
Ο Ντάριο Φο γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1928 και άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Μιλάνου στις 13 Οκτωβρίου 2016, σε ηλικία 90 ετών. Μετά από μάχη δώδεκα ημερών, νικήθηκε από την πνευμονία.
Εμβληματικός Θεατρικός Συγγραφέας και Σατιρικός Καλλιτέχνης
Ο Ντάριο Φο, βραβευμένος με Νόμπελ το 1997 για το σατιρικό έργο «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», στη διάρκεια της ζωής του σάρκαζε κάθε είδους εξουσίες αφήνοντας το δικό του καλλιτεχνικό στίγμα. Η είδηση του θανάτου του ακολούθησε μήνυμα του τότε Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, που έλεγε: «Με τον Ντάριο Φο η Ιταλία χάνει έναν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του θεάτρου, του πολιτισμού, της κοινωνικής ζωής της».
Γέννηση και Νεανικά Χρόνια
Ο Φο γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο στις 24 Μαρτίου 1926, στην επαρχία του Βαρέζε. Ο πατέρας του, Φελίτσε, ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο ίδιος έμαθε την τέχνη της διήγησης από τη γιαγιά του και τους Λομβαρδούς ψαράδες. Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική, όμως η καταιγίδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέτρεψε τα σχέδιά του.
Πολιτική και Αντιφασιστική Δράση
Η οικογένεια του Φο συμμετείχε ενεργά στον αντιφασιστικό αγώνα. Λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα {teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.
Τα Θέατρα και η Συνεργασία με τη Φράνκα Ράμε
Η Συνάντηση με τη Φράνκα Ράμε και Η Θέατρο Σταδιοδρομία
Το 1951 ο Φο συναντά τη Φράνκα Ράμε, γόνο θεατρικής οικογένειας, όταν δούλευαν μαζί στην παραγωγή της επιθεώρησης “Εφτά ημέρες στο Μιλάνο”. Οι δυο τους δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά θεατρικά δίδυμα της Ιταλίας. Στην ίδια χρονιά, ο Φο άρχισε να δημιουργεί και σατιρικούς μονολόγους για το ιταλικό ραδιόφωνο, όπου μετατρέποντας βιβλικές ιστορίες σε πολιτική σάτιρα, προκαλούσε τις αρχές.
Επιτυχία και Αντιδράσεις
Η αμφισβήτηση της εξουσίας μέσω της τέχνης συνεχίστηκε και στις επόμενες δεκαετίες, με το έργο του να προκαλεί σκανδαλισμό και λογοκρισία από την κυβέρνηση και την εκκλησία. Παρά τις αντιξοότητες, ο Φο και η Ράμε παρέμειναν δημοφιλείς, ενσωματώνοντας στην τέχνη τους μια ισχυρή πολιτική διάσταση.
Ο Φο και η Λογοκρισία: Αντιδράσεις και Διαμαρτυρίες
Κινηματογραφικές και Θεατρικές Παρουσιάσεις
Ο Φο και η Ράμε είχαν περιοδεύσει με επιτυχία σε πολλές χώρες, όπως Σουηδία και Πολωνία. Παράλληλα, το έργο του “Μίστερο Μπούφο” (1969) κέρδισε μεγάλη αναγνώριση, προκαλώντας την ανάπτυξη μιας νέας μορφής θεάτρου στην Ιταλία, το «teatro di narrazione».
Πολιτική Δράση και Κριτική
Η τέχνη του Φο δεν περιοριζόταν μόνο στο θέατρο, αλλά επεκτεινόταν και στην πολιτική. Στην εποχή του, η Ιταλία βίωνε έντονες πολιτικές αναταραχές και ο Φο χρησιμοποιούσε το θέατρο για να ασκήσει σφοδρή κριτική στην πολιτική διαφθορά, τη θρησκευτική καταπίεση και τον πόλεμο.
Η δεκαετία του ’60 και η επιτυχία
Το 1960 κερδίζουν την εθνική αναγνώριση με το Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ στο θέατρο Οντεόν του Μιλάνο. Κι άλλες επιτυχίες ακολουθούν. Το 1961 τα θεατρικά έργα του αρχίζουν να παίζονται σε Σουηδία και Πολωνία.
