Γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου* //

Όλα όσα γνωρίζουμε στ’ αλήθεια ή με κάποιο τρόπο μας αποκαλύπτονται; Η θεατρική ομάδα «Indigo» σε συνεργασία με τη θεατρική εταιρεία «020» συστήνουν στο ελληνικό κοινό για πρώτη φορά το θεατρικό έργο του Andrew Bovell με τίτλο: «Όλα όσα γνωρίζω στ’ αλήθεια» στο θέατρο « Αλκμήνη».

Ο Αυστραλός συγγραφέας Άντριου Μπόβελ γεννημένος στο Kalgoorile το 1962, έχει γράψει πολλά θεατρικά έργα, κάποια εξ’ αυτών έχουν γίνει και κινηματογραφικές ταινίες όπως το: “Whos afraid of the working class?” το οποίο το 2009 έγινε ταινία με τίτλο: “ Blessed”.

Άλλα θεατρικά του έργα είναι τα: “ After Dinner”, “Holy Day”, “When the rain stops falling”.

Στο ενεργητικό του περιλαμβάνεται και η συγγραφή αρκετών σεναρίων για ταινίες όπως: “ Edge of Darkness” το 2010 με τον Mel Gibson, επίσης το θρίλερ: “ A most wanted man” το 2014.

Τα θεατρικά έργα του Άντριου Μπόβελ συνήθως είναι πολυεπίπεδα κι αυτό παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον καθώς μπορεί κάποιος να δει πίσω από το προφανές και να ανακαλύψει έναν άλλο κόσμο, πάντα με μια ενδιαφέρουσα πλοκή που θίγει τόσο σύγχρονα θέματα των ανθρώπινων σχέσεων, στην ουσία δημιουργεί μέσα από τα έργα του ο Μπόβελ μια τραγωδία του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου.

Το έργο του Αβορίγινα Άντριου Μπόβελ, είναι ποιητικό, βαθειά διεισδυτικό και ψυχαναλυτικό με μια ξεχωριστή κινητικότητα που μοιάζει θαρρείς με τελετουργία, με πρωτότυπη θεατρική φόρμα συστήνει μια καινοτόμα γραφή έκφρασης και οδηγεί στα μονοπάτια της αυτογνωσίας των όσων ξέρουμε ή νομίζουμε πως ξέρουμε, των όσων μπορούμε να εμπιστευθούμε ή και όχι, των όσων μπορούμε να ελέγξουμε ή γινόμαστε απλοί παρατηρητές.

•Η υπόθεση διαδραματίζεται στον κήπο της εξαμελούς μικροαστικής οικογένειας Πράϊς.

Η μητέρα Fran, ο πατέρας Bob, η κόρη Rosie, η άλλη κόρη Pip,ο γιός Mark και ο άλλος γιός Ben.

Κάθε ένας από αυτούς παλεύει με τους εσωτερικούς δαίμονές του, με τα όνειρά του πραγματοποιημένα και μη, με τις ενοχές και τις ανασφάλειές του κι όλοι τους παρά τις όποιες διαφορές καταλήγουν σε μια κοινή συνισταμένη που τους κρατά γερά δεμένους, την αγάπη.

Η Rosie η μικρότερη κόρη της οικογένειας ξεκινά με την αφήγηση της προσωπικής της ερωτικής ιστορίας, του αθώου πρώτου σκιρτήματος του έρωτα, της αναπάντεχης εξέλιξής του, της στυφής γεύσης που αφήνει στα χείλη η πρώτη απογοήτευση, η πρώτη προδοσία.

Η Pip παντρεμένη, φαινομενικά ευτυχισμένη, μας παρουσιάζει τη δική της ζωή με τον σύζυγό της Στιβ, σαν μια μεγάλη γυάλα εύθραυστη γεμάτη από « πρέπει» και συμβιβασμούς και ή ώρα της αποτίναξης του φορτίου έφτασε, η ώρα της ανακάλυψης των ηθικών απαγορεύσεων με έναν άλλο άντρα.

