Κώστας Β. Ζήσης

Τελευταίο μέρος για το αφιέρωμα του ελληνικού θεάτρου στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, είναι η όχι και λίγες φετινές παραστάσεις που δόθηκαν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Ένα βαρύ καλοκαιρινό πρόγραμμα για την προμετωπίδα του φεστιβάλ, μιας και φέτος  προστέθηκαν και κάποιες από τις περσινές παραστάσεις  συμπαραγωγών του φεστιβάλ με ιδιωτικούς καλλιτεχνικούς φορείς που αναβλήθηκαν λόγω της πανδημίας. Οι παραστάσεις και φέτος έπαιζαν για τρεις ημέρες (Παρασκευή, Σαββάτο και Κυριακή).

Ήταν προγραμματισμένο να παίξουν εννέα  συνολικά ελληνικές παραγωγές.  Δύο  παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου, δύο αυτούσιες παραγωγές του Φεστιβάλ, μια παραγωγή από το Κ.Θ.Β.Ε,  και 4 παραγωγές ιδιωτικών καλλιτεχνικών φορέων και ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Τελικά στην Ορχήστρα της Επιδαύρου βρέθηκαν οι οκτώ  από αυτές , μιας και η παράσταση «Ελένη» του Ευριπίδη από το Κ.Θ.Β.Ε. και τον Βασίλη Παπαβασιλείου ακυρώθηκε λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών. Ωστόσο, για λόγους δικαιοσύνης θα τη συμπεριλάβω στην κριτική αυτή ανασκόπησή μου, μιας και κατάφερα να την δω στο Θέατρο Βράχων.

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: Ευριπίδης, Ευριπίδης, Ευριπίδης….

Ο Ευριπίδης υπήρξε ο μεγάλος πρωταγωνιστής για φέτος μιας και ρίχνοντας μια ματιά στο πρόγραμμα  θα διαπιστώσουμε πως ουσιαστικά μιλάμε για την διατύπωση ενός  άτυπου φεστιβάλ Ευριπίδη.  Συνοπτικά, ανέβηκαν 5 έργα του («Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Ορέστης», «Φοίνισσες», «Ελένη», «Βάκχες»), 2 από Αριστοφάνη («Ιππείς» και «Βάτραχοι» , 1 από Αισχύλο («Προμηθέας Δεσμώτης»  και 1 από Σοφοκλή («Ιχνευταί»).

Η έναρξη στην Επίδαυρο δόθηκε με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Ιππείς» του Αριστοφάνη. Η παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου θύμιζε πραγματικά ένα καλοστημένο, λαμπερό τηλεοπτικό show, από τα βάθη της δεκαετίας του 90. Λαμπερή, φορτωμένη σκηνή, πολλά και φλύαρα κοστούμια, χορογραφίες και μουσική που τίθενται στην υπηρεσία μιας pop κουλτούρας . Όλα αυτά φαντάζουν ως πάλαι ποτέ ευχάριστα μουσικά διαλείμματα στη τηλεόραση ή γέφυρες σε μουσικές πίστες.  Είδαμε ωραίες  ερμηνείες από διαφορετικής υφής και στόφας ηθοποιούς, κομβικά επιλεγμένους . Είχε, πραγματικά, μερικές πολύ όμορφες στιγμές  με στόχευση στο θυμικό του θεατή ωστόσο και πέρα από το σκηνογραφικό κομμάτι, ο Κωνσταντίνος Ρήγος δεν έδειξε να «βασανίζεται» και στα ιδεολογικά μηνύματα του έργου, υποπίπτοντας σε ένα μάλλον σταθερό και διαχρονικό λάθος στην ανάγνωση του. Γιατί, είναι το προφανές και το εύκολο (και ιδεολογικά σύμφωνο με τις σύγχρονες επικρατούσες επιταγές που προβάλλονται) να συμπεράνεις ότι «Όλοι το ίδιο είναι». Πρώτον γιατί δεν είναι όλοι το ίδιο (προσέξτε πόσο ύπουλα λειτουργεί στην απαξίωση και τον ισοπεδωτικό μηδενισμό των πάντων), δεύτερον γιατί ο Αριστοφάνης στηλιτεύει αυτούς τους «ίδιους» που προβάλλονται μέσα από την προβληματική του πολιτικού συστήματος που τους «αναδεικνύει», παρουσιάζοντας τους κάθε φορά ως σωτήρες. