του Γιάννη Παναγόπουλου //
Η ιστορία ζωής του Ιρλανδού Ρος Ντέιλι έχει συνδεθεί σε πρώτο πρόσωπο με την Κρήτη, την πολύχρονη παραμονή του εκεί, την κρητική λύρα, την εξέλιξη της μουσικής παράδοσης, τη διάσωση και έρευνα ήχων και ηχητικών συμπεριφορών του κόσμου. Μια συνέντευξη μαζί με τον Ντέιλι συμπυκνώνει μια σειρά ευκαιρίες. Αλιεύω ως καλύτερες εκείνες που ορίζουν τη σχέση με τη μουσική της Μεγαλονήσου και την άποψή του γύρω από την αυτοματοποιημένη ανάγκη να “τακτοποιούμε” ήχους που μας πλησιάζουν ή φτάνουν ως τα αφτιά μας ως μουσική “έθνικ” ή “world music”. Πριν ακούσεις τη μουσική του άκου τις λέξεις του. Και αυτές σαν μουσική θα ακούγονται.
-Κάθε φορά που φεύγετε από την Κρήτη για την Αθήνα υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σκέψη που “τρέχει” στο μυαλό σας;
Η αλήθεια είναι ότι οι επισκέψεις μου στην Αθήνα είναι αρκετά σπάνιες οπότε συνήθως συνδέονται με κάποιο συγκεκριμένο σκοπό η με κάποια δουλειά. Έζησα ο ίδιος 12 χρόνια στην Αθήνα από το 1987 ως το 1999. Έχω πολλούς στενούς και καλούς φίλους στον τόπο αυτό που συνήθως μια συναυλία μας εκεί δίνει τη δυνατότητα να τους βλέπω σχεδόν όλους μαζί.
-Ανάμεσα στα ονόματα – όρους “έθνικ μουσική” και “Μουσική του Κόσμου/World Music” εσείς ποιο διαλέγετε; Ποιο σας ακούγεται καλύτερα;
Πιστεύω ότι και τα δυο ονόματα αυτά είναι ατυχέστατα και ότι δεν με αφορούν καθόλου. Το «έθνικ» μέχρι και ρατσιστικό καταντάει κάποιες φορές. Έχω συγκεκριμένα παραδείγματα αυτού, που ίσως εδώ δεν είναι ο χώρος και ο χρόνος να τα αναφέρω, αλλά δυστυχώς η δική μου εμπειρία αυτό μού έχει δείξει. Στα πλαίσια του «έθνικ» εγώ είμαι ο Ιρλανδός, ο άλλος είναι ο Κινέζος ή ο Τούρκος η ο Αφρικανός. Η έμφαση πέφτει τόσο πολύ στη χώρα προέλευσης του καθενός και όχι στο πρόσωπό του που στο τέλος συχνά χάνεται. Έχω συνεργαστεί με ανθρώπους από σχεδόν όλο τον κόσμο αλλά δεν διάλεξα ποτέ έναν συνεργάτη εξαιτίας της χώρας προέλευσής του. Στην περίπτωση, παραδείγματος χάριν, της συνεργασίας μου με τον αείμνηστο Dhruba Ghosh που έπαιζε Σαράγκι από την Ινδία, δεν τον διάλεξα ως συνεργάτη επειδή ήταν από την Ινδία. Τον διάλεξα επειδή βρήκα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον στον ίδιο και σε αυτό που κάνει. Αυτή ήταν η προτεραιότητά μου. Η συνεργασία αυτή δεν ήταν μεταξύ της Ιρλανδίας και της Ινδίας, ήταν μεταξύ του Dhruba Ghosh και του Ross Daly, δύο πρόσωπα που ο καθένας κουβαλάει έναν κόσμο ολόκληρο και όχι που αντικατοπτρίζει απλώς το στερεότυπο της μιας η της άλλης χώρας.
Στην περίπτωση του World Music τα πράγματα δεν είναι καλύτερα πιστεύω. Τι σημαίνει World Music; Αυτή η άγευστη «σούπα» που προκύπτει από την εντελώς επιφανειακή προσέγγιση κάποιων παραγωγών στα στούντιο του δυτικού κόσμου; Είναι οπωσδήποτε θετικό και θεμιτό να θέλουμε να προσεγγίσουμε και να απολαύσουμε τις υπέροχες μουσικές που έχουν αναδυθεί παντού στον πλανήτη μας, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει πράξη χωρίς να προηγηθεί μια σημαντική και μάλιστα ριζοσπαστική αναβάθμιση της μουσικής μας παιδείας σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό που σήμερα λέγεται World Music είναι ουσιαστικά μια επιλογή από τις μουσικές που υπάρχουν στον κόσμο που μπορούν να έχουν πρωτίστως κάποια εμπορική επιτυχία στον δυτικό κόσμο – αν και καινούριες «αγορές» ανοίγονται πια, κυρίως στην Άπω Ανατολή (που παραδόξως συχνά έχουν ακόμα στενότερα κριτήρια επιλογής). Αν κοιτάξει κανείς τον χώρο της World Music, θα δει ότι κυριαρχείται από συνήθως δυτικοποιημένα αφρικάνικα που εξυπηρετούν τους δυτικούς ως μουσική για πάρτι. Πολύ σπάνια θα ακούσει κανείς τραγούδια Dhrupad της βόρειας Ινδίας η των Kalash του Αφγανιστάν ή των Bakshi του Τουρκμενιστάν για να αναφερθώ σε λίγα από τα αμέτρητα πανέμορφα μουσικά ακούσματα που υπάρχουν στο πλανήτη μας και που αγνοούνται παντελώς από την κρεατομηχανή που λέγεται World Music.
-Κατά την άποψή σας η μουσική της Κρήτης έχει ενταχθεί στο εμπορικό κομμάτι της ελληνικής μουσικής;
Σε πολύ μεγάλο βαθμό ναι, δυστυχώς αυτό έχει συμβεί και εξακολουθεί να συμβαίνει. Φυσικά, βέβαια, υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις αλλά είναι όλο και σπανιότερες. Ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος όμως έχει πολύ ευρύτερες προεκτάσεις και αυτό αφορά στην ουσιαστική κατάργηση στην Ελλάδα του επαγγέλματος της μουσικής στα χρόνια της λεγόμενης οικονομικής κρίσης. Στην Κρήτη σήμερα ο μόνος τροπος να βιοπορίζεται κανείς ως μουσικός είναι να παίξει είτε σε γάμους και πανηγύρια, είτε σε μαγαζιά, ξενοδοχεία ή σε άλλες παρόμοιες καθαρά εμπορικές περιστάσεις. Ούτε κατά διάνοια μπορεί να ζήσει κανείς στην Ελλάδα, πόσο μάλλον στην Κρήτη, παίζοντας συναυλίες σε χώρους ακρόασης και όχι διασκέδασης. Η μουσική της διασκέδασης είναι νομοτελειακά εμπορική, δεν μπορει να γίνει αλλιώς. Δεν πηγαίνει κανείς σε ένα πανηγύρι ή σε έναν γάμο για να ακούσει τέχνη, όπως δεν πάει σε ένα μαγαζί αμιγώς για αυτό (εν μέρει ενδεχομένως, αλλά αν το κάνει μάλλον θα απογοητευτεί από το επίπεδο του θορύβου που συνήθως «συνοδεύει» τη μουσική σε αυτούς τους χώρους). Εγώ ο ίδιος, αν και σχετικά παλιός και γνωστός, δεν μπορώ να βιοποριστώ από τη μουσική ζώντας στην Κρήτη ή οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα. Δουλεύω κατά 85% στο εξωτερικό είτε το θέλω είτε όχι, ευτυχώς που τα ταξίδια μού αρέσουν. Όμως θα ήθελα να είμαι πολύ προσεκτικός με τους νεότερους συναδέλφους μου. Δεν ερωτηθήκαν πότε από κανέναν τι θα ήθελαν να κάνουν ως νέοι καλλιτέχνες. Απλώς κατευθύνονται σε άθλιες συνθήκες «δουλειάς». Αν τυχόν διαμαρτυρηθούν, σχεδόν όλοι θα πουν «Τι πρόβλημα έχεις εσύ; Εδώ ο κόσμος πεινάει, δουλειά είναι αυτή που κάνεις;» Η μουσική, προκειμένου να αναπτυχθεί ως μια τέχνη, με όλη τη σημασία της λέξης, χρειάζεται κάποιες προϋποθέσεις και κάποιες υποδομές. Χωρίς να υπάρχουν αυτές υπάρχει οροφή στην ανάπτυξή της. Η Ελλάδα, και ειδικά η Κρήτη, έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα σε αυτό το κομμάτι. Οι μεσαίου μεγέθους, εύκολα προσβάσιμοι χώροι ακρόασης σε πλήρη λειτουργία και με ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο και χαρακτήρα, κάτι που θεωρώ σημαντικό, λείπουν. Και αυτό το κενό δεν μπορεί να το αναπληρώσει ούτε ο «Διογένης» ούτε το «Μέγαρο».
-Έχετε στήσει τη δική σας μουσική “σκηνή” στο χωριό Χουδέτσι. Εκεί το 1982 ιδρύσατε το Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος (σ.σ. 20 χλμ από το Ηράκλειο), με σκοπό τη συλλογή, τη διάσωση και την προβολή παραδοσιακών μουσικών οργάνων από όλο τον κόσμο. Στον Λαβύρινθο, επίσης, γίνονται διάφορες μουσικές παραστάσεις και συζητήσεις με μουσικούς απ’ την Ελλάδα και το εξωτερικό. Πείτε μου τι το ιδιαίτερο συναντήσατε στο συγκεκριμένο σημείο της Κρήτης;
Η δουλειά που κάνουμε στον Λαβύρινθο ευνοείται από το περιβάλλον του χωριού και όχι του αστικού κέντρου. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό που νομίζω ότι είναι μάλλον αυτονόητοι: το ήσυχο και φυσικό περιβάλλον που ευνοεί τη συγκέντρωση και τη μελέτη, ο χώρος που διανύεται όλος με τα πόδια από τον χώρο διαμονής μέχρι την αίθουσα διδασκαλίας μέχρι τον χώρο εστίασης καθώς και πολλά ακόμα προσόντα τέτοιου τύπου.
-“Λαβύρινθος”. Πείτε μου πώς διαλέξατε το συγκεκριμένο όνομα;
Προφανώς γιατί η μουσική, όπως η ίδια η ζωή, είναι ένας Λαβύρινθος, ένας χώρος μύησης και διαρκούς μάθησης της οποίας ο καθένας έχει μια εντελώς μοναδική εμπειρία.
-Η εξέλιξη της μουσικής είναι άμεσα συνδεδεμένη και με τη διάδοσή της;
Η εξέλιξη της μουσικής συνδέεται πρωτίστως με τη δική μας εξέλιξη ως πνευματικά όντα. Στη συνέχεια χρειάζονται, όπως είπα πιο πάνω, κάποιες προϋποθέσεις που θα διευκολύνουν την ομαλή έκφραση αυτής της εξέλιξης.