Ο Ben ο μικρότερος γιός της οικογένειας, φιλόδοξος, ονειροπόλος τον γοητεύουν τα άπιαστα, παλεύει γι ‘αυτά με άνομα μέσα, έκανε κατάχρηση απ’ την εταιρία στην οποία εργάζεται κι έτσι έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις ηθικές αρχές της οικογένειας μ’ αυτές που γαλουχήθηκε κι όταν η απόγνωση τον αγγίξει ζητά βοήθεια από την οικογένεια, οι συγκρούσεις αναπόφευκτες.

Ο Mark ο έτερος γιός της οικογένειας ενοχικός, καταπιεσμένος για το ανομολόγητο της ύπαρξης του, για τα ψυχικά του αδιέξοδα, για την επιλογή της σεξουαλικότητάς του και για τη μεγάλη του απόφαση της αλλαγής φύλου εκεί οι ενδοοικογενειακοί- εσωτερικοί κλυδωνισμοί, οι τριγμοί στο ηθικό στερέωμα της οικογένειας υποβόσκουν δίνοντας αρχικά την αίσθηση της κατακρήμνισης των θεμελίων μέχρι να βρεθεί και πάλι η ισορροπία.

Ο σύζυγος Bob Price, ένας καλός οικογενειάρχης, στοργικός πατέρας, καλός σύζυγος, βαθειά συντηρητικός, με αρχές, αντιλήψεις σύμφωνες με το γράμμα του ηθικού νόμου, αμετακίνητος ιδεολόγος, δέχεται ριπές στα κραταιά συνειδησιακά του επίπεδα κι έρχεται η ώρα που καλείται να κάνει την υπέρβαση, μα πάνω από όλα την προσωπική.

Η Fran η μητέρα, το αρχέγονο ιδεώδες της μάνας που ζει και αναπνέει για τα παιδιά της, που μοχθεί, που θυσιάζει τα όνειρα και τις επιθυμίες της, που αφήνει στο περιθώριο τη ζωής της και μαθαίνει να ζει από τις αναπνοές της οικογένειας, μέχρι το ρεαλιστικό αφανισμό της.

•Τόσο η εξαιρετική μετάφραση της Γιάννας Γκιώνη, όσο και η ανοιχτή οπτική της από σκηνοθετική άποψη, οικοδόμησαν ένα πολυπρισματικό κοινωνικό δράμα με σημειολογικές προεκτάσεις, το οποίο εκτείνεται από υπαρξιακές αναφορές μέχρι και ρεαλιστικά μορφολογικά σχήματα που αντικατοπτρίζονται στο σήμερα

Η σκηνοθετική άκρως διεισδυτική ματιά της Γιάννας Γκιώνη, ξεκλειδώνει με ευρηματικό τρόπο την ύπαρξη, το μεγαλείο της ζωής, τη δύναμή του, την επιβολή του στο φυσικό τοπίο, αλλά και στους ανθρώπους.

Είναι Άνοιξη το στοιχείο της γέννησης κυριεύει τη φύση, στον κήπο της οικογένειας Price οι τριανταφυλλιές έχουν ανθίσει, μυρίζει η γη κι ο αέρας ζωντάνια, όλα τόσο κραυγαλέα υπάρχουν δηλωτικά της Αναγέννησής τους κι ο έρωτας της Rosie, το πρώτο ξύπνημα, το πρώτο φιλί, η πρώτη σταγόνα ευτυχίας κι η οικογένεια εν πλήρη δράση για την ανασυγκρότηση και μετάλλαξη του Χειμερινού σε Ανοιξιάτικου κήπου.

