Κώστας Β. Ζήσης

Τον πρώτο κύκλο από μια σειρά συζητήσεων άνοιξε χτες το Εθνικό Θέατρο και είχε θέμα το περίφημο #metoo και το θέατρο. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο σκηνοθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος και οι Φένια Αποστόλου (ηθοποιός, χορογράφος και σκηνοθέτρια),  Ιώ Βουλγαράκη (σκηνοθέτρια), Γιώργος Καπουτζίδης (ηθοποιός, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας), Ακύλλας Καραζήσης (ηθοποιός και σκηνοθέτης), Δημήτρης Καραντζάς (σκηνοθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Θεάτρου Προσκήνιο), Ίντρα Κέιν (τραγουδίστρια και ηθοποιός), Ρένια Λουιζίδου (ηθοποιός), Σπύρος Μπιμπίλας (ηθοποιός και πρόεδρος του Σ.Ε.Η.), Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (ηθοποιός). Τη συζήτηση συντόνισε  η δραματουργός και σύμβουλος καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου, Σοφία Ευτυχιάδου.

Η συζήτηση δυστυχώς, αν και αποτέλεσε μια ευκαιρία, για να τοποθετηθούν και να διερευνηθούν τα μεγάλα ζητήματα της συμπερίληψης και της ισότητας, να αναζητηθούν τα αίτια που δημιουργούν τα φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης και εργασιακού bulling, της γυναικείας ανισοτιμίας, περιορίστηκε απλά σε μια καταγραφή δικαιωματίστικης «γκρίνιας». Παρόλες τις κάποιες  επικεντρωμένες αναφορές που ξυστά ακούμπησαν κάποιοι ομιλητές (όπως ο Ακύλας Καραζήσης , ο Σπύρος Μπιμπίλας και η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη),  η συζήτηση δεν κατάφερε να αναδείξει την ουσία του προβλήματος, που  βρίσκεται στην ταξικότητα και τσην ανισότητα ως φύση της ίδιας της κοινωνικής οργάνωσης και ότι όλα ξεκινάν από τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται στο θέατρο και σε κάθε εργασιακό χώρο. Κακοπληρωμένοι ή και απλήρωτοι εργαζόμενοι (ηθοποιοί και τεχνικοί εν προκειμένω), μεροκάματα των 13 ευρώ συν το ένσημο ή με μόνο το ένσημο, ανυπαρξία συλλογικών συμβάσεων, γεννούν τον φόβο και την ανασφάλεια, την ανοχή, τη σιωπή και εν τέλει τη διαιώνιση τέτοιων φαινομένων. Χωρίς συλλογικές συμβάσεις, ποιος μπορεί άραγε να μιλήσει για αξιοπρέπεια τόσο προσωπική του ηθοποιού αλλά και ολόκληρου του κλάδου; Και ποιος μπορεί να πιστέψει στο «αφήγημα» ότι ο κόσμος του θεάτρου, διαβαθισμένος και αυτός ( ηθοποιοί σταρ, ηθοποιοί «κοινοί», παραγωγοί, σκηνοθέτες, τεχνικοί, κλπ)  αποτελεί «μια ευτυχισμένη οικογένεια» κατά το εθνικό αφήγημα «όλοι οι Έλληνες ενωμένοι» (σε ποια βάση και με ποιές επιδιώξεις άγνωστο);

