Στην Πρόβα | «Στη σκιά του Λούσια» από τη Ρηνιώ Κυριαζή: η διαδρομή ενός «σαλού» και μιας χώρας. Ο Λούσιας, δραματουργικά μετατρέπεται σε ερμηνευτικό υποκείμενο και αντικείμενο μαζί, μπροστά και πίσω από τη σκηνή. Γίνεται ο ίδιος ο ρόλος ερμηνευτικό εργαλείο και σκηνική πράξη. Η διαδρομή του είναι αιτία και αποτέλεσμα. Μεταφέρεται πότε στο προσκήνιο μέσα από τη Ρηνιώ Κυριαζή και πότε στο πανί με το λόγο του Άθω Δανέλλη, ο οποίος χειρίζεται τις εμπνευσμένες από τη διαδρομή του Νίκου Χουλαρά, φιγούρες.
Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από τον «Λούσια», το μυθιστόρημα που έγραψε ο Νίκος Χουλιαράς (1940-2015) το 1979.
Η ιστορία του «διαφορετικού» παιδιού, από εκείνα που χαρακτηρίζονται «διανοητικά καθυστερημένα», οι σκέψεις του και η θέση του απέναντι στη ζωή, το μοναδικό τάλαντό του να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, να προσπαθεί να τον εξηγήσει με τον δικό του τρόπο, συγκίνησε βαθιά τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος το 1980 ανέδειξε το έργο μέσα από την ανάγνωσή του από τον ίδιο το συγγραφέα σε συνέχειες στο Γ πρόγραμμα του ραδιοφώνου.
Αλλά, η γραφή του Νίκου Χουλιαρά, τρυφερή και συνάμα σκληρή, όρισε τον «Λούσια» σε έναν άλλο εκφραστή του μεταπολεμικού Έλληνα, που παρατηρεί με απορία όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, από τον εμφύλιο πόλεμο έως τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Η αθωότητα του ήρωα και τα φαινομενικά απλοϊκά συμπεράσματά του που ορθώνονται σαν μεγάλες αλήθειες, δεν γίνεται αρεστή από τη διοικητική ηγεσία του κρατικού ραδιοφώνου, η οποία πίεσε μάταια τον Μάνο Χατζιδάκι να διακόψει τη δημόσια ανάγνωση του, υπό το πρόσχημα του «άσεμνου περιεχομένου». Ήταν η αρχή μιας σύγκρουσης η οποία θα κορυφωνόταν με την παραίτηση του συνθέτη από τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος.
Το Από Μηχανής Θέατρο, υποδέχεται τη δεύτερη περίοδο της θεατρικής μεταφοράς του μυθιστορήματος από τη Ρηνιώ Κυριαζή, με συνεργάτες την κόρη του συγγραφέα, ζωγράφου και τραγουδοποιού, Σοφία Χουλιαρά, η οποία έχει την εικαστική επιμέλεια της παράστασης και μαζί με τη Ναταλία Μαντά σχεδιάζουν τη σκηνογραφία, τον Άθω Δανέλλη, παίχτη του Θεάτρου Σκιών, τη Στέβη Κουτσοθανάση στα φώτα και τον Νίκο Βελιώτη στη μουσική. Μαζί της μπροστά στη σκηνή και πίσω από τον «μπερντέ» η Δέσποινα Χαλκορόκα.
Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του Θεάτρου, σου δίνεται η ευκαιρία να «μπεις» στο πνεύμα και το ύφος της παράστασης, μιας και εικαστικά έργα του Νίκου Χουλιαρά με την ιδιαίτερη αισθητική του είναι αναρτημένα. Εκεί θα δεις και τη ζωγραφιά του, που έγινε έμπνευση για το σκηνικό. Δυο φθαρμένες πόρτες, ενός παλιού σπιτιού που προφανώς έχει τη δική του ιστορική διαδρομή, δημιουργούν ένα αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα και ένα τεράστιο παράθυρο στον κόσμο των σκιών. Εκεί, λίγο αργότερο, θα ζωντανέψουν οι σκιές του Άθω (ή μήπως του Άθωος;) δίνοντας πνοή στον Λούσια.
Μπροστά ένας ρέων διάδρομος, φτιαγμένος από λωρίδες ακτινογραφιών, δίνει το συμβολικό στίγμα της. Είναι η λίμνη και τα ποτάμια των Ιωαννίνων, ο τόπος που εξελίσσεται το μυθιστόρημα, κατασκευασμένος από τα εσώψυχα και το «σκελετό» των ανθρώπων των Ιωαννίνων και της υπαίθρου τους.
