από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Άρχισε να λειτουργεί περίπου τις μέρες που γυριζόταν η “Ευδοκία” του Δαμιανού στις γύρω περιοχές της Δυτικής Αττικής. Απλωμένο γωνιακά απέναντι από την Πλατεία Ποντίων Ηρώων και τις κοφτερές εργατικές πολυκατοικίες της Δραπετσώνας. Στενά διαμερίσματα βαμμένα με αίμα αόρατο στους περαστικούς που δεν είναι από εκεί και τυχαία μπλοκάρουν στα γύρω στενά. Σ’ αυτά τα μέρη της Δραπετσώνας δεν περνάνε συχνά επισκέπτες. Οι θαμμώνες του μαγαζιού, όλοι σχεδόν, θυμούνται τα γεγονότα ένα πρωί του 1960 όταν χιλιάδες κάτοικοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά με καδρόνια στα χέρια σταμάτησαν τις μπουλντόζες της ανάπτυξης “εφάμιλης των αντίστοιχων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων” που προσπαθούσαν να προβάλουν οι κυβερνήσεις μετά τον πόλεμο και με σχέδιο εκείνη την μέρα να γκρεμίσουν τις παράγκες των προσφυγικών οικογενειών χωρίς ικανοποιητική διαβεβαίωση για καινούργια στέγαση.

Τα όσα συνέβησαν, ελάχιστα γνωστά στην εποχή τους για ευνόητους λόγους, έφτασαν μέχρι της μέρες μας σαν ζευγάρια στίχων μέσα σε κιβωτό που, πλέοντας σε πρόσκαιρους κατακλυσμούς ευμάρειας, περιμένουν να τραβηχτούν τα νερά κάθε φορά για να δημιουργήσουν τη ράτσα τους από την αρχή. Η “Δραπετσώνα”, το τραγούδι των Θεοδωράκη-Χριστοδούλου, μιλάει για αυτά τα γεγονότα και δεν χρειάζεται καν να ειπωθεί πόσες πολλές φορές το μωσαϊκό του μαγαζιού φιλοξένησε τα βήματα κάποιου που στάθηκε όρθιος στη μέση για να την χορέψει.

Με τον Κώστα, ιδιοκτήτη του καφενείου-εντευκτηρίου, παλιό ποδοσφαιριστή και γέννημα θρέμμα της συνοικίας, βρεθήκαμε πρώτη φορά ένα χρόνο περίπου πριν και αφού είχα οργώσει τη μισή Αθήνα ψάχνοντας για “μπιλιαρδάδικο” που να μην εχει υποκύψει ακόμα στην κρυφή γοητεία της γυψοσανίδας για κινηματογραφικό γύρισμα “εποχής” .

Μου έδωσε τον χώρο αμέσως χωρίς να ζητήσει χρήματα, κάτι που άνετα θα μπορούσε να κάνει, ειδικά όταν κατάλαβε ότι το μαγαζί του είχε τη σπάνια αυθεντικότητα που απελπισμένα χρειαζόμουν για τα πλάνα της ταινίας.

Μεγάλες σιδερένιες τζαμαρίες, τοίχοι βαμμένοι μέχρι το ύψος του ματιού με λαδομπογιά για να καθαρίζονται εύκολα από την ανθρώπινη απροσεξία, μπλέ μωσαϊκό πάτωμα, ένα μεγάλο παλιό τραπέζι γαλλικού και όχι αμερικάνικου μπιλιάρδου. Οι πόντοι μετρούνται ακόμα σε ξύλινες χάντρες σουβλισμένες στη σειρά πάνω στο καντράν κρεμασμένο στη μεσαία κολώνα.

Με έκπληξη, από την πρώτη κιόλας μέρα που βρέθηκα εκεί, είδα εκτός από ενήλικες παίχτες και παιδιά γύρω στα 10 που με το ζόρι έφταναν το τραπέζι, να καταφέρνουν εξαιρετικές καραμπόλες τραβώντας δύσκολα φάλτσα. Ένα από αυτά τα παιδιά μάλιστα είχε το μισό ύψος από τη στέκα.

“Πολλά παιδιά εδώ είναι φτωχά” μου λέει ο Κώστας” Υπάρχει μεγάλη ανεργία στη Δραπετσώνα. Ας πούμε το τραπέζι του μπιλιάρδου είναι το πιο κοντινό που έχουν σε πλέι στέισον γι’ αυτο και παιζουν πολύ καλά. Το μπιλιάρδο και το ποδοσφαιράκι διπλα”

Το ξύλινο ποδοσφαιράκι είναι σκεπασμένο με ένα προστατευτικό τζάμι πατέντα του Κώστα.