•Μέσα από τον κήπο η σκηνοθέτης Γιάννα Γκιώνη κατορθώνει να αναδείξει το μικροσύμπαν της οικογένειας, χώρος συνάντησης, χώρος μοιράσματος ψυχικών στιγμών, τρυφερών αναμνήσεων, χαμόγελων, αλλά και συζητήσεις προβλημάτων

Το φως που διαχέεται άπλετο και παντοδύναμο μέσα από τις φυλλωσιές είναι αυτό που θα διαπεράσει τις σχέσεις και τις ζωές τους, είναι αυτό που θα καθαίρει τα άνομα πάθη τους, τα καλά φυλαγμένα μυστικά τους, η ζωοδότρα δύναμή του θα γίνει η κραυγή των μύχιων αποκαλύψεών τους.

Πόσο ευφυής σκηνοθετικά η Γιάννα Γκιώνη, ολοκληρώνει τον κύκλο της Γέννησης με το θάνατο τόσο με το πέρασμα της φύσης στο Φθινόπωρο, όπου όλα φυλλοβολούν έως και την εξαϋλωση της οντότητας της μητέρας, τη φθορά της ύπαρξης μέσα από το οριστικό τέλος με το αυτοκινητιστικό δυστύχημα της μητέρας.

•Ζωή- Γένεση- Φως- Αποκάλυψη- Θάνατος- Σιωπή, η φυσική διαδρομή της ύπαρξης

Η σκηνοθέτης Γιάννα Γκιώνη ως επιδέξια υφάντρα των συμβολισμών, κατορθώνει να αναδείξει όλο το φάσμα των ενδοοικογενειακών σχέσεων, των συγκρούσεων και των δυσλειτουργιών, αλλά το κυρίαρχο στοιχείο είναι ότι προβάλλει ακραιφνώς την αλήθεια η οποία συνήθως είναι άλλη από αυτή που νομίζουμε.

Ο πατέρας θεωρεί πως έχει χτίσει μια οικογένεια πρότυπο, καλή, ηθική, με αρχές, με υψηλές αξίες και ιδανικά, τίμια, που αποτελείται από ολοκληρωμένα και ευτυχισμένα άτομα χωρίς ανασφάλειες, φόβους, πάθη, ζήλιες, ενοχές, μυστικά κι όμως ανακαλύπτει πως όλο αυτό είναι ένα επίπλαστο ροζ μπαλόνι ευτυχίας που ήθελε, που ονειρευόταν, που προσδοκούσε, όμως η ζωή έχει άλλες ατραπούς.

Με χειρουργική ακρίβεια η σκηνοθέτης Γιάννα Γκιώνη κινείται με ψυχαναλυτική διάθεση τολμώντας τομές βαθιές στις κοινωνικές- ηθικές φόρμες, επισημαίνοντας πως οι δυσλειτουργικές συγκρουσιακές ενδοοικογενειακές σχέσεις είναι παρών, είναι κομμάτι της κοινωνίας που έχουμε, του βίου που διάγουμε, βρίσκονται ανάμεσά μας ή βρισκόμαστε μέσα σε αυτές, δεν εθελοτυφλεί.

Χωρίς να ορρωδεί και άκρως ευθύβολα , η σκηνοθετική μορφολογία της Γιάννας Γκιώνη γίνεται κόλαφος στις ψευτοσυντηρητικές- ηθικοπλαστικές αντιλήψεις μιας κοινωνίας που κρύβεται, ράπισμα στα ενδύματα του καθωσπρεπισμού που μας περιβάλλουν, ενοχοποιώντας ανθρώπους για τις σεξουαλικές τους επιλογές καθιστώντας τους ευάλωτους, εύθρυπτους και δυσλειτουργικούς σε μια κοινωνία νοσηρή και ειδεχθή στα ίδια της τα παιδιά.

Το επιτυγχάνει με τόσο έξυπνο τρόπο όταν ο πατέρας που αποχωρίζεται το γιό του στο αεροδρόμιο για το μακρύ ταξίδι αλλαγής της ζωής του, αλλαγής φύλου, τον αποχαιρετά μ’ ένα στοργικό και συνάμα δυναμικό φιλί στο στόμα που επικροτεί την επιλογή του γιού του Mark και την αποδέχεται, διασκεδάζοντας κάθε φόβο και ενοχή του παιδιού του.