Λίγο πριν πάρει τη θέση της στη σκηνή, η Ρηνιώ Κυριαζή, Γιαννιώτισσα και η ίδια θα μου πει «Ο χαρακτήρας του Λούσια, η γοητεία της πόλης των Ιωαννίνων – της πόλης μου, η σκληρή πραγματικότητα, η απάνθρωπη στάση της κοινωνίας, η πικρή ιστορία της Ελλάδας από το ‘50 ως το ’70 και πάνω απ’ όλα ο τρόπος γραφής του Νίκου Χουλιαρά, δεν με άφηναν σε ησυχία. Πολύ συχνά έλεγα ότι θα ήθελα να φτιάξω κάτι πάνω στον Λούσια, δεν ήξερα τί, δεν ήξερα πώς, μιας και από την εφηβεία μου, που πρωτοδιάβασα το μυθιστόρημα, κάθε φορά που επέστρεφα σε αυτό ανακάλυπτα κι άλλες στρώσεις, ποιότητες και νοήματα όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά κείμενα».
Φορώντας το «χάρτινο» σακάκι της (φτιαγμένο να θυμίζει κυψέλη), βάζοντας το πλεχτό σκούφο της, η Ρηνιώ Κυριαζή μπαίνει στο μεδούλι του –όχι και τόσο εύκολου δραματουργικά- ήρωά της. Το σώμα της αποκτά μια ετερόδοξη, εφηβική πλαστικότητα, η άρθρωσή γίνεται απόκοσμα διαφορετική, το στόμα της συσπάται σε κάθε λέξη. Παύσεις, επαναλήψεις, βλέμματα, κινήσεις πότε εκδηλωτικές, πότε περίκλειστες, πλάθουν το βασικό ποιοτικό υλικό του ήρωα: την αθωότητα. Παράλληλα, πίσω της στο πανί, ο κόσμος της αφήγησής της εικονοποιείται, όχι μονότονα ρεαλιστικά, αλλά με εικόνες-λαϊκές ζωγραφιές- που παίρνουν το σχήμα των ιδεών, των αντιλήψεων και του πνεύματος των λέξεων χωρίς να αποδίδουν κυριολεξίες στη μορφή και τα σχήμα. Ο λόγος, η αφήγηση, η κίνηση γίνονται εργαλεία για να (ανα)γεννηθούν εκεί, μπροστά μας εικόνες. Ο μπερδεμένος, γεμάτος απορία, κόσμος του Λούσια εισβάλει στη σκηνή δυναμικά. Ο περίγυρος, ο Βαγγέλης, ο κύριος και η κυρία Κοντολέων, ο Στέργιος, η Φεβρωνία, η Μαρίνα, η Κούλα χαράσσονται από την ιδιότυπη αφηγηματική διαδρομή της παράστασης, που παραστάται σε σκηνή και πανί. Με κυρίαρχη την ηπειρώτικη ντοπιολαλιά, ο συνδυασμός της λογοτεχνικής με τη σκηνογραφική σκευή ορίζουν την ιδιότυπη μουσικότητα της παράστασης.
Ο Λούσιας, δραματουργικά μετατρέπεται σε ερμηνευτικό υποκείμενο και αντικείμενο μαζί, μπροστά και πίσω από τη σκηνή. Γίνεται ο ίδιος ο ρόλος ερμηνευτικό εργαλείο και σκηνική πράξη. Η διαδρομή του είναι αιτία και αποτέλεσμα. Μεταφέρεται πότε στο προσκήνιο μέσα από τη Ρηνιώ Κυριαζή και πότε στο πανί με το λόγο του Άθω Δανέλλη, ο οποίος χειρίζεται τις εμπνευσμένες από τη διαδρομή του Νίκου Χουλαρά, φιγούρες. Η Ρηνιώ Κυριαζή, δένεται με τις πιο προσωπικές σκέψεις και εξομολογήσεις του ήρωα, ο Άθως Δανέλλης αναφέρεται περισσότερο στις σχέσεις του Λόυσια με το κοινωνικό περιβάλλον του και την ιδιότυπη επικοινωνία του με αυτό.