Το 1962 γράφει και σκηνοθετεί την εκπομπή Καντσονίσιμα στη RAI. Ο Φο χρησιμοποιεί το σόου για να περιγράψει τη ζωή των απλών ανθρώπων και γρήγορα γίνεται επιτυχία. Ένα επεισόδιο για ένα δημοσιογράφο που σκοτώθηκε απ’ τη Μαφία ενόχλησε τους πολιτικούς που είχε ως συνέπεια ο Φο και η Ράμε να λάβουν απειλές κατά της ζωής τους και να μπουν κάτω από αστυνομική προστασία.
Φεύγουν απ’ την εκπομπή όταν η RAI αρχίζει να λογοκρίνει το πρόγραμμα. Η ιταλική ένωση ηθοποιών καλεί τα μέλη της να αρνηθούν να τους αντικαταστήσουν. Απαγορεύεται η εμφάνισή τους στη RAI για τα επόμενα 15 χρόνια. Συνεχίζουν να παίζουν στο Οντεόν.
Το 1962 το έργο τους για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα τούς προμηθεύει σωματοφύλακες. Το La Signora e da buttare (1967) είχε σχόλια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ και τη δολοφονία του Κένεντι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ το θεώρησε ασέβεια προς τον πρόεδρο Τζόνσον, και ο Φο δεν μπορούσε να βγάλει αμερικανική βίζα για πολλά χρόνια μετά.
Το 1968 ο Φο και η Ράμε ίδρυσαν την θεατρική κολλεκτίβα Νέα Σκηνή (Associazione Nuova Scena) με κινούμενες σκηνές θεάτρου, μετατρέποντας ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σε θέατρο. Απευθύνθηκαν στο ΚΚΙ για βοήθεια και πρόσβαση σε δημοτικά κέντρα και εργατικές ενώσεις.
Τον Οκτώβριο του 1968 έκαναν περιοδεία με το τελευταίο έργο του Φο Grande pantomime con bandiere e pupazzi piccolo I medi ( Μεγάλη Παντομίμα με Σημαίες και Μικρές και Μεσαίες Μαριονέτες), αρχίζοντας από την Τσεζένα. Το έργο, που διαθέτει μάσκες αντί για χαρακτήρες – που αντιπροσωπεύουν το Κεφάλαιο, τη Βιομηχανική Συνομοσπονδία, τη Μεγαλοοικονομία, την Εκκλησία, το Λαό, Επαναστάτες και Αγρότες – ανάμεσά τους μια γιγαντιαία μαριονέτα, που αντιπροσωπεύει το φασισμό, που γεννά τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, της μοναρχίας του Στρατού και της Βιομηχανίας.
Ο Ντάριο Φο αφαίρεσε τα δικαιώματα που απαιτούνταν για να παιχτούν τα έργα του στην Τσεχοσλοβακία μετά την συντριβή της Άνοιξης της Πράγας από δυνάμεις της συνθήκης της Βαρσοβίας ως διαμαρτυρία και αρνήθηκε να δεχτεί τη λογοκρισία που απαιτούσαν οι Σοβιετικοί λογοκριτές. Οι παραγωγές έργων του στο Ανατολικό μπλοκ σταμάτησαν.
Το 1969 παρουσίασε για πρώτη φορά το Μίστερο Μπούφο, ένα θεατρικό έργο μονολόγων βασισμένο στη μείξη μεσαιωνικών έργων και τοπικών προβλημάτων. Είχε επιτυχία και έκανε 5.000 παραστάσεις ακόμα και σε γήπεδα. Ο Μίστερο Μπούφο επηρέασε πολλούς νέους ηθοποιούς και συγγραφείς: μπορεί να θεωρηθεί σαν η ιδρυτική στιγμή αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν αφηγηματικό θέατρο teatro di narrazione, ένα είδος θεάτρου στο οποίο δεν υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν ένα δραματικό ρόλο, ένα θέατρο παρόμοιο με το λαϊκό παραμύθι. Οι πιο διάσημοι Ιταλοί παραμυθάδες είναι οι Μάρκο Παολίνι, Λάουρα Κουρίνο, Ασάνιο Σελεστίνι, Ντάβιντε Ένια και Αντρέα Κοζεντίνο.
