Βασίλης Κρουστάλλης*

Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τοντ Χέινς ξέρει τόσο να χρησιμοποιεί μια συνήθη αφηγηματική τεχνική ξαναδουλεύοντας παλιά κινηματογραφικά είδη όπως το μελόδραμα (‘Far From Heaven’ 2002, ‘Carol’ 2015) όσο και να πειράζει τη φόρμα και να πειραματίζεται -κυρίως σε ταινίες με μουσική θεματολογία (‘Velvet Goldmine’ 1998, ‘Ι’m Not There’ 2007). Στην 43λεπτη ταινία του «Superstar: The Karen Carpenter Story» (1987), γυρισμένη σε φιλμ 16 χιλιοστών, κάνει και τα δύο.

Η ταινία επιφανειακά είναι μια βιογραφική απόπειρα της διάσημης Karen Carpenter, που μαζί με τον αδελφό της Richard, δημιούργησαν το περίφημο soft-rock γκρουπ Carpenters των 70s. Η Karen πέθανε τον Φεβρουάριο του 1983, σε ηλικία μόλις 32 ετών -από καρδιακό επεισόδιο, ως αποτέλεσμα χρόνιας νευρικής ανορεξίας.

Από εκεί αρχίζει και η ταινία του Χέινς -μία από τις φοιτητικές του ταινίες- που τον έκανε γνωστό για τους λάθος λόγους. Η ταινία αρχίζει με τον θάνατο της Karen -την βρίσκει η μητέρα της στο σπίτι – κι από εκεί ξετυλίγεται το κουβάρι. Με τη διαφορά ότι τόσο η Karen, o αδελφός της Richard, η μητέρα της και όλοι οι υπόλοιποι (συμπεριλαμβανομένης και της φίλης της Dionne Warwick και άλλων) είναι κούκλες.

Είναι το πρώτο που αποξενώνει από μια πραγματικά ρεαλιστική αφήγηση. Το γεγονός ότι επιπλέον ο Χέινς επιλέγει να συνδέσει τις κούκλες με την Barbie (και την εταιρεία Mattel) -παρότι οι κούκλες δεν έχουν ακριβώς τα χαρακτηριστικά της Barbie- λέει πολλά για το τι θέλει να περάσει. Η ανορεξική ‘Barbie/Karen’ έχει μάθει να είναι έτσι λόγω των προτύπων που την έβαλαν να πιστεύει για το πώς πρέπει να είναι οι γυναίκες-κούκλες.

Η Αμερικανική πολιτική (Νίξον, Ρίγκαν) τίθεται στο προσκήνιο εδώ μέσω τηλεοπτικών κλιπ της εποχής. Ο Haynes και η συν-σεναριογράφος του Cynthia Schneider επιλέγουν να μιλήσουν για κουλτούρα εφησυχασμού των Ην. Πολιτειών στα 70s-80s -μέρος του οποίου ήταν και το πείραμα των (όχι τόσο επαναστατών) Carpenters. O Χέινς φαίνεται να υπονοεί ότι ο θάνατος της Karen Carpenter ήταν μια ‘παράπλευρη απώλεια’ του κατά τα άλλα επιτυχημένου ιδανικού αντιεπανάστασης.

Από την άλλη, το οικογενειακό μελόδραμα κυριαρχεί. Η μητέρα που δεν θέλει να δώσει αυτονομία στην Karen (η οποία εξακολουθεί να μένει στην οικογενειακή στέγη ως το 1974), ο αδελφός που πιέζει την Karen για την τελειότητα (ενώ ο ίδιος υπονοείται ότι είναι καταπιεσμένος γκέι) κάνουν την πορεία της σχεδόν αυτονόητη -με τα καθαρτικά στη δίαιτά της να είναι η καθημερινότητά της. Ενώ όλο το περιβάλλον με τις κούκλες (που δεν κινούνται, δεν υπάρχει animation στην ταινία) κάνει ασφυκτική την όποια αλλαγή και μεταβολή. Αλλά η ταινία ως σύνολο αναπνέει μια χαρά, και μεταδίδει άριστα αυτό που πρεσβεύει.

Αλλά είναι και μια ταινία που έγινε γνωστή για τους λάθους λόγους. Μετά από δύο χρόνια προβολών σε τοπικά underground / πειραματικά κινηματογραφικά στέκια της Ν. Υόρκης (και μερικές καλές κριτικές από καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής, όπως το ArtForum και το Village Voice, η ταινία αποσύρθηκε από την κυκλοφορία.

Ο Richard Carpenter και οι δικηγόροι του δεν ζήτησαν καν αποζημιώσεις από τον Χέινς, αλλά επεδίωξαν να αποσυρθεί άμεσα η ταινία, η οποία συμπεριλαμβάνει εκτεταμένα αποσπάσματα τραγουδιών του γκρουπ -χωρίς άδεια βέβαια. Ο Χέινς αντιπρότεινε να παιχθεί η ταινία για εκπαιδευτικούς, μη εμπορικούς σκοπούς στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της ανορεξίας. Η απάντηση ήταν αρνητική, και ο σκηνοθέτης έχασε τη δικαστική μάχη. (Πολύ χρήσιμο εδώ το άρθρο του Lucas Hilderbrand, ‘Grainy Days and Mondays: Superstar and Bootleg Aesthetics’ στο περιοδικό Camera Obscura [2004, 19/3, 57-91]).

Κι από τότε η μαύρη αγορά και το bootleg έγινε κανόνας για την ταινία, που σποραδικά εμφανίζεται και στο YouTube, ανεβασμένη από κακής ποιότητας VHS. Ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση, έτσι ώστε η ταινία να καταταγεί το 2003 στο νο. 43 του περιοδικού Entertainment Weekly στις 50 πιο καλτ ταινίες όλων των εποχών. Μέχρι και μονογραφία έχει γραφεί σχετικά (‘Superstar: The Karen Carpenter Story’’ 2008, London: Wallflower) από τον Glyn Davis – ο οποίος ομολογεί ότι ‘δανείστηκε’ με μια φίλη του για 24 ώρες ένα αντίτυπο από το γραφείο του εργοδότη της. Και φυσικά μετά έκαναν και τα δικά τους αντίτυπα.

Δύο χρόνια αργότερα μετά την εκδοχή του Χέινς, η Karen Carpenter ξανάγινε (τηλε)ταινία το 1989 -αυτή τη φορά με τις ευλογίες του Richard Carpenter, και πιο ρετουσαρισμένη εκδοχή. Αλλά, το ‘Superstar: The Karen Carpenter Story’ παραμένει ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα μίξης μελοδράματος, ψευδοντοκιμαντέρ και μουσικής βιογραφίας για μια σταρ που μάλλον δεν είχε και πολύ αγάπη στη σύντομη και διάσημη ζωή της.

Δείτε την ταινία μέσα από το YouTube εδώ

*Ο Βασίλης Κρουστάλλης είναι κριτικός κινηματογράφου και ερευνητής