Μέσα από τον μικρό γιο Ben, τον ονειροπόλο, επιπόλαιο και υπερφίαλο, υλιστή, αντιπροσωπευτικό δείγμα της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας σήμερα, η Γιάννα Γκιώνη στηλιτεύει τα πλαίσια της υποκουλτούρας του φασισμού της εικόνας που προβάλλεται από τα μέσα στις μέρες μας.

Η κόρη Pip για την σκηνοθέτιδα Γιάννα Γκιώνη, είναι η προσωποποίηση της κεκαλυμμένης, επίπλαστης ευτυχίας που νοσεί.

Χρησιμοποιώντας τη μορφή της Μάνας fran, η σκηνοθέτης Γιάννα Γκιώνη, αναδεικνύει με το θάνατό της την ακαριαία κοπή του ομφάλιου λώρου, το βαθύ απόλυτο ξερίζωμα της οικογένειας.

Στο ρόλο της Fran της μητέρας η Άννα Αναστασοπούλου

Τόσο ευέλικτη η Άννα Αναστασοπούλου επί σκηνής, η κινησιολογική της ευχέρεια απόλυτα διειδής, με όλα τα εκφραστικά της μέσα να οικοδομούν έναν άρτιο χαρακτήρα, έναν καθ’ όλα ολοκληρωμένο ρόλο.

Η Άννα Αναστασοπούλου φωτίζει όλες τις πλευρές της Fran, μια μητέρα στυλοβάτης της οικογένειας, μα όχι και της δικής της ζωής, κραταιά δύναμη με το λάβαρο της αγάπης για τα παιδιά και τον άντρα της, μα ξεχασμένη την ίδια.

Η Άννα Αναστασοπούλου είναι μια ήρεμη δύναμη επί σκηνής, που ξέρει να κρατά τις ισορροπίες, που φτάνει σ’ ένα έξοχο κρεσέντο και εκρήγνυται, κατά τις προσωπικές στιγμές με τον άντρα της Bob, όπου από το μοίρασμα των τρυφερών αναμνήσεων της ζωής τους, φτάνει στις μεγάλες αποκαλύψεις που θέλουν δύναμη για να τις εκστομίσει η Fran και παράλληλα δύναμη από τον Bob να τις ακούσει.

Η Fran του αποκαλύπτει πως κάποτε είχε ερωτευθεί με έναν ασθενή της, αλλά δεν έφυγε ποτέ, έμεινε κοντά του, συμβιβάστηκε με όσα είχε και στερήθηκε όσα ονειρεύτηκε γιατί έτσι γαλουχήθηκε, έκανε το « Σωστό» για την κοινωνία, έχασε το ταξίδι.

Η Άννα Αναστασοπούλου ως Fran λέει στην κόρη της Rosie πως: « Η ανεξαρτησία είναι το πιο σημαντικό στη ζωή μιας γυναίκας», αληθινό μάθημα ζωής για τη μικρή της κόρη.

Η Άννα Αναστασοπούλου χωρίς ίχνος υπερβολής, υπήρξε η ερμηνεία της χάρμα οφθαλμών και ώτων.

Στο ρόλο του συζύγου και πατέρα Bob Price, ο Ιορδάνης Καλέσης.

Ο Ιορδάνης Καλέσης αναδεικνύει τη μορφή του πατέρα Bob Price, είναι το αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας άλλης γενιάς, με σταθερές αξίες, αρχές, με υψιπετή ηθική που δεν καταπατά, ονειροπόλος, ουτοπιστής, ξεροκέφαλος κάποιες στιγμές, μα πάνω από όλα είναι η σύγκρουση του παρελθόντος με το παρόν, η σύγκρουση της πραγματικότητας που καλείται να αποδεχτεί και να ενστερνιστεί, με τη ρομαντική διάθεση, είναι τελικά ένας αληθινός ουμανιστής που κι ο ίδιος δεν είχε αντιληφθεί, χρειάστηκε να συγκρουστεί η ψυχή του με όσους αγαπά για να το ανακαλύψει.