Η δεκαετία του ’70 Το 1970 ο Φο και η Ράμε άφησαν τη Νέα Σκηνή λόγω πολιτικών διαφορών. Ξεκίνησαν την τρίτη τους θεατρική ομάδα, Collettivo Teatrale La Comune.
Παρήγαγαν έργα (βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό) για τα σύγχρονα προβλήματα με πολλές αναθεωρήσεις. Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού (1970) ασκούσε κριτική στην κατάχρηση εξουσίας του συστήματος δικαιοσύνης. Ο Φο το έγραψε μετά από μια τρομοκρατική επίθεση από ακροδεξιούς στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell’Agricoltura) στο Μιλάνο.
Το Φενταγίν (1971) ήταν ένα θεατρικό έργο για την ασταθή κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη και οι ηθοποιοί αποτελούνταν από πραγματικά στελέχη της PLO. Από το 1971 ως το 1985, η θεατρική ομάδα δώρισε μέρος των εισπράξεών της για την υποστήριξη απεργιών του ιταλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το 1973 η ομάδα μετακομίζει στο Σινεμά Ροσίνι στο Μιλάνο. Όταν ο Φο άσκησε κριτική στην αστυνομία σε ένα από τα έργα του, ακολούθησαν αστυνομικές επιδρομές και η λογοκρισία αυξήθηκε. Στις 8 Μαρτίου, μια νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη Φράνκα Ράμε, βασανίζοντάς την και βιάζοντας την. Η Ράμε επέστρεψε στη σκηνή μετά από δύο μήνες με νέους αντιφασιστικούς μονολόγους.
Αργότερα τον ίδιο χρόνο, η ομάδα κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο εμπορικό κτίριο στο κέντρο του Μιλάνο και το ονόμασε Παλατάκι Liberty (Ελευθερία) (Palazzina Liberty). Άνοιξαν το Σεπτέμβρη με το Λαϊκός Πόλεμος στη Χιλή (Guerra di popolo in Cile), ένα έργο για μια εξέγερση ενάντια στην χιλιανή στρατοκρατική κυβέρνηση. Γράφτηκε μετά το θάνατο τουΣαλβαδόρ Αγιέντε.
Ο Φο συνελήφθη όταν προσπάθησε να αποτρέψει την αστυνομία να σταματήσει την παράσταση. Το έργο του Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω! (1974) ήταν μια φάρσα για το κίνημα αυτοδιαχείρισης όπου γυναίκες (και άντρες) έπαιρναν ότι ήθελαν από την αγορά, πληρώνοντας μόνο ότι μπορούσαν.
Το 1975 έγραψε το Φανφάνι ράπιτο (Fanfani rapito) προς υποστήριξη ενός δημοψηφίσματος υπέρ της νομιμοποίησης της έκτρωσης. Τον ίδιο χρόνο αυτός και η Ράμε επισκέφτηκαν την Κίνα. Το 1975 ο Φο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ για πρώτη φορά. Το 1976 ο νέος διευθυντής της RAI προσκαλεί το Φο να κάνει ένα καινούριο πρόγραμμα, Το Θέατρο του Ντάριο (Il Teatro di Dario). Εντούτοις, όταν η δεύτερη έκδοση του Μίστερο Μπούφο παρουσιάζεται στην τηλεόραση το 1977, το Βατικανό το θεωρεί “βλάσφημο” και οι Ιταλοί ακροδεξιοί άρχισαν να γκρινιάζουν ξανά. Παρ’ όλα αυτά, η Φράνκα Ράμε, έλαβε το βραβείο IDI σαν η καλύτερη τηλεοπτική ηθοποιός. Το 1978 ο Φο κάνει την τρίτη έκδοση του Μίστερο Μπούφο. Ξαναγράφει και σκηνοθετεί το
Η Ιστορία ενός Στρατιώτη (La storia di un soldato), βασισμένο σε μια όπερα τουΣτραβίνσκι. Αργότερα διασκευάζει, επίσης, όπερες του Ροσίνι. Γράφει κι ένα έργο για το θάνατο του Άλντο Μόρο, το οποίο ποτέ δεν παίχτηκε δημόσια.