Πήδαγε η μπάλα όταν παίζαν τα μικρά και πήγαινε στα διπλανά τραπέζια όταν έπαιζαν οι παπούδες χαρτιά και γινόταν μύλος. Εδώ έρχονται και μεγάλοι άνθρωποι “

Οι κάτοικοι τις Δραπετσώνας, μικροί και μεγάλοι, τα ερυθρά αιμοσφαίρια αυτού του γωνιακού μαγαζιού. Το διατρέχουν και το τροφοδοτούν από την πρώτη μέρα που άνοιξε μέχρι σήμερα. Ο Κώστας και η οικογένειά του, τους σέβονται απόλυτα, τους γνωρίζουν με το μικρό τους όνομα όπως βέβαια συμβαίνει σε κάθε συνοικιακό μαγαζί. Και ο καθένας καταθέτει σ΄αυτό το γνήσιο από κάθε άποψη καφενείο-εντευκτήριο μαζί με τις συνήθειες ενός θαμώνα και την προσωπική του ιστορία.

Πολλοί από αυτούς είναι σε ηλικία τέτοια ωστε πρόλαβαν τους βομβαρδισμούς του Πειραιά και τον ήχο της μεγάλης σειρήνας που στέκεται ακόμα σαν τσιμεντένιο έντομο μερικά στενά πιο κάτω. Αρκετοί επίσης έφαγαν τα νιάτα τους δουλεύοντας σε φάμπρικες όπως το κοντινό εργοστάσιο λιπασμάτων, τον “Παρθενώνα του Πειραιά” όπως τον φωνάζουν ακόμα κοροϊδευτικά οι παλιοί για τα γιγάντια κυλινδρικά σιλό, κάποτε αποθήκες των χημικών συστατικών των λιπασμάτων που μοιάζουν στ’ αλήθεια με κίονες υψωμένοι για δεκαετίες απόκοσμα πάνω απο τις λαμαρινένιες ζωές των κατοίκων της Δραπετσώνας.

Ο Κώστας, αν και νεότερος, έχει τα ίδια βιώματα το ίδιο και η γυναίκα του -σύντροφοι από παιδιά – που θυμάται τη σκόνη του τσιμέντου από το επίσης κοντινό εργοστάσιο ΤΙΤΑΝ να γεμίζει καθημερινά το σπίτι της όταν γύριζε ο άνεμος.

Ιδιοκτήτες και θαμώνες σ’ αυτό το μαγαζί κουβαλάνε την ίδια σκόνη μέσα τους. Και αυτό κάνει μια διαφορά στα σημεία σε σχέση τουλάχιστον με περιοχές όπως το κέντρο της Αθήνας που άνθρωποι έρχονται και φεύγουν καθημερινά και απροειδοποίητα.

Ο ήλιος αρχίζει να λιγοστεύει στο μαγαζί που γεμίζει σταθερά από ανθρώπους της Δραπετσώνας όλων των ηλικιών. Ο καθένας κάθεται στη θέση που κάθεται και τις άλλες φορές. Ο Κώστας συμμαζεύει το μαγαζί από τη μεσημεριανή φουρνιά και ρυθμίζει την τηλεόραση. Απόψε παίζει ο Ολυμπιακός.

Έξω στον δρόμο μπροστά στις μεγάλες τζαμαρίες του εντευκτηρίου τριγυρίζει αόρατο το μέλλον της περιοχής, αλλά και όλης της χώρας, ντυμένο την παραδοσιακή φορεσιά της αβεβαιότητας.

Όλοι όμως, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, έχουν ταυτόχρονα και το βλέμμα στραμμένο σε μια τοπική ανάπλαση που άρχισε τον τελευταίο χρόνο να παίρνει λίγη σάρκα και μερικά ελπιδοφόρα οστά, ύστερα μάλιστα από τη γενναία απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Κερατσινίου Δραπετσώνας να απαλλοτριώσει για λογαριασμο των κατοίκων 600 στρέμματα βιομηχανικής έκτασης φυτεύοντας δέντρα, θέατρο, γήπεδα και κυρίως ανθρώπινες συνθήκες αναψυχής.

“Μια συνοικία με τέτοια μεγάλη ιστορία, όσο λίγες στην Ελλάδα, δεν θα χαθεί έτσι εύκολα μέσα στα μπάζα”, μου λέει ο Κώστας. “Θα βρει τρόπο. Θα βρούμε τρόπο, δεν έχουμε άλλη επιλογή. Οι επιλογές είναι για τους τουρίστες. Και εμείς έδω υπήρξαμε, πρόσφυγες, υπήρξαμε πολλά. Αλλά ποτέ τουρίστες.”