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Ρήγος πέφτει τελικά στην ίδια παγίδα που στο έργο καταγγέλλει ο συγγραφέας. Σε έναν ύπουλο, υποδόριο (και επικίνδυνο) λαϊκισμό που αποτυπώνεται τόσο σκηνικά όσο και ιδεολογικά. (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Η δεύτερη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου  ήταν οι «Φοίνισσες» του Ευριπίδη από τον Γιάννη Μόσχο. Ο σκηνοθέτης δούλεψε την τραγωδία  με μετατοπίσεις και συντμήσεις στίχων της σύγχρονης ευήκοης μετάφρασης του Νικηφόρου Παπανδρέου, με παραλλαγές σκηνών και με την προσθήκη του βουβού έστω χαρακτήρα της Σφίγγας, θα τονίσει τη δύναμη της ειμαρμένης και την αδυναμία του Ανθρώπου απέναντι στις θεϊκές δυνάμεις, ξεκάθαρα σε βάρος της Ευριπίδιας δύναμης των ατομικών επιλογών και της ηθικής αυτοτέλειάς του. Ο Γιάννης Μόσχος διαμόρφωσε ένα κλίμα αστικού θεάτρου στην Ορχήστρα της Επιδαύρου (οι βιντεοπροβολές συνέτειναν σε αυτό) με έντονο το στοιχείο του μελοδραματισμού και δυστυχώς δεν κατάφερε να αποσπάσει σπουδαίες ερμηνείες  από την εξαιρετική υποκριτική ομάδα του. (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Δύο οι παραγωγές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Την εμπιστοσύνη του Φεστιβάλ σε νέο αίμα μαρτυρά η ανάθεση στην Αργυρώ Χιώτη να σκηνοθετήσει τους «Βατράχους»  του Αριστοφάνη. Η παράστασή της  βασίζεται σε δύο αιχμές, από τη μια στην ανασύστασή του Αριστοφάνη  σε μια εκσυγχρονισμένη σκηνικά μορφή, απαλλαγμένη από λαϊκισμούς και γραφικότητες και, από την άλλη, στην ένταξή της σε ένα ιδιαίτερο μουσικό περιβάλλον με ενιαία κινησιολογική φόρμα. Σε κάποια σημεία πέτυχε, σε κάποια δυσκολεύτηκε όπως για παράδειγμα στην αξιοποίηση της Ορχήστρας, κρατώντας την παράσταση δεμένη γύρω από τον σκηνογραφικό διάδρομο. Με δυνατό της χαρτί στην σκηνική αναμέτρηση  Αισχύλου-Ευριπίδη, την μόνη που αποδόθηκε «αριστοφανικά»,  στην προσπάθεια της να δώσει μια «άλλη « ανάγνωση του  έργου με στίγμα και χαρακτήρα, έχασε τελικά στο κομμάτι της επικοινωνίας και του διαλόγου με το  Κοίλον. (περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Η δεύτερη παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου  ήταν το αποσπασματικά σωζόμενο σατυρικό δράμα «Ιχνευταί» του Σοφοκλή που σπάνια έχουμε την ευκαιρία να το δούμε ανεβασμένο (μια ιστορική διαδρομή του έργου μπορείτε να διαβάστε εδώ) σκηνοθετημένο από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Η μη