Θέατρο για τις ίδιες, για τους ίδιους, για τα ίδια. ..Το ολοφάνερα απολιτίκ αυτό πρόγραμμα (ή έστω τόσο «πολιτικό» ώστε να μην ενοχλεί)  από τον κορυφαίο κρατικό θεατρικό φορέα προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη θυμηδία, αν σκεφτεί κανείς ότι πενήντα χρόνια μετά την αιματηρή εξέγερση του Πολυτεχνείου, δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία Παύλου Φύσσα, πέντε χρόνια μετά την αδίστακτη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, το Εθνικό μας Θέατρο δεν βρήκε να αφιερώσει όχι μια παράσταση, αλλά ούτε μία λέξη, ούτε μια αναφορά σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα της νεότερης Ελλάδας…

«…έχει σχεδιαστεί ένα ρεπερτόριο που επιχειρεί να καλύψει όλο το φάσμα: κλασικά γνωστά έργα, άπαιχτα έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, θεατρικές διασκευές λογοτεχνικών κειμένων και σεναρίων ταινιών, πρωτότυπες κειμενικές συνθέσεις. Την ίδια ποικιλομορφία έχει και η επιλογή των σκηνοθετών: δόκιμοι σημαντικοί δημιουργοί, σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς που έχουν ήδη διαγράψει μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία, γνωστοί καλλιτέχνες που υπογράφουν την πρώτη τους σκηνοθεσία, νέοι σκηνοθέτες στα πρώτα τους βήματα. Αντίστοιχη είναι και η ποικιλομορφία των άλλων καλλιτεχνικών συντελεστών και των ηθοποιών που θα συνεργαστούν αυτό τον χειμώνα με το Εθνικό Θέατρο: από καλλιτέχνες που  θα κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στο θέατρο έως πολύ έμπειρους και γνωστούς ανθρώπους του θεάτρου. Η διαφορετικότητα είναι η λέξη κλειδί για τις φετινές επιλογές του ρεπερτορίου και των καλλιτεχνικών συντελεστών»…

Όχι, αυτό δεν είναι το κείμενο που συνοδεύει την ανακοίνωση του φετινού ρεπερτορίου του Εθνικού Θεάτρου για το 2023-2024. Είναι το κείμενο που συνόδευσε την ανακοίνωση του περσινού προγραμματισμού με κεντρικό σύνθημα «Είμαστε όλοι διαφορετικοί, είμαστε όλοι ίδιοι». Γιατί φέτος θα (ξανα)διαβάσουμε: «Πολυσυλλεκτικότητα. Αυτή είναι η λέξη που χαρακτηρίζει τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του Εθνικού Θεάτρου για τη χειμερινή περίοδο 2023-2024. Το πρόγραμμα που σχεδιάσαμε περιλαμβάνει όλες τις θεατρικές τάσεις: εντάσσει στο ρεπερτόριό του μεγάλα κλασικά έργα σε σύγχρονες αναγνώσεις, συστήνει άπαιχτα θεατρικά έργα, δοκιμάζει πειραματικές συγγραφικές φόρμες, συμπεριλαμβάνει σκηνοθέτες όλων των γενιών και όλων των αισθητικών αντιλήψεων» με κεντρικό σύνθημα «θέατρο για όλες, όλους, όλα»

Μέσα από την ομοιότητα της διατύπωσης του σκεπτικού του ρεπερτορίου των δύο σεζόν, δίνεται και το στίγμα του ρεπερτορίου της δεύτερης χρονιάς της θητείας του καλλιτεχνικού διευθυντή κ. Γιάννη Μόσχου. Ίδιες διατυπώσεις, συνώνυμες λέξεις, τυπικές εκφράσεις για να συνοψίσουν ένα ρεπερτόριο, που με την επιεικέστερη διατύπωση χαρακτηρίζεται ως άχρωμο και άγευστο, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρόκειται για ένα ρεπερτόριο αραχνιασμένο, μακριά και έξω από την κοινωνία, το οποίο δεν μπορεί να συμπυκνώσει καν το στερεοτυπικό και ψευτοδικαιωματίστικο μότο του.

Και πριν μπω στην ουσία του ρεπερτορίου, θα ήθελα να σταθώ σε αυτό ακριβώς το μότο, που είναι πανομοιότυπο με το περσινό, και που «φωνάζει» ότι χαράζει μια δήθεν επαναστατική πολιτική στο Εθνικό μέσα από τη διατυμπάνιση της πολυσυλλεκτικότητας , της συμπερίληψης  και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Αυτό το μότο, διατηρώντας στο ακέραιο την πατριαρχική ιεραρχία (πρώτα τα ασθενές φύλο, μετά το δυνατό και στο τέλος το (πολιτικώς ορθό της εποχής μας), ουδέτερο) δείχνει να θέλει να χωρέσει όλα τα «καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη». Επί της ουσίας , δε γίνεται καμία επανάσταση. Η πολυσυλλεκτικότητα, η συμπερίληψη και αποδοχή που προβάλλει το Εθνικό θέατρο είναι αυστηρά αυτή που ορίζεται από τους όρους και τους νόμους του καπιταλιστικού μάρκετιγκ όπου η διεκδίκηση των όποιων δικαιωμάτων εναρμονίζεται απόλυτα με τις απαιτήσεις της αγοράς, εκφυλίζοντας το κίνημα και ξεστρατίζοντας το από την ουσία των πραγματικών δικαιωμάτων του.