Τέσσερις τέχνες ενώνονται σαν σε ψηφιδωτό κατασκευάζοντας το πότε τραχύ, πότε καλογυαλισμένο μωσαϊκό της παράστασης. Λογοτεχνία, θέατρο, θέατρο σκιών και ζωγραφική, συνομιλούν και συνηγορούν με τρόπο υπερβατικό. Αποδίδοντας αισθήσεις, συναισθήσεις, μνήμες, τραύματα και θραύσματα. «Η σύμπραξη αυτή των τεχνών ήταν ο τρόπος να παρουσιάσω την οθόνη του μυαλού του που κατακλύζεται από σκοτεινές ή και παραμορφωμένες εικόνες που παλεύουν να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω μας. Ακολούθησα τη φράση του: «όλα μέσα στο κεφάλι μου βρίσκονται». Έψαχνα τον τρόπο να δείξω πως η κακία του κόσμου είναι παραμορφωτική της ομορφιάς του!» θα μου πει η Ρηνιώ Κυριαζή και θα εξηγήσει «Ενώ λοιπόν δεν πρόκειται για θεατρικό έργο, η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση περικλείει αρετές θεατρικού έργου ενός συγγραφέα που γνωρίζει πως η αναπνοή του ήρωα είναι η σκέψη του. Το στοιχείο έρευνας του λόγου είναι κομβικό στη δουλειά μου και τώρα βασικό στοιχείο αυτής της παράστασης. Η ζωγραφική του Χουλιαρά πλαισίωσε σκηνογραφικά την παράσταση μέσω προβολών σε έναν τεράστιο παράθυρο – μπερντέ στη λίμνη των Ιωαννίνων και κατ’ επέκταση στον κόσμο. Οι ήρωες του μυθιστορήματος ζωντάνεψαν από φιγούρες των έργων του με τον μοναδικό τρόπο του Άθου Δανέλλη που πατάει στην τεράστια δεξαμενή του Καραγκιόζη. Η σκιά, είναι παρούσα σε όλη την καλλιτεχνική έκφραση του Χουλιαρά, αυτός ήταν ο λόγος που οι περιγραφές του Λούσια ζωντανεύουν σε μια δισδιάστατη οθόνη».
«Είναι μειωμένης αντιλήψεως» θα ακουστεί ήδη από την αρχή της παράστασης η φράση που ο κοινωνικός περίγυρος δείχνει την άλλοτε συμπονετική, άλλοτε καταδιωκτική στάση του απέναντι στον Λούσια. Είναι αυτή η φράση, που θα στοιχειώνει κάθε λεπτό της παράστασης, που ακολουθεί με συνέπεια τη γραμμή της αφήγησης του συγγραφέα. Όπου με το τέχνασμά της, του μεμονωμένου και «ξεχωριστού» ήρωα, δημιουργεί ένα έργο βαθιά πολιτικό, ξεπερνώντας την προσωπική ιστορία ή για να το πούμε καλύτερα συνομιλώντας μέσα από αυτή με την ελληνική μετεμφυλιακή κοινωνία. Έτσι, ο Λούσιας ζει και βιώνει ένα σκοτεινό, αδυσώπητο κόσμο, ενός κόσμου που ρίχνει τη σκιά του πάνω στη ζωή του. Ο «τρελός» του χωριού, γίνεται απροσδόκητα ο εκφραστής ενός «σαλού» λαού, που αντιμετωπίζεται από την ιστορία με τον ίδιο σκληρό και άτεγκτο τρόπο. Και ο «χαζός» λέει λόγια λογικά. Όλα τα ανόητα να παρουσιάζονται εύλογα. Και το αντίθετο. Και τα κάστρα τα κοινωνικά, οι συμβάσεις, τα στερεότυπα, οι προσλήψεις να σωριάζονται συθέμελα. Η αφέλεια γίνεται πια όπλο ακαταμάχητο ορθολογισμού.
Είναι ο «Λούσιας» η λογοτεχνική αποτύπωση της ιστορικής διαδρομής ενός λαού; «Ναι, είναι!» η Ρηνιώ Κυριαζή είναι κάθετη. «Έλκει την καταγωγή του από παλιότερους συγγραφείς που κι εκείνοι αποτύπωναν ιστορικές διαδρομές των χρόνων τους. Βουτάει στον Παπαδιαμάντη, στον Σολωμό, σε λαϊκές αφηγήσεις, στους Μίμους και στους Φαρμακούς, στα ξωτικά και στις ξωθιές. Από τη μια άχρονος, άτοπος και πανανθρώπινος και από την άλλη, ακραία τοπικός και χρονικός, σκαλίζει το μεδούλι της πικρής ιστορίας μας. Ο Χουλιαράς τον χρησιμοποιεί για να καθρεφτίσει καθοριστικά γεγονότα. Μέσα από τον διαφανή Λούσια και τη μικρή του ιστορία παρουσιάζει τη μεγάλη Ιστορία. Παρόλο το σκοτάδι θεωρώ τελικά ότι ο ήρωας αυτός μάς κλείνει το μάτι με τρυφερότητα δηλώνοντας ότι αυτή είναι ο μόνος δρόμος».
