
γράφει η Αγγελική Κώττη //
Η πολυαναμενόμενη παράσταση του έργου «Τρεις Aδελφές» του Άντον Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, ανεβαίνει στο θέατρο «Βεάκη» την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου με μια νέα ματιά και με σημαντικούς πρωταγωνιστές όπως την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (οι παραστάσεις της Lulu ολοκληρώθηκαν) και τον Αιμίλιο Χειλάκη. Οι εμβληματικές ηρωίδες του Τσέχοφ, μεγάλες πια, ξαναβουτάνε σε ένα τοπίο μνήμης, σε μια ειδική στιγμή που δεν μπορούν να ξεπεράσουν, στη στιγμή που υποσχόταν ελπίδα και αλλαγή. Ένας οριοθετημένος χώρος όπου κατοικούν αιώνια οι αναμνήσεις τους και ξεγλιστράνε όλα τα πρόσωπα που καθόρισαν τη μοίρα τους. Οι ήρωες του έργου ξανάρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους, με τον χρόνο και το πέρασμά του και σε μια επαναδιαπραγμάτευση της στιγμής που τους οδήγησε στην οδύνη.
Στις «Τρεις Αδελφές» τα κορίτσια και ο αδελφός τους ο Αντρέι, με τον ενθουσιασμό της νιότης, τις αξίες και τα εφόδια της αστικής τους καταγωγής, οραματίζονται μια λαμπερή ζωή, μακριά, στη Μόσχα. Ο καιρός
περνάει και αυτοί συνεχίζουν να διαμένουν στη μικρή επαρχιακή πόλη της Ρωσίας, όπου ένας άλλος τρόπος ζωής, πολύ μακρινός και ξένος -σχεδόν χυδαίος- στοιχειώνει την καθημερινότητά τους και σταδιακά τους
αλλοτριώνει.
•Το μέλλον πλησιάζει και επιφυλάσσει νέες ματαιωμένες προσδοκίες. Οι τρεις αδελφές, αφήνοντας τον χρόνο να εξαντλείται σε όνειρα και φλυαρίες, δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη της ίδιας τους της ζωής, βουλιάζουν στον συμβιβασμό και αδυνατούν να μετατρέψουν τις επιθυμίες τους σε πράξη. Το αλλού και το μετά απομένουν γι’ αυτές οι μόνοι φαντασιακοί τόποι διαφυγής.
•Το έργο του Άντον Τσέχοφ, γραμμένο το 1900, αποτελεί ένα κείμενο-σπουδή στον ψυχισμό του δυτικού ανθρώπου, ο οποίος, υπό το βάρος της πολυσύνθετης προσωπικότητάς του, φανερώνεται απροετοίμαστος
στις απαιτήσεις της νέας εποχής.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου και οι ανθρώπινες σχέσεις αποτυπώνονται σκηνικά μέσα από το πρίσμα της αλλαγής του αιώνα και της μετάβασης σε μια νέα κοινωνία. Πρόκειται για το πιο θλιμμένο έργο του, στο οποίο πιθανόν ο συγγραφέας να αναλογιζόταν πόσο παράφορα, αλλά αναπότρεπτα, μας ωριμάζουν οι απώλειες και πόσο σημαντική είναι η τέχνη του αποχωρισμού από ανθρώπους, αισθήματα, καταστάσεις.
Αν υπάρχει μια φράση που χαρακτηρίζει, σοβαρά, τις αριστουργηματικές «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, δεν είναι η θρυλική -πλην όμως ανύπαρκτη στο πρωτότυπο – «στη Μόσχα, αδερφές μου, στη Μόσχα!», αλλά το «γιατί να θυμάσαι!» που λέει στην αρχή, ακόμη, η Ιρίνα στην αδερφή της, Όλγα, όταν η τελευταία αναθυμάται την κηδεία του πατέρα. Διότι σε αυτή τη φράση περικλείεται, ίσως με τον συνοπτικότερο τρόπο, η ουσία της προβληματικής του ιδιοφυούς συγγραφέα στο συγκεκριμένο έργο: Ο πόνος της μνήμης μιας διαφορετικής ζωής, ο οποίος «προαναγγέλλει» το τελικό αδιέξοδο των ηρώων. Υποδηλώνοντας, ταυτόχρονα, τη ματαιότητα της νοσηρής καταφυγής σε ένα εν πολλοίς επιλεκτικό παρελθόν, ως καθαρόαιμη δειλία του ανθρώπου να παλέψει να αλλάξει τη «μοίρα» του.
•Οι «Τρεις Αδελφές» γράφτηκαν μετά τον «Γλάρο» και τον «Θείο Βάνια». Τρία αριστουργήματα, το ένα μετά το άλλο, τα οποία γνώρισαν την ευρύτατη αποδοχή του κοινού από την πρώτη στιγμή και έκτοτε δεν έχουν
κατέβει από τις σκηνές όλου του κόσμου.
Ο θεμελιωτής της σύγχρονης υποκριτικής τέχνης και πρώτος σκηνοθέτης των έργων του Τσέχοφ, ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι, έγραφε: «Η γοητεία των έργων του Τσέχοφ δεν βρίσκεται στον διάλογο ή στην πλοκή, αλλά στο νόημα που είναι κρυμμένο κάτω από τα λόγια, στις παύσεις και τις σιωπές, στην ψυχική δράση των ηρώων».
Ο Τσέχοφ καταδεικνύει ένα σύστημα αδράνειας και απραξίας που παλεύει με τη λαχτάρα για ζωή. Μια κωμωδία της απελπισίας, που αποκαλύπτει την αδυναμία του ανθρώπινου όντος για ευτυχία, το ασύμπτωτο του έρωτα και
τον καλπασμό μιας νέας τάξης πραγμάτων που έρχεται να σαρώσει οτιδήποτε ξεπερασμένο και παρηκμασμένο. Τα πρόσωπα του έργου αναρωτιούνται για τη ζωή, για το νόημα, φαντασιώνονται τη Μόσχα,
φιλοσοφούν για το μέλλον απολύτως αδύναμα να πράξουν στο παρόν. Ένας θίασος πρωταγωνιστών αναμετριέται με τη δραματουργία του Τσέχοφ, σ’ ένα ασφυκτικό σύστημα αλληλεξάρτησης και ακινησίας, επιχειρώντας να συνθέσουν ανάγλυφα αυτή την ευαίσθητη «κραυγή απελπισίας» για την
ανθρώπινη ύπαρξη.
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου,
Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω
Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος
Μάνεσης, Υβόννη Μαλτέζου και ο Δημήτρης Πιατάς.
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης – Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος