβαθρο της τραγωδίας, ασπαζόμενη ταυτόχρονα την a priori διαχρονικότητα και το αναλλοίωτο κοινό πεδίο του κοινωνικού προβληματισμού από τα χρόνια του Ευριπίδη έως σήμερα. Η επιλογή της αυτή ισχυροποιήθηκε πρωτίστως από την καθαρά ψυχολογική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, που καταφέρνει να φέρνει στην επιφάνεια με ξεκάθαρο τρόπο την ψυχή των ηρώων και τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της τραγωδίας, αλλά και με τον συμβολισμό της σκευής της παράστασής της, με ενδεικτικότερο όλων τον ομφάλιο λώρο που συνδέει Κάδμο-Τειρεσία (θρησκευτική και πολιτική εξουσία) από τη μια, και το χαλί-καθρέφτης που ξετυλίγεται από τον Πενθέα από την άλλη (αναζήτηση για τη ρίζα και την ποιότητα της ύπαρξης). Στον καταιγιστικό ιστό αλληγοριών και συμβολισμών που πλέκει ο Ευριπίδης δε στάθηκε αμήχανα, αποφασίζοντας δυναμικά να επενδύσει σε μια πρόσμιξη καθόλα ετερόκλητων στοιχείων μεταξύ τους, ρισκάροντας ίσως το συνολικό αποτέλεσμα και την επίγευση της παράστασης. Στην παράσταση θα συναντήσουμε έναν απόλυτα ρεαλιστικό Πενθέα, έναν σουρεαλιστικό Τειρεσία, έναν συντηρητικό, παραδοσιακό υφολογικά Κάδμο, έναν φουτουριστικό Χορό, μια ιδιαίτερα εκφραστική σωματικά Αγαύη και έναν Διόνυσο που συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω ιδιαίτερα στοιχεία των ηρώων μαζί. Θα ακούσουμε μουσική βγαλμένη από τα έγκατα της παράδοσης, μουσική που ξεχύνεται στην Ορχήστρα από σύγχρονους αγωγούς και μέσα, θα μαγνητιστούμε από τα παιχνίδια σκιάς και φωτός. Η Νικαίτη Κοντούρη θα διχάζεται δημιουργικά σε κάθε λεπτό της παράστασης ανάμεσα στην παραδοσιακή φόρμα και στη σύγχρονη ανάγνωση και ρυθμολογία και αυτή η εναλλαγή, αυτό το σκηνοθετικό τραμπολίνο και το αίσθημα του σκηνικού απρόβλεπτου (όσο απρόβλεπτη είναι ίσως και η εξέλιξη της τραγωδίας) είναι που κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση και σε αναπόσπαστη θέαση. Και εδώ θα πρέπει να εξάρουμε την έμπνευση για το θέατρο σκιών στη γέννηση του Διονύσου (μια σκιά που γιγαντώνεται), που προσδίδει ένα υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα σε μια πολύ ιδιαίτερη και δύσκολη στην ορχηστρική αποτύπωσή της σκηνή της γέννησης-ανάδυσης ενός Θεού.

Ο Άκης Σακελλαρίου ερμηνεύει τον Διόνυσο, συγκεντρώνοντας επάνω του όλα τα ανθρώπινα στοιχεία των ηρώων (και τις ερμηνευτικές φόρμες τους), διατηρώντας ταυτόχρονα και τη θεϊκή του υπόσταση. Ούτε Θεός άφθαρτος, ούτε Άνθρωπος φθαρτός, μια σκιά και ένας δαίμονας, και έτσι ερμηνεύει τον ρόλο, με τρόπο σαγηνευτικό. Ακόμα και η ιδιότυπη άρθρωση που αρχικά ξενίζει καταφέρνει και εντάσσεται μέσα στην παράσταση με τις παρηχήσεις των συμφώνων, ενώ θα πρέπει να καταγράψουμε και ένα επιτηδευμένο στυλιζάρισμα παιγνιώδους υπεροπτικού παιχνιδιού που ξεκινά από το κοστούμι και φτάνει μέχρι και την έκφραση και την κίνηση.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, σαρωτικός και διαβασμένος, καταδύθηκε στον ρόλο του Πενθέα. Περνάει αψεγάδιαστα από τις διαμετρικά αντίθετες διακυμάνσεις του ήρωα, βυθισμένος στην εμμονική άρνηση αρχικά και στη υπνωτική μέθεξη που θα τον οδηγήσει στο φρικώδες τέλος. Έχει μεγάλους κινδύνους ο ρόλος να υποπέσει σε καρικατούρα θεατρικής φιγούρας μιας και η αρχική, στα όρια της παιδικής, μονολιθικότητα τον καθιστά άκρως ευάλωτο στις Διονυσιακές προθέσεις, αλλά ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μένει μακριά από τέτοια απόδοση διατηρώντας ένα σταθερό ερμηνευτικό μέτρο. Η είσοδός του στην Ορχήστρα, από το Κοίλον, δηλώνει εύστοχα και ξεκάθαρα την ανθρώπινη και ρεαλιστική υπόστασή του.

