Ο επίλογος της δίκης Λιγνάδη δεν είναι μόνο ένα καλοδεχούμενο “νεύμα” στους ήδη ή τους επίδοξους βιαστές για την τύχη που πρόκειται να έχουν όταν σταθούν απέναντι στη δικαιοσύνη. Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό. Αρχικά είναι η επιβεβαίωση και η υπενθύμιση του τρόπου που εκείνη ορίζει και αντιλαμβάνεται το θεσμικό της ρόλο. Αν το ειδικό βάρος των εγκλημάτων Λιγνάδη ήταν πολύ βαρύ να το σηκώσει, ποιο μπορεί είναι το παρόν μας; Θα αυτοορίζεται; Ή θα τακτοποιείται στη βάση των βιογραφικών των αντιδίκων; Δεν ήταν κρυφό, ήταν φωτογραφημένο και ενταγμένο στη μνήμη μας πως ο σκηνοθέτης – ηθοποιός ήταν κάτι σαν ο επιτετραμμένος της πλούσιας, όσο και ασυγκράτητα ξιπασμένης, ελληνικής ελίτ στον πολιτισμό. Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου να χορηγήσει αναστολή στην εκτέλεση της ποινής του καταδικασμένου για βιασμούς, Δημήτρη Λιγνάδη, μέχρι το Εφετείο νοηματοδοτεί το πλαίσιο που αντιλαμβανόμαστε την αξία της αξιοπρέπειας, το πλαίσιο της συνειδητότητάς μας ως κοινωνία.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ως πιστοποιημένος βιαστής, πια κοιμάται σπίτι του. Είναι σίγουρο πως η λίγκα ανθρώπων που στάθηκε δίπλα του όλο αυτό το διάστημα θα σπεύσει να τον ανακουφίσει. Να νοιαστεί για την οδύσσειά του. Να αναθεματίσει το παρδαλό και φαντασμένο πόπολο για τις αντιδράσεις του. Η υποκρισία είναι η αισθητική του ενεστώτα μας. Και μετά; Μετά, όποιος έχει πρόβλημα με αυτό, ας αλλάξει χώρα.