Επί της ουσίας τώρα, τη σεζόν 2023-2024, θα δούμε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού  Θεάτρου, «Ο Ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη» του Κάρλο Γκολντόνι από τον Βασίλη Παπαβασιλείου, «Βασιλιά Ληρ»  του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ από τον Γιάννη Χουβαρδά. «Ονειρόδραμα» του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ από τη Γεωργία Μαυραγάνη. Στη Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη, «Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ» σε μουσική  Άγγελου Τριανταφύλλου, λιμπρέτο Γιάννη Αστερή, σκηνοθεσία Άγγελου Τριανταφύλλου-Δημήτρη Σταυρόπουλου, και «Η προξενήτρα»  του Θόρντον Ουάιλντερ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος θα παρακολουθήσουμε την επανάληψη της εικαστικής «Goodbye Lindita» από τον Μάριο Μπανούσι , την παράσταση από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο  («Όλοι εμείς πουλιά» του Ουαζντί Mουαουάντ) και την παράσταση-δώρο στη φετινή καλλιτεχνική διευθύντρια της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών Κατερίνα Γιαννοπούλου («Generation Lost» του Γρηγόρη Λιακόπουλου). Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης την περσινή παράσταση του Γιώργου Κουτλή «Ο άνθρωπος απ’το Παντόλσκ» του Ντμίτρι Ντανίλοφ, που μεταφέρεται στο Θέατρο Κιβωτός, και το περσινό αριστούργημα της Αμάλια Μπένετ στο έργο του Τσάρλι Τσάπλιν «Τα φώτα της πόλης» το οποίο θα παίζεται στο «Θέατρον», Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος».

Παρατήρηση πρώτη. Πέρα από τη φανφαρολογία του σημειώματος του κ.Γιάννη Μόσχου που μιλά για «..φυσικές καταστροφές, αθώα θύματα, σοκαριστικά περιστατικά βίας και ρατσισμού, υπέρμετρη αύξηση της ρητορικής μίσους στα social media, επανεμφάνιση με ορμή της ακροδεξιάς» το πρόγραμμα χαρακτηρίζεται από πλήρη αποπολιτικοποίηση. Δεν γνωρίζω πόσο παρεμβατικές παραστάσεις σε όλα αυτά κοινωνικά φαινόμενα  μπορεί να αποδειχθούν «Η προξενήτρα» το «Ονειρόδραμα», ο «Ευαγγελισμός» κλπ (αλλά όλα είναι σχετικά, στις μέρες μας ο αντιφασισμός εύκολα και ελαφρά μπορεί να βαφτιστεί φασισμός και το αντίθετο). Το ολοφάνερα απολιτίκ αυτό πρόγραμμα (ή έστω τόσο «πολιτικό» ώστε να μην ενοχλεί)  από τον κορυφαίο κρατικό θεατρικό φορέα προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη θυμηδία, αν σκεφτεί κανείς ότι πενήντα χρόνια μετά την αιματηρή εξέγερση του Πολυτεχνείου, δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία Παύλου Φύσσα, πέντε χρόνια μετά την αδίστακτη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, το Εθνικό μας Θέατρο δεν βρήκε να αφιερώσει όχι μια παράσταση, αλλά ούτε μία λέξη, ούτε μια αναφορά σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα της νεότερης Ελλάδας, δείχνοντας ξεκάθαρα πως αντιλαμβάνεται επί της ουσίας όλα αυτά που με περισσή φλυαρία αναφέρει –μάλλον ως κοινωνική, συμβατική υποχρέωση και βιτρίνα- στο σκεπτικό κατάρτισης του προγράμματος.

Παρατήρηση δεύτερη. Από το πρόγραμμα απουσιάζει παντελώς η ελληνική δραματουργία, δείχνοντας ολοφάνερα μια απαξίωση στους μεγάλους Έλληνες θεατρικούς (και όχι μόνο) συγγραφείς. Κι ενώ πραγματικά τιμά (και καλά κάνει) μεγάλους σκηνοθέτες μας (Παπαβασιλείου, Χουβαρδάς, Μοσχόπουλος) δεν κάνει το ίδιο για το ελληνικό θεατρικό έργο. Δε χρειάζεται να αναφέρω ονόματα, απουσιάζουν επιδεικτικά όλοι και όλες όσοι στήριξαν, ανέπτυξαν και μεγαλούργησαν την ελληνική θεατρική γραφή και έργα τους επιλέγονται ακόμη και σήμερα  να παίζονται στο εξωτερικό, αλλά το Εθνικό Θέατρο τους γυρνά την πλάτη.