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου, ηθοποιός που κρύβει μέσα της έναν ερμηνευτικό δαίμονα, με ιδιαίτερη σωματική πλαστικότητα κορυφώνει την Αγαύη που έχει κυριευθεί από την οργιώδη βακχική μανία για να καταλήξει βυθισμένη στην απελπισία όταν επανέλθει και συνειδητοποιήσει τι έχει πράξει. Είναι οδυνηρή αυτή η μεταστροφή διάθεσης και συναισθημάτων που συντελείται σχεδόν ταυτόχρονα και η ηθοποιός ανταποκρίνεται με σθένος και δυναμική. Μέθη και φρενίτιδα δίνουν τη θέση τους στον σπαραγμό και την απόγνωση.

Ο Τειρεσίας της Ιωάννας Παππά είναι απόκοσμος, είναι σουρεαλιστικός, είναι σωματικός και φορμαρισμένος στον λόγο και βεβαίως κυρίαρχος στην ορχήστρα. Αντίθετα, ο Δημήτρης Πετρόπουλος στον ρόλο του Κάδμου, αν και άμεσα συνδεδεμένος με τον Τειρεσία, βρίσκεται σε άκρως διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση του ρόλου, η οποία είναι μάλλον μετριοπαθής και βασισμένη σε πιο παραδοσιακή φόρμα, με τη βασιλική αίγλη να υπολείπεται αισθητά. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ερμηνεύει και τους δύο αγγελιαφόρους της παράστασης και είναι καθηλωτικός παρόλη την ακινησία του στην σκηνή. Με χαμηλούς αρχικά τόνους που καταλήγουν σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο έρχεται και κλιμακώνει την αφήγησή του λέξη τη λέξη, στίχο τον στίχο, θέτοντας έκφραση, χειρονομίες και χρωματισμούς στην υπηρεσία της. Είναι συναρπαστικός, ιδιαίτερα στον πρώτο Άγγελο, αλλά δεν υστερεί διόλου και στη δεύτερη αφήγησή του.

Ο Χορός των Βακχών, αποτελούμενος από τις Ιουλία Γεωργίου, Θάλεια Γρίβα, Σμαράγδα Κάκκινου, Σοφία Κουλέρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ελένη Στεργίου και Ιωάννα Τζίκα, ντυμένος στα μαύρα ενώ είναι μετρημένος, οργανωμένος, πειθαρχημένος και απόλυτα συγκεντρωμένος, είναι ίσως και ένα από αγκάθια της παράστασης. Η κίνηση που δίδαξε η Ανδρονίκη Μαραθάκη δεν έδωσε στα πολύ μελετημένα κορίτσια του τη δυνατότητα να αναπτύξουν το ελεύθερο πνεύμα και τον βακχισμό τους. Η κατάληψή τους από το μένος του Διονύσου συντελείται περισσότερο με στρατιωτικούς όρους και σχηματισμούς, δημιουργώντας έτσι μια αντίφαση και μια διάσταση λόγου και έργου. Θύρσοι και μπαλτάδες γίνονται απλά όργανα εκτέλεσης και όχι στοιχεία του διονυσιασμού τους, που είναι περισσότερο δονούμενος σωματικά παρά δημιούργημα από τα έγκατα της ψυχής τους. Για να το πούμε απλά, δε γίνεται να βακχεύεις πειθαρχημένα μιας και η απειθαρχία είναι βασικό στοιχείο του βακχισμού.

Η παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη είχε δύο πολύ μεγάλους συμπρωταγωνιστές: την πολύ ιδιαίτερη και χαρακτηριστική μουσική των ΘΡΑΞ-PUNKS και τους φωτισμούς του Νίκου Σωτηρόπουλου, που συνέπραξαν ιδανικά στη δημιουργία της μυστικιστικής, ιεροτελεστικής ατμόσφαιράς. Με γενικό σχεδιασμό φώτων σε ημίφως, σε φως φεγγαριού με φωτεινούς διαδρόμους και ακούγοντας τους παραδοσιακούς ήχους που παραπέμπουν απευθείας σε διονυσιακές τελετές πυροβασίας, ενέταξαν τον ποιητή στο κλίμα της βακχικής καταληψίας και στο τελετουργικό αποτύπωμα της παράστασης.

Η Λουκία Μινέτου δημιούργησε σκηνικά τον Κιθαιρώνα που έστησε στην ορχήστρα που διαδραματίζονται τα γεγονότα με το σκαληνό τρίγωνο-επικλινές πατάρι, ενώ τα κοστούμια της ακολούθησαν τη σκηνοθετική πανσπερμία και πολυσυλλεκτικότητα προσπαθώντας (άλλοτε με επιτυχία , όπως στον Πενθέα ή στο σχόλιο Τειρεσία – Κάδμου, άλλοτε όχι, όπως συνέβη με τα μαύρα φουτουριστικά κοστούμια του Χορού) να συνταιριάξουν διαφορετικές εποχές, διαθέσεις και προσωπικότητες.

Είχαμε απολαυστικές στιγμές στην παράσταση: η γέννηση του Διονύσου, η παρένδυση (με αριστοφανικές νύξεις) του Πενθέα, το ξεδίπλωμα του χαλιού-καθρέφτη, η επαναφορά της Αγαύης στη φρικώδη πραγματικότητα. Μας συνεπήρε η μουσική, μας γοήτευσαν τα φώτα, μας συγκίνησαν οι ερμηνείες και τελικά η παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη, πέτυχε όλα αυτά τα διαφορετικά και ετερόκλητα στοιχεία να τα ενώσει σε μια ενιαία οπτική, αφήνοντας ένα πολύ θετικό αποτύπωμα στη θεατρική μας εμπειρία.