ομογενοποιημένη και γεμάτη παύσεις  σκηνική δράση, η ατυχής εκφορά του λόγου από την Κυλλήνη με κίνηση από ιαπωνικό θέατρο , η μπερδεμένη σύλληψη του Χορού των Σατύρων με το κλεμμένο κοπάδι, η στασιμότητα ρόλων, η οριακά κιτς σκηνογραφία, η σκηνική απουσία της λύρας (του αίτιου δηλαδή του δράματος), και η αποδόμηση κομβικών στιγμών του, οδήγησαν την παράσταση στην επιβολή της σκηνοθεσίας επί του έργου και όχι σε μια αγαστή συνεργασία και επικοινωνία τους.  Μια παράσταση που οφείλουμε να καταγράψουμε πως παρόλη την όποια πρόσληψη της διατύπωσής της, υπήρξε βαθιά δουλεμένη και κοπιώδης . (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Το  Κ.Θ.Β.Ε. φέτος ανέθεσε στον Βασίλη Παπαβασιλείου το ανέβασμα της «Ελένης» του Ευριπίδη, μιας δύσκολης τραγωδίας που παραβιάζει δυνατά και τα όρια της κωμωδίας κάνοντας κριτικούς και θεωρητικούς να αναρωτιούνται για το τι πραγματικά είναι. Ο έμπειρος και γνώστης (και εξίσου με τον Ευριπίδη, πανούργος θεατρικά, θα πρόσθετα) σκηνοθέτης, έκοψε σαν γόρδιο δεσμό αυτό το πρόβλημα, επιλέγοντας να ξεκαθαρίσει τη θέση του απέναντι σε αυτήν την αμφισημότητα του έργου, σε μια πλήρη επικοινωνία με τους σαρκαστικούς χαρακτήρες που έχει πλάσει ο Ευριπίδης. Έτσι, στήνει μια παράσταση στα όρια της μπουφονικής φάρσας και μάλιστα εισάγοντας μια κοινή υποκριτική γραμμή στους ηθοποιούς του, που έρχεται και κουμπώνει απόλυτα με το πνεύμα και τους σκοπούς του συγγραφέα: η υποκριτική «προσποίηση» που χαρακτηρίζει όλες τις ερμηνείες, έρχεται να καταδείξει ακριβώς αυτές τις αμφισημίες που προαναφέρθηκαν, και να ορίσει σκηνικά με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτά τα περίφημα «είναι» και «φαίνεσθαι» του ποιητή. Και εδώ έρχεσαι και θαυμάζεις τη μαεστρία του Βασίλη Παπαβασιλείου, γιατί όλα στην παράσταση συντελούνται γλυκά, κομψά και με μια υπέροχη αισθητική, που ξέρει πως πρέπει να είναι κάτι αστείο χωρίς να μετατραπεί σε καφρίλα, πόσο διαρκεί ένα αστείο για να μην γίνει κοινοτοπία, πόση λάμψη πρέπει να έχει ένα κοστούμι για να μην γίνει κακόγουστο κλπ κλπ, επιβεβαιώνοντας με τον πιο εύσχημο τρόπο την ιδιότητα του Δασκάλου. Για μένα η σπουδαιότερη παράσταση του φετινού καλοκαιριού. (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Ο Γιώργος Νανούρης δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Σε παραγωγή του καλλιτεχνικού οργανισμού Το Θέατρο  και με την Χαρούλα Αλεξίου στην διανομή (η οποία για να είμαστε ειλικρινείς πέραν του ονόματός της δεν άφησε ιδιαίτερο καλλιτεχνικό αποτύπωμα στην παράσταση) ανέβασε την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη. Ο ίδιος αντιμετώπισε την τραγωδία με σεβασμό και ταπεινότητα, διαμορφώνοντας μια υποβλητική, σχεδόν εκκλησιαστική ατμόσφαιρα, αποφεύγοντας υπερβολές και σκηνοθετικούς κομπασμούς και οδηγώντας την