Σε μια έξοχη ερμηνεία ο Ιορδάνης Καλέσης, αποκαλυπτικός όταν αποχαιρετά το γιό του μ’ ένα φιλί στο στόμα και συγκλονιστικός όταν πληροφορείται το θάνατο της γυναίκας του η έκρηξη του πόνου του αρχικά κι ύστερα γίνεται ένας ζωντανός- νεκρός κι ο πόνος του διαχέεται από κάθε κύτταρο του σώματός του.

Η Γεωργία Σοφού υποδύεται τη μεγάλη κόρη Pip Price.

Στο πρόσωπο της Γεωργίας Σοφού ακουμπά ένα ολόκληρο κοινωνικό ζήτημα περί της ευτυχίας των ανθρώπων.

Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε πως: « Για να είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει να μην μας απασχολούν πολύ οι άλλοι», αυτό ακριβώς δηλώνει η Γεωργία Σοφού, με πλήρη εγρήγορση των εκφραστικών της μέσων επί σκηνής, αποτινάσσει το ένδυμα του καθωσπρεπισμού κι αποτάσσεται μια ζωή πνιγμένη στους συμβιβασμούς, είναι μια συνειδητοποιημένη γυναίκα, μια επαναστάτρια που ζητά να ζήσει και το διεκδικεί με όποιο τρόπο.

Η ερμηνεία της Γεωργίας Σοφού διαπνέεται από μια απαράμιλλη ενάργεια κι έναν εσωτερικό παλμό δίνοντας την υπόσταση που αρμόζει στο ρόλο που ενδύεται.

Στο ρόλο του μικρού γιού της οικογένειας Ben ο Αντώνης Καραστεργίου.

Ο Αντώνης Καραστεργίου ενσαρκώνει τον επηρμένο, αλαζόνα και πιστό τιμητή του Δυτικού τρόπου ζωής, μιας καταναλωτικής μορφής σύμφωνα με τα πρόσωπα των περιοδικών και των μέσων, μέχρι τη στιγμή της κατάχρησης, εκεί έρχεται η μεγάλη σύγκρουση της τιμιότητας με την ανομία, της ηθικής με την ανηθικότητα και η σύγκρουση με τον ακραιφνή ηθικό ιδεολόγο τον πατέρα του αναπόφευκτη.

Ο Αντώνης Καραστεργίου υπήρξε συγκλονιστικός στην συγκρουσιακή σχέση με τον πατέρα του, το δραματικό του ξέσπασμα των παραδεκτών πλέον λαθών του, η απόγνωση για βοήθεια που τον μετατρέπει από έναν σύγχρονο άντρα σ’ ένα αβοήθητο παιδί που εκλιπαρεί για λίγη στοργή, για μια αγκαλιά, για λίγη αγάπη, για αποδοχή, άλλωστε τα λάθη του είναι αυτός ο ίδιος. Έξοχη ερμηνεία!

Ο Κωνσταντίνος Μαρούγκας ενσαρκώνει τον Mark το μεγάλο γιό της οικογένειας Price.

Η εσωτερικότητα με την οποία ο Κωνσταντίνος Μαρούγκας εξομολογείται το βαρύ φορτίο της ζωής του και εκμυστηρεύεται τα μύχια της ψυχής του, η υποκριτική του δεινότητα στο ασίγαστο δράμα που βιώνει το οποίο εκφράζει τόσο υπέροχα, χωρίς ανούσιες υπερβολές, είτε εκφραστικές, είτε κινησιολογικές, χωρίς φληναφήματα κατορθώνει να αναδείξει την κραυγή του μέσα από τα σπλάχνα του με τρόπο μειλίχιο, σε μια αγαστή ερμηνεία, με μια δραματική αξιοπρέπεια να αποκαλύπτει τη θαμμένη γυναικεία φύση που ζητά πλέον να απελευθερωθεί σε μια ερμηνεία καθηλωτική.

Ο Κωνσταντίνος Μαρούγκας σε μια απολαυστική ερμηνεία, άξια σεβασμού.

Τέλος στο ρόλο της μικρής κόρης Rosie της οικογένειας Price, η Σοφία Λαμπιδόνη.

Η Σοφία Λαμπιδόνη είναι η ενσάρκωση της αθωότητας, της χαράς της ζωής, της παιδικότητας, της αφέλειας που δίνει απλόχερα αγάπη κι εμπιστοσύνη κι έτσι μαθαίνει τη ζωή γιατί δεν δέχεται τις επιστροφές των δώρων της στη ψυχή της.

Η Σοφία Λαμπιδόνη ενσαρκώνει έξοχα και συνάμα εύστοχα τον ζείδωρο έρωτα, τη Γένεση, την Αγάπη, την ουτοπική και ονειρώδη αίσθηση μέσα από τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια που θέλουν να αγκαλιάσουν όλο τον κόσμο, μα και την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, η ίδια είναι η αρχή και το τέλος, το γέλιο και το δάκρυ, η χαρά κι ο στεναγμός.

Ξεχωριστή μνεία θα ήθελα να κάνω στην Κατερίνα Λιόντη για τα χορογραφημένα μέρη της παράστασης.

Οι χορογραφίες της Κατερίνας Λιόντη άλλες φορές συνοδεύουν την αφήγηση κάποιου μέλους της οικογένειας, (η υπόλοιπη οικογένεια), προσδίδοντας μια τρισδιάστατη εικόνα της αφήγησης και μια δυναμική στο σύνολο της δομικής διαδραστικής μορφολογίας.

Άλλες φορές πάλι οι έξοχες χορογραφίες λειτουργούν σημειολογικά, όπως όταν όλη η οικογένεια τρέχει, θέλοντας να τονίσει την έλλειψη συναίσθησης της ζωής των ανθρώπων, της καθημερινότητας, των τρυφερών στιγμών αγάπης που μπορούμε να μοιραζόμαστε, ζούμε, εργαζόμαστε, βλεπόμαστε, αλλά υπάρχουμε μόνο από κεκτημένη ταχύτητα ενταγμένοι στη φθοροποιό δύναμη του χρόνου αποστασιοποιημένοι με παντελή απουσία της ενσυναίσθησης στις ζωές μας.

Οι χορογραφίες της Κατερίνας Λιόντη είναι αποκαλυπτικές των όσων συμβαίνουν και συνάμα προφητικές των όσων μέλλονται, άρτιες αισθητικά συμπορεύονται με τις έξοχες μουσικές επιλογές του Ορέστη Τάνη, των οποίων οι μελωδίες άλλες φορές συμπλέουν με την αφηγηματική διάθεση των σωμάτων κι άλλοτε σωματοποιούνται στην εκφραστική δυναμική που διαχέεται από την εκάστοτε ψυχική κατάσταση.

Οι χορογραφίες της Κατερίνας Λιόντη αποτελούν από μόνες τους ένα δεύτερο έργο Τέχνης που συνδέεται άρρηκτα με την πεμπτουσία της ζωής, την Αγάπη.

Το σκηνογραφικό μέρος της παράστασης ανήκει στην Κατερίνα Χατζοπούλου.

Τα σκηνικά της Κατερίνας Χατζοπούλου δίνουν απόλυτα την αίσθηση του κήπου, όπου αρχικά είναι παρατημένος από τον Χειμώνα, γι’ αυτό και υπάρχουν στοιβαγμένα ένα τραπέζι με καρέκλες Fer Forge, ένα παγκάκι, μια πέργκολα σε σχήμα καμάρας όπου μπορούν να αναρριχώνται οι τριανταφυλλιές εκεί και μια ξύλινη κούνια.

Στη συνέχεια όλα βρίσκουν τη σωστή τους θέση μέσα από έναν θαλερό κήπο γεμάτο κάτασπρα τριαντάφυλλα που οριοθετούν και το χώρο δράσης της οικογένειας.