Και ο «Λούσιας», αυτό το παιδί, το γεμάτο απορία, που «δεν καταλαβαίνει και πολλά», μέσα στον αθώο αυθορμητισμό του, άθελα του και «ἱερᾷ ἀγνοίᾳ» του, μετατρέπεται σε σύμβολο της κοινωνικής πραγματικότητας μιας ολόκληρης πατρίδας. Η μοναξιά του Λούσια είναι η μοναξιά στην οποία καταδικάστηκε ένας ολόκληρος λαός, τα Γιάννινα γιγαντώνονται σε όλη την Ελλάδα. Και οι απορίες του πολλές. Πολλές και σιωπηλές. Το ίδιο και οι αβεβαιότητές του «Κυριακή σήμερα. Κυριακή είναι. Πρωί είναι. Εγώ, πρωί, λέω ότι είναι. Εφτά θα ναι. Μπορεί όμως και εφτάμιση να ναι». Και κάποτε γίνονται πείσμα «Άμα μου ξαναπεί να πάω, δεν θα πάω. Εδώ. Θα κάτσω εδώ να με βαράει ο Θρασκιάς, παρά να πάω. Σάματι, καλύτερα είναι κι εκεί; Εδώ! Θα κάτσω εδώ να με βαράει ο Θρασκιάς. Εδώ. Να βαράει ο Θρασκιάς». Και κάποτε οργή «Ο ξεφτιλισμένος ο Δραμπασίνας. Μου τα πήρε απ τα χέρια μου. Μέσα απ τα χέρια μου τα πήρε. Πρώτος τα είχα δει. Μου τα πήρε όμως. Να του δινα μια. Μια χαψιά είναι. Να του δινα μια να τον έλιωνα. Ο Δραμπασίνας… Ο Κωστάκης ο Δραμπασίνας»
Και σήμερα; Υπάρχουν Λούσιες σήμερα; θα προβληματιστούμε με τη Ρηνιώ Κυριαζή. «Μα υπάρχουν! Παντού γύρω μας: άνθρωποι φτωχοί, παρατημένοι, αβοήθητοι. Η κοινωνία δείχνει το πιο σκοτεινό της πρόσωπο. Οι παροχές, η ιατρική περίθαλψη, η κρατική φροντίδα απουσιάζουν όλο και πιο παγερά αδιάφορες. Ακούμε καθημερινά στις ειδήσεις για κάποιον που έσπρωξαν από το πλοίο, κάποιον που μαχαίρωσαν σε ένα στενό, κάποιο παιδί που βρέθηκε πνιγμένο. Είναι ζοφερή η πραγματικότητα και όσο πάει χειροτερεύει. Και μέσα στον καθένα μας, ο Λούσιας είναι η τρυφερότητα που δεν βρίσκει διέξοδο. Χάνουμε τον Λούσια, χάνουμε το παιδί, την ομορφιά, τη βραδύτητα, την αγάπη. Αδιαφορούμε για τον Λούσια γιατί δεν είναι αποτελεσματικός, δεν φέρνει έσοδα, δεν ξέρει πώς να ενταχθεί στους κανόνες, στον καπιταλισμό, δεν μπαίνει σε πλαίσιο, δεν θέλει! ο Λούσιας προτιμάει μέσα στην αλήθεια, από μοναχός του και στον αέρα!» θα μου πει, κλείνοντας με τον καλύτερο τρόπο τη κουβέντα.
Υγ Προσέχτε ιδιαίτερα την ερωτική σκηνή του Λούσια με την Κούλα, τη «γενετήσια» σαρκική ένωση ενός καταδικασμένου στη διαφορετικότητά του νέου με μια κοπέλα, έτσι όπως οικοδομήθηκε στην παράσταση. Να αποδόσεις την απλότητα και τη ζεστασιά της στιγμής, με απλότητα και ζεστασιά, αποτελεί επίτευγμα.
Η παράσταση παίζεται στο Από Μηχανής Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Ρηνιώ Κυριαζή
Εικαστική επιμέλεια: Σοφία Χουλιαρά
Σκηνογραφία: Σοφία Χουλιαρά – Ναταλία Μαντά
Μουσική σύνθεση: Νίκος Βελιώτης
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Παίχτης Θεάτρου Σκιών: Άθως Δανέλλης
Ηθοποιός: Ρηνιώ Κυριαζή
Συνεργάτης σκηνής: Δέσποινα Χαλκορόκα
Βοηθός σκηνοθέτη: Δέσποινα Χαλκορόκα
Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη
Γραφιστική επιμέλεια: Παναγιώτης Ανδριανός
Κατασκευή σκηνικού: Χρήστος Παπαϊωάννου
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου Άλκη