Ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902 και πέθανε στη Μόσχα στις 3 Ιουνίου 1963. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.
Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.
Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.
Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια…
Ο Ναζίμ Χικμέτ μέσα από τη ματιά του Γιάννη Ρίτσου
«Ο Ναζίμ Χικμέτ δεν ήταν διόλου αυτό που αποκαλούμε «διανοούμενος». Δεν κατασπαταλούσε τις αισθήσεις του σε άπειρες κι αόριστες πνευματικές μεταπλάσεις. Τις βίωνε. Αισθανόταν απέραντα και σκεφτόταν με γενικές ιδέες, πάνω σε βασικά, λογικά σχήματα. Δεν ανακάλυπτε, ούτε αποκάλυπτε, αλλά επαλήθευε παραδεγμένες ήδη ιδέες, και στοχαζόταν φυσικά πάνω απ’ το αίσθημά του, κι όχι μέσα απ’ το αίσθημά του. Κι η σύμπτωση του αισθήματος και της ιδέας (και η ισορροπία τους μέσα στο έργο του) είναι φυσική στην περίπτωση του Χικμέτ, κι όχι καταναγκαστική.
Ναι, δεν είναι «διανοούμενος». Δεν κατεχόταν απ’ το συναίσθημα της αμηχανίας μπροστά στους ανθρώπους, στα γεγονότα, το χρόνο ─ δεν ένιωθε ούτε «ξένος» ούτε «ιδιαίτερος» ούτε «μονάχος». Δε ζούσε μέσα στη σκοτεινή «χιλιοόμματη καχυποψία» που εξαντλείται σε μιαν ανεξάντλητη έρευνα, ψηλαφώντας απίθανες περιοχές διαρκώς επικρεμάμενων «αόρατων απειλών» και δημιουργώντας «απαραβίαστα καταφύγια» μιας καταπληκτικής τεχνικής ευστροφίας. Οι απειλές γι’ αυτόν είχαν οριστεί μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό χώρο. Κι ο αγώνας του, ο αγώνας της τέχνης του, είχε ορισμένο, ορατό στόχο. Δεν ένιωθε την ανάγκη μιας εσωτερικής αυτοπροστασίας. Προστατευόταν, προστατεύοντας τους άλλους, και μαχόταν με την πιο γυμνή παρρησία.»