μακριά από (τον εντελώς ξεπερασμένο στις μέρες μας, θα τολμήσω να πω) σχεδόν επιβεβλημένο Επιδαύρειο μετα-μοντερνισμό. Η παράστασή του (με τα προβλήματα της –τεχνικής φύσεως κυρίως), έδειξε απαλλαγμένη από το άγχος της παρουσίασης μιας απρόσφορης και ανούσιας καινοτομίας, και περπάτησε με σεμνότητα στον δρόμο του εκσυγχρονισμού και της επικαιροποίησης της κλασικής μορφής. Κι αν κάποιες στιγμές δυσκολεύτηκε να απεγκλωβιστεί από το βύθισμα στον μελοδραματισμό (που είναι και η μεγάλη παγίδα του έργου), κι αν κάποιες στιγμές τα κωμικά ευρήματά του φαίνονταν «εκτός ατμόσφαιρας» και άτοπα, τελικά αυτή η «σκηνοθετική γραμμή του» να επαναφέρει σήμερα με συνέπεια τους κλασικούς κώδικες της τραγωδίας, τον δικαίωσε στο αποτέλεσμα. (Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)Η Α Μ Τεχνηχώρος εμπιστεύτηκε τον Γιάννη Κακλέα για την παράσταση «Ορέστης» του Ευριπίδη. Ο σκηνοθέτης, γνωστός για την ικανότητά του να πλάθει από σκηνής εικόνες και κάδρα, βρήκε τα κλειδιά να «ξεκλειδώσει» αυτήν την τραγωδία μέσα από τον ίδιον τον συγγραφέα και τις θεολογικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του και με εργαλείο την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Αν η τραγωδία εκφράζεται από ανθρώπους και εκφράζει ανθρώπους, τότε το ζητούμενο είναι ο Άνθρωπος και η Θέωσή του. Δημιούργησε δύο μεγάλους κόσμους ο Γιάννης Κακλέας στην Ορχήστρα της Επιδαύρου. Ο ένας – εκπροσωπούμενος από τον Χορό – εικονοκρατούμενος, σύγχρονος, με απευθείας αναφορές σε Χολυγουντιανά μιούζικαλ και ο άλλος, οι πρωταγωνιστές ήρωες και οι συνομιλητές τους σε μια πιο κλασική σκηνική αποτύπωση. Οι διαφορές των δύο κόσμων δεν είναι μόνο οπτικές: αφορούν τη γενικότερη διαχείρισή τους, από τα κοστούμια και τα σκηνικά έως την ερμηνευτική τοποθέτηση και φόρμα των υποκριτών. Αυτό, είναι η αλήθεια, δημιουργεί μια σύγχυση στο κοινό στην προσπάθεια να βρει τους δρόμους που εξηγούν τη σκηνοθετική πρόθεση και τα σταυροδρόμια όπου Χορός και ήρωες μπορούν να συναντηθούν. Ο Γιάννης Κακλέας επένδυσε στην δύναμη της εικόνας, και παρουσίασε μια οπτική της τραγωδίας με σύγχρονους κώδικες θεάματος χωρίς όμως να αφήσει να κυλήσουν τα στοιχεία της παράστασης στον βούρκο της ευκολίας, παρόλο τον σκηνικό διχασμό της. (Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)

Η Εταιρεία Τέχνης Ars Aeterna  συνεργάζεται με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και η Νικαίτη Κοντούρη σκηνοθετεί το πιο αινιγματικό  και συντελειακό έργο του Ευριπίδη, τις «Βάκχες». Η επιλογή της σκηνοθέτιδας , ήταν να επενδύσει περισσότερο στο καθαρά ψυχολογικό υπόβαθρο της τραγωδίας, ασπαζόμενη ταυτόχρονα την a priori διαχρονικότητα και το αναλλοίωτο κοινό πεδίο του κοινωνικού προβληματισμού από τα χρόνια του Ευριπίδη έως σήμερα. Στον καταιγιστικό ιστό αλληγοριών και συμβολισμών που πλέκει ο Ευριπίδης δε στάθηκε αμήχανα, αποφασίζοντας δυναμικά να επενδύσει σε μια πρόσμιξη καθόλα ετερόκλητων στοιχείων μεταξύ τους.  