Η Δεκαετία του ’80 και η Διεθνής Αναγνώριση
Συνεχείς Δραστηριότητες και Νέα Έργα
Στη δεκαετία του ’80, ο Φο συνέχισε να παράγει θεατρικά έργα και να συμμετέχει σε διεθνείς περιοδείες. Σημαντική στιγμή ήταν η συνεργασία του με το Θέατρο Κομεντί Φρανσέζ το 1989 και η διαμαρτυρία του μέσω του έργου “Γράμμα απ’ την Κίνα”, για τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν.
Το Βραβείο Νόμπελ
Το 1997, ο Ντάριο Φο κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγνώριση του έργου του σε παγκόσμιο επίπεδο επιβεβαίωσε τη σημασία του ως συγγραφέα και θεατρικό δημιουργό.
Το 1980 ο Φο και η οικογένεια του βρίσκουν ένα νέο καταφύγιο, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Αλκατράζ (Libera Universita di Alcatraz), στους λόφους κοντά στο Γκούμπιο και την Περούτζια. Αγόρασαν την κοιλάδα κομμάτι-κομμάτι. Το “καταφύγιο”, επί του παρόντος, το διαχειρίζεται ο Τζάκοπο Φο.
Το 1981 το America Repertory Theater του Κέιμπριτζ προσκάλεσε τον Φο να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Ιταλικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑαρχικά αρνήθηκε να του παραχωρήσει βίζα αλλά αργότερα, το 1984, συμφώνησε να του δώσει μία για 6 μέρες μετά από διαμαρτυρίες Αμερικανών συγγραφέων.
Το 1985 τους παραχωρήθηκε ακόμη μία και έπαιξαν στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο θέατρο του πανεπιστημίου του Νιού Χέιβεν, στο Κέντρο του Κένεντι στην Ουάσινγκτον, στο Θέατρο των Εθνών στη Βαλτιμόρη και στο θέατρο Τζόυς της Νέας Υόρκης. Το 1989 έγραψε Γράμμα απ’ την Κίνα (Lettera dalla Cina) σε διαμαρτυρία για τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν. Τον ίδιο χρόνο ήταν ο πρώτος Ιταλός που σκηνοθέτησε στηνΚομεντί Φρανσέζ (Comedie Francaise). Το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ απ’ το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στην Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείοAgro Dolce. Στις 9 Οκτωβρίου του 1997 τού απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Στις 17 Ιουλίου του 1995, ο Φο έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε σχεδόν όλη την όρασή του. Η Ράμε τον αντικατέστησε στις παραγωγές για ένα διάστημα. Ο Φο ανένηψε σε ένα χρόνο.
Στα έργα του έχει ασκήσει κριτική, μεταξύ των άλλων, στην πολιτική της Καθολικής εκκλησίας για τις αμβλώσεις, τις πολιτικές δολοφονίες, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική διαφθορά και το Μεσανατολικό. Τα έργα του συχνά βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, στο ύφος της commedia dell’arte. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες. Το 2006, ο Φο έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να εκλεγεί δήμαρχος του Μιλάνο, την πιο σημαντική, οικονομικά πόλη της Ιταλίας. Ο Φο, που πήρε πάνω απ’ το 20% των ψήφων, υποστηριζόταν από την Κομμουνιστική Επανίδρυση.
Η Κληρονομιά του Ντάριο Φο
Η τέχνη του Ντάριο Φο έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη διεθνή θεατρική σκηνή. Με τα έργα του, άσκησε κριτική στην κοινωνία, στα πολιτικά κατεστημένα και στη θρησκευτική εξουσία. Τα έργα του συνεχίζουν να παίζονται και να μελετώνται σε όλο τον κόσμο, έχοντας επιρροές στη σύγχρονη πολιτική σάτιρα και το θέατρο.