Τα σκηνικά της Κατερίνας Χατζοπούλου δεν εξυπηρετούν μόνο το προφανές, οι συμβολισμοί τους είναι άκρως ουσιαστικοί, καθώς τα λευκά έπιπλα κήπου, η λευκή πέργκολα σε Fer Forge όλα δηλωτικά μιας άλλης εποχής, με μια ρομαντική αισθητική να κατακλύζει το χώρο.

Το λευκό που διαχέεται παντού, συνώνυμο της αθωότητας, της παιδικότητας μα και της αλήθειας, της διαφάνειας, της αποκάλυψης.

Η ξύλινη κούνια που δεσπόζει στη σκηνή με τα γερά σχοινιά να την κρατάνε, είναι οι γλυκές τρυφερές αναμνήσεις της οικογένειας μα και ο συνδετικός κρίκος που όλους τους κρατά ενωμένους, ο παντοδύναμος ομφάλιος λώρος που άλλοτε απελευθερώνει κι άλλοτε γίνεται πνιγηρός.

Παρόλη την ανθοφορία, τη γένεση που επικρατεί, πάνω από την κούνια υπάρχουν ξερόκλαδα ενός δέντρου, προάγγελος της φυσικής πορείας της ύπαρξης του τέλους.

Στο δάπεδο του κήπου δύο τεράστιοι φωτιζόμενοι κύκλοι τέμνονται, όπως τέμνονται και οι ζωές τους, αλλά και όπως συγκρούονται οι αντιλήψεις τους, δυο γενιές διαφορετικές, δύο ηθικές που αλληλοσυγκρούονται, δυο ζωές που γέννησαν αυτή την οικογένεια.

Συγχαρητήρια στη σκηνογράφο Κατερίνα Χατζοπούλου.

Οι φωτισμοί του Ηλία Τσαντού κινήθηκαν τόσο σε τόνους χρυσούς, όταν το φως του Ήλιου κυριεύει την πλάση καθώς και σε τόνους λευκούς- ψυχρούς- παγερούς- σκληρούς τόσο όσο και οι αποκαλύψεις που γίνονται κάτω από αυτούς.

Οι φωτισμοί του Ηλία Τσαντού γίνονται ατμοσφαιρικοί στις πιο τρυφερές στιγμές του ζευγαριού, ολοκληρώνοντας το αισθητικό αποτέλεσμα.

Μια τελευταία αναλαμπή φωτός τρεμόπαιξε κι έσβησε για πάντα, σιγή πόνου και θλίψης, η Μητέρα είναι πια νεκρή κι η Rosie φωνάζει απελπισμένα: « Θέλω τη μαμά μου».

Τώρα πια ξέρει, έμαθε την ακούμε να λέει: « Γνωρίζω ότι οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, γνωρίζω πως τα πράγματα δεν θα παραμείνουν ίδια, γνωρίζω τι γεύση έχει η θλίψη είναι πικρή. Την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου, πέθανε και η παιδική μου ηλικία. Γνωρίζω πως η ζωή συνεχίζεται».

Το έργο του Andrew Bovell είναι μια ωδή στην Αγάπη, τη μοναδική, τη μεγαλειώδη, την Αγάπη που ξέρει να συγχωρεί, που μπορεί να περιμένει, να ξορκίζει το κακό, τη γιάτρισσα, την επαναστάτρια, την οδηγήτρια, την εξομολόγο, « Γιατί όπως η αγάπη σας στεφανώνει , έτσι θα σας σταυρώσει» λέει ο Kahlil Gibran, γιατί όλα όσα γνωρίζουμε στ’ αλήθεια είναι μέσα μας, σ’ αυτήν την αγάπη που κουβαλάμε, μ’ αυτήν την αγάπη που γεννηθήκαμε και κάποιες βελούδινες νότες απ’ το τραγούδι του Leonard Koen: « Famous bleu Raincoat» ακούστε… σας περιμένουν να τις ανακαλύψετε!!

*Η  είναι Εκπαιδευτικός, Σοπράνο, Κριτικός Θεάτρου