Της Ρομίνας Ξύδα //

Όχι. Δεν το άκουσα σε πρώτο τραπέζι-πίστα από μερακλωμένη φίλη. Ούτε σε γκαζωμένη επαρχιακή μπουζουκλερί από «καδενάτο» ελληνάρα που πέταγε τελάρα τα γαρύφαλλα στο όνομα της μεγάλης του καψούρας. Η πρώτη μου επαφή με την μεγαλειώδη αυτή φράση έγινε πριν από λίγες ημέρες στο “πρατήριο” της νεοελληνικής κουλτούρας (βλέπε Μέγαρο Μουσικής) όταν στην ερώτηση «Τι κάνετε φίλτατη;» ενός υπερήλικα προς μια κυρία με  αμφίεση πολυέλαιου εκείνη του απάντησε: «Τι να κάνω; Όπως λέει και η εγγονή μου «Δεν με προλαβαίνει η λουλουδού…»

Αυτό ήταν! Από τότε την άκουγα παντού. Στο γραφείο, στο δρόμο, στο κομμωτήριο, στο θέατρο, στο σινεμά, στην στάση λεωφορείου, στον μπακάλη, στον μανάβη, στον χασάπη, στο ξύπνιο μου και στον ύπνο μου… Στην αρχή δεν την κατάλαβα. Λίγο αργότερα, όμως, με την ευγενική αρωγή της 12χρονης ανιψιάς μου μπήκα στο νόημα: “Τι δεν καταλαβαίνεις βρε θεία; Ειρωνικά το λέμε, για να δείξουμε ότι δεν έχουμε και ιδιαίτερα κέφια. «Δεν με προλαβαίνει η λουλουδού» θα πεις: όταν χωρίσεις και σε ρωτήσουν «τι κάνεις;», όταν σε απολύσουν και σε ρωτήσουν αν είσαι καλά, όταν η οποιαδήποτε γκαντεμιά σου χτυπήσει την πόρτα και οι άλλοι αναρωτηθούν: «Πως πάνε τα κέφια;» Όταν βρε παιδί μου όλα είναι τόσο σκατά που μόνο… λουλούδια δεν θέλεις να πετάξεις. Το’ πιασες;”

Το’ πιασα και κάπως έτσι κατανόησα απόλυτα την ατάκα την οποία μέρα με την μέρα άρχισα να γουστάρω τρελά για δύο βασικούς λόγους: Κατά πρώτον γιατί εξόντωσε τις ντεπασέ εκφράσεις, απομεινάρια της δεκαετίας του ’80, «Τρελά γλέντια» και «Τρελά κέφια» και κατά δεύτερον επειδή χαρακτηρίζει με τον πλέον παραστατικό και συνάμα ειρωνικό τρόπο την decadence της εποχής μας. Ποιας decadence; Αυτής που σε κάνει να ξυπνάς βαριεστημένα αναθεματίζοντας την τύχη σου και όλους τους γκόμενους που έγιναν κομμάτι της. Εκείνης που σου επιβάλλει να κινείσαι με ταχύτητα κούγκαρ σε έναν κόσμο που σε ανταμείβει με ρυθμούς… χελώνας. Και της άλλης, που σε υποχρεώνει σε ένα χαμόγελο γεμάτο «πρέπει», άδειο από ψυχή…

Φίλες και φίλοι μην ανησυχείτε και μην το βάζετε κάτω. Ούτε εμένα, ούτε την διπλανή μου, ούτε την παραδιπλανή μου, ούτε την άλλη απέναντί μου, «μας προλαβαίνει η λουλουδού». Όλοι στο ίδιο καζάνι αναμονής για μια καλύτερη γεύση βράζουμε. Όλοι με τσιτωμένα στομάχια τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε. Κι όλοι μ’ ανακατωσούρα ξυπνάμε όταν το όνειρο καταλήγει σε εφιάλτη. Καλώς ή κακώς, και μάλλον κακώς, είναι ελάχιστοι εκείνοι που… τις προλαβαίνει η λουλουδού. Εξαιρέσεις ενός κανόνα στις οποίες, αν το καλοσκεφτείς, δεν θα ήθελες με τίποτα να ανήκεις. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα καλάθια με τα λουλούδια τα πληρώνεις αδρά και πάντα μεθυσμένος…