Παρατήρηση τρίτη. Το μότο θα  ήταν πιο συνεπές αν είχε διαμορφωθεί σε «θέατρο για τις ίδιες, τους ίδιους, τα ίδια», βλέποντας τα ίδια πρόσωπα να πηγαίνουν και να έρχονται, ή απλώς να αλλάζουν μορφή και φόρμα και να επαναλαμβάνονται. Για παράδειγμα δεν μπορεί να μην σχολιάσει κανείς ότι για τρίτη συνεχόμενη φορά μέσα σε δύο σεζόν δίνεται παράσταση στην ίδια παρέα, αλλάζοντας απλά και μόνο τη θέση ευθύνης των συντελεστών (από τον εγκεκριμένο στον προγραμματισμό Λιγνάδη  και ακυρωμένο από τον προγραμματισμό Κύργια «Λεωνίδα», βρεθήκαμε στον εγκεκριμένο από τον Γιάννη Μόσχο «Λεωνίδα» (με άλλον τίτλο) πέρσι, για να περάσουμε στο καπάκι στην Επίδαυρο, και μερικούς μήνες μετά να συναντηθούμε στον «Ευαγγελισμό»).

Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που στελεχώνουν το σύνολο των παραστάσεων, μιας και ρίχνοντας μια γρήγορη και πρόχειρη ματιά θα συναντήσουμε στους συντελεστές τους δυναμικό που τείνει να αναδειχθεί σε δημοσιοϋπαλληλικό μόνιμο προσωπικό. Και επειδή, πριν από μερικά χρόνια, είχε ξεκινήσει μια ολόκληρη κατάσταση για αυτό το θέμα στο ΚΘΒΕ, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι  στην περίπτωση του Εθνικού επικρατεί η απόλυτη σιγή (δημόσια τουλάχιστον γιατί ιδιωτικά και ψιθυριστά λέγονται πολλά). Δε χρειάζεται να αναφερθούν ονόματα, το πρόγραμμα είναι δημοσιευμένο, εύκολα κανείς μπορεί να εντοπίσει τις σταθερές επαναλήψεις. Και μια που ανοίξαμε αυτήν την κουβέντα, χωρίς να έχω τη διάθεση καμίας προσωπικής επίθεσης, απλά αναρωτιέμαι πως ο κ. Μπιμπίλας, εκλεγμένος βουλευτής από τον ελληνικό λαό, εκλεγμένος πρόεδρος του ΣΕΗ από τους ηθοποιούς, μπορεί να ανταποκριθεί σε όλα αυτά όχι τα απλά ούτε ευκαταφρόνητα αξιώματα, καθήκοντα  και υποχρεώσεις, όταν στελεχώνει παράλληλα και θεατρική παράσταση στο Εθνικό.

Συνοψίζοντας, το πρόγραμμα που παρουσίασε ο κ. Γιάννης Μόσχος, δυστυχώς δεν ενθουσίασε.  Ούτε σύγχρονο είναι, ούτε «αφουγκράζεται» την κοινωνία και σαφέστατα δεν επιτελεί καμία επανάσταση, αφού δείχνει να αγωνιά περισσότερο για τη βιτρίνα ενός θολού και επίπλαστου πλουραλισμού, με ξέχειλο δικαιωματισμό, όπου μπορούν άνετα να χωρέσουν όλα όσα δεν ενοχλούν και δεν «δαγκώνουν». Σε ό,τι αφορά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, βεβαίως κανείς αυτό δεν μπορεί να το προδικάσει και εδώ θα είμαστε να αναθεωρήσουμε και να αναγνωρίσουμε. Τουλάχιστον, το επαναλαμβάνω αυτό, θα δούμε τη δουλειά κορυφαίων σκηνοθετών στη Κεντρική Σκηνή (εκεί θα δούμε και τη Γεωργία Μαυραγάνη, που έχει καταθέσει εξαιρετικές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων και μια καίρια ανάγνωση των «Ευμενίδων» του Αισχύλου στην Επίδαυρο με την παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου). Εδώ καταθέσαμε την επίγευση και τις απορίες που μας δημιουργήθηκαν μετά από την παραγματικά πολύ επιτυχημένη σε κέφι, έμπνυση και ρυθμό εκδήλωση για την ανακοίνωση του ρεπερτορίου, στο «Σχολείον της Αθήνας της Ειρήνης Παπά», έδρα της Δραματικής Σχολής του Εθνικού.

υγ1.  Για το ρεπερτόριο της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών  που επιμελείται τον προγραμματισμό φέτος η Κατερίνα Γιαννοπούλου, θα ήταν άδικο να πάρουμε θέση μιας και περιλαμβάνει καινούρια έργα και ένα πρόγραμμα καταρτισμένο από έναν νέο άνθρωπο, αν και εκεί μπορούμε να εντοπίσουμε μόνιμους «νέους δημιουργούς» που έχουν «κατασκηνώσει» στην Πειραματική Σκηνή ή κάποιους που δεν είναι και τόσο «νέοι» (χωρίς να αναφέρομαι στην ηλικία).

Διαβάστε το πρόγραμμα ΕΔΩ