Στην παράσταση θα συναντήσουμε έναν απόλυτα ρεαλιστικό Πενθέα, έναν σουρεαλιστικό Τειρεσία, έναν συντηρητικό, παραδοσιακό υφολογικά Κάδμο, έναν φουτουριστικό Χορό, μια ιδιαίτερα εκφραστική σωματικά Αγαύη και έναν Διόνυσο που συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω ιδιαίτερα στοιχεία των ηρώων μαζί. Θα ακούσουμε μουσική βγαλμένη από τα έγκατα της παράδοσης, μουσική που ξεχύνεται στην Ορχήστρα από σύγχρονους αγωγούς και μέσα, θα μαγνητιστούμε από τα παιχνίδια σκιάς και φωτός. Η Νικαίτη Κοντούρη θα διχάζεται δημιουργικά σε κάθε λεπτό της παράστασης ανάμεσα στην παραδοσιακή φόρμα και στη σύγχρονη ανάγνωση και ρυθμολογία και αυτή η εναλλαγή και το αίσθημα του σκηνικού απρόβλεπτου (όσο απρόβλεπτη είναι ίσως και η εξέλιξη της τραγωδίας) είναι που κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση και σε αναπόσπαστη θέαση. Και εδώ θα πρέπει να εξάρουμε την έμπνευση για το θέατρο σκιών στη γέννηση του Διονύσου (μια σκιά που γιγαντώνεται), που προσδίδει ένα υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα σε μια πολύ ιδιαίτερη και δύσκολη στην ορχηστρική αποτύπωσή της σκηνή της γέννησης-ανάδυσης ενός Θεού. (Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)Το πρόγραμμα των ελληνικών παραστάσεων έκλεισε  το ανέβασμα του «Προμηθέα Δεσμώτη»  με το ιδιαίτερο στίγμα του Άρη Μπινιάρη, σε μια παραγωγή-σύμπραξη του Θεάτρου Πορεία με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης. Η μουσική για μια ακόμη φορά υπήρξε όχι απλά ο συμπρωταγωνιστής , αλλά ο ίδιος ο άξονας πάνω στον οποίο περπάτησε ολόκληρη η παράσταση. Δεν συνόδευε απλά, δεν καθοδηγούσε, δεν χρωμάτιζε, αλλά  έγινε η φόρμα που σε πολλές περιπτώσεις επιβλήθηκε δυναστικά του κειμένου. Θαρρείς πως το βιολοντσέλο με τους ψυχεδελικούς σκληρούς τόνους, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον κραταιό Δία, που ως βουβό πρόσωπο είναι ο μεγάλος συμπρωταγωνιστής και διαλεκτικά αντιμαχόμενος του Προμηθέα. Μέσα από θαυμάσιες ερμηνείες, κρατώντας έναν συνεχή αδιάσπαστο ρυθμό, και με μεγάλο όπλο τη μουσική ο Άρης Μπινιάρης, ξεκλείδωσε με τους δικούς του κώδικές και κλειδιά το αιώνιο και πανανθρώπινο μήνυμα του Προμηθέα Δεσμώτη. Μέσα σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα που καλλιέργησε βήμα-βήμα στην Ορχήστρα, με τα ιδιαίτερα ανεβασμένα ντεσιμπέλ,  ανέδειξε τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, τα ζητούμενα και τους προβληματισμούς της φιλοσοφικής αυτής τραγωδίας, αφήνοντας είναι η αλήθεια σε δεύτερη μοίρα την εγγενή μοναξιά και ερημιά του δεμένου στο βράχο Προμηθέα. (Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ)