γράφει ο Δημήτρης Πατσώνης //

“(…) The moguls had no inclination to scour the country in their quest to find these new stars. MANCHESTER? YOU MIGHT AS WELL HAVE SUGGESTED REYKJAVIK (…) “

Σε πρώτη ανάγνωση ίσως να πρόκειται απλά για τη διαρκή πλέον ανάγκη μας, που φτάνει στα όρια της νεύρωσης, για συνεχή παλινδρόμηση στα «χαμένα μέλλοντα», όπως σοφά τα έχει ονοματίσει ο Mark Fisher (και αργότερα ο Simon Reynolds), που έχει προσδώσει στους καταστατικούς μύθους της ποπ μουσικής μια μυστηριακή σχεδόν αίσθηση, τουλάχιστον για όσους αποφασίζουν κάποια στιγμή στην ζωή τους να ασχοληθούν σοβαρά μ’ αυτή. Και είναι αυτοί οι καταστατικοί μύθοι που φορτίζουν πολλές φορές και τους ίδιους τους τόπους μια υπερβατικότητα, την οποία αισθάνεσαι οικεία και προσπαθείς να την ερμηνεύσεις, ακόμα και αν δεν έχεις αξιωθεί μέχρι σήμερα να τους επισκεφθείς.

Είναι γεγονός πως, αν και έχουν χυθεί τόνοι μελανιού για τις προσωπικότητες της πόλης με την σπουδαιότερη μουσική κληρονομιά μεταπολεμικά, σπανίζουν οι κριτικές αναλύσεις για το ίδιο το Μάντσεστερ και τον τρόπο που επέδρασε, διαμόρφωσε και εν τέλει καθόρισε σε πολλές περιπτώσεις την ψυχοσύνθεση των μετέπειτα ηρώων του. Tο μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το ντοκιμαντέρ του Grant Gee το 2007 για τους Joy Division με τον ομώνυμο τίτλο, όπου πράγματι επιχειρείται να ιδωθεί η μπάντα ως το παράγωγο ενός συγκεκριμένου και ιδιαίτερου αστικού περιβάλλοντος (Όπως είπε και ο ίδιος ο Grant Gee άλλωστε: «I don’t see this as the story of a pop group, I see this as the story of a city that once upon a time was shiny and bold and revolutionary and then suddenly, thirty odd years later is shiny and revolutionary all over again. And at the heart of this transformation is a bunch of groups and one group in particular»). Ελλείπουν, επίσης, οι αναφορές στο τι προηγήθηκε, τι υπήρξε πριν από το σημείο μηδέν, τις δύο δηλαδή εμφανίσεις τον Sex Pistols στο Lesser Free Trade Hall το καλοκαίρι του 1976, που λίγο – πολύ άλλαξαν την ιστορία για πάντα. Από την άλλη, όπως συνήθως απαιτεί το κλασικό παιχνίδι αναφορών των ημερών μας, η πόλη και τα σύμβολά της έχουν ξεπέσει σε ένα σπιράλ γραφικής κόπιας και μιας γκροτέσκας διεκδίκησης royalties εκ μέρους διαφόρων απίθανων τύπων για το ποιος ομοιάζει περισσότερο σε ποιον (it’ s a SHAME (!), αλλά θα ήθελα πολύ να δω μια απ’ αυτές τις random χουλιγκανόφατσες που αναφέρουν τον Mark Smith ως τη βασική επιρροή τους, να το έλεγαν αυτό μπροστά του).

Διαβάζοντας το βιβλίο του Paul Hanley, ντράμερ των The Fall την περίοδο 1980 – 1985, περίμενα πως η ιστορία θα ξεκινούσε πράγματι από το σημείο μηδέν, όπως το περιγράψαμε παραπάνω, και θα εκτυλισσόταν με πλήθος ανεκδοτολογικών στοιχείων και αναφορών. Το γεγονός άλλωστε ότι μιλάμε για ένα πρώην μέλος των The Fall αποτελεί επαρκή λόγο για να γραφεί ένα βιβλίο από μόνο του

Και ο Hanley πράγματι αναφέρεται σε όλα αυτά και μας δίνει όντως διάφορες ιστορίες to remember. Μόνο που το κάνει για πρώτη φορά στη σελίδα 127. Μέχρι τότε  με τρόπο συνοπτικό αλλά και περιεκτικό συνάμα, κάνει μια ενδελεχή καταγραφή της άγνωστης για τους περισσότερους μουσικής ιστορίας της πόλης, φέρνοντας στο προσκήνιο σχετικά αφανείς πρωταγωνιστές, με μείζονα ρόλο όμως για τη μετέπειτα διαμόρφωση της πολυθρύλητης πλέον «northern attitude».

Ο συγγραφέας εκκινεί από τα μέσα των 60s και το πώς σχήματα όπως οι Mindbenders του Wayne Fontana, οι Herman’ s Hermits και οι Hollies προσπάθησαν να βρουν τον δρόμο τους και να διεκδικήσουν και αυτοί ένα μερίδιο από την πίτα των swinging sixties, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους, για να συνεχίσει με τις φιγούρες εκείνες που η επιστροφή στην πόλη τους και στο μέρος που αγάπησαν, κατέστη αυτοσκοπός. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσει τον Graham Gouldman των 10cc αλλά, κυρίως, τον Eric Stewart, πρώην κιθαρίστα των Mindbenders και των 10cc μετέπειτα, ο οποίος αποφάσισε να αφήσει τις εμφανίσεις του στα καμπαρέ και τα youth clubs, προκειμένου να γίνει ο άνθρωπος πίσω από τα Strawberry Studios, στα οποία οι ηχογραφήσεις bubblegum τραγουδιών για τα προς το ζην, θα έδιναν λίγα χρόνια αργότερα τη θέση τους σε κάποιον Martin Hannett, με τη γνωστή συνέχεια. Στα κεφάλαια όπου καταγράφεται το ξεκίνημα και η ιστορία των Strawberry Studios και στη συνέχεια των Pluto, ενδεχομένως προδρόμων της Factory και του ethos που αυτή εκπροσωπούσε, ο Hanley δίνει τον καλύτερό του εαυτό, καθιστώντας τα πιο ενδιαφέροντα του βιβλίου. Οι ιστορίες, για παράδειγμα, πίσω από το quintessentially mancunian «Matchstalk Men and Matchstalk Cats and Dogs», με το χαρακτηριστικό “nowt” αντί του nothing (για το οποίο ο συγγραφέας φαίνεται ιδιαιτέρως περήφανος), ηχογραφημένο στα Pluto και εμπνευσμένο από το έργο του ζωγράφου-υμνητή του απλού ανθρώπου των βιομηχανικών περιοχών της πόλης, των γηπέδων και των εργοστασίων, L.S. Lowry, ή του «Stretford Enders», μιας αθώας και χαριτωμένης απεικόνισης των οπαδών της Γιουνάιτεντ που σμπαραλιάζουν ένα τρένο κατά την επιστροφή τους στην πόλη, είναι χαρακτηριστικές.

Buzzcocks

Έχοντας χτίσει τη βάση, o Hanley προχωράει στα γνωστά του λημέρια και η γραφή του απ’ τους Buzzcocks και έπειτα είναι απολαυστική. Απ’ την ουζοποσία των τελευταίων, που οδήγησε στη γένεση του «Why can’t I touch it ?», την ομολογία που κανείς δεν περίμενε απ’ τον Mark Smith ότι «χέστηκα επάνω μου», όταν απεχώρησε ο Karl Burns από τους Fall, τις διάφορες ασκήσεις δεσποτισμού του Martin Hannett κατά την ηχογράφηση του Unknown Pleasures, τον τσαμπουκά του Johnny Marr απέναντι στο Geoff Tavis της Rough Trade, που αν δεν υπήρχε, ίσως η ιστορία να είχε γραφεί διαφορετικά

Το πράγματι αξιοσημείωτο όμως, το οποίο στην αρχή ξενίζει, εάν λάβουμε υπόψη τα βιβλία ευρύτερης post-punk θεματολογίας, είναι πως ο Hanley, αποφεύγει οποιοδήποτε είδος δοκιμιακής γραφής, όπως ίσως θα ανέμενε κανείς. Ο Hanley δεν είναι Paul Morley, δεν μας δίνει κάποιο obscure μεταμοντέρνο catchphrase ή φλογερά one – liners, για να το υιοθετήσουμε και να έχουμε να λέμε έξω στα μπαρ, δεν κάνει καμία αναφορά στη θατσερική μιζέρια, στην ανεργία, στις γνωστές καταστασιακές αναζητήσεις και τις λογοτεχνικές αναφορές των πρωταγωνιστών του βιβλίου του (μπορεί και από τον φόβο του φίλου του, να του φωνάζει «Hey Slate, give me a brake»). Αντιθέτως, αποδεικνύεται πρωτίστως ένας περίφημος και μεθοδικός ερευνητής, με αγνή αγάπη για την πόλη του (I always feel more comfortable supporting Manchester United than England), την οποία όμως δεν αφήνει να τον παρασύρει σε ανόητους συναισθηματισμούς και σε επιτηδευμένες ασκήσεις «northern» ύφους και περηφάνιας (I have expressed justifiable pride in the achievements of my hometown, without the xenophobic undertones that often accompany pride in the achievement’s of one’s country). Και ίσως τελικά να μη χρειαστεί να ψάξουμε περαιτέρω για ποιον λόγο συνέβησαν όλα αυτά που συνέβησαν στο Μάντσεστερ και όχι κάπου αλλού. Ίσως, πολύ απλά, κάποιοι άνθρωποι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, να αγάπησαν απλά τον τόπο τους.

The Fall

•Όπως το συνοψίζει άλλωστε και ο Tony Wilson: “Most of all, I love Manchester. The crumbling warehouses, the railway arches, the cheap abundant drugs. That’s what did it in the end. Not the money, not the music, not even the guns. That is my heroic flaw: my excess of civic pride”


LEAVE THE CAPITAL, A HISTORY OF MANCHESTER MUSIC IN 13 RECORDINGS
PAUL HANLEY
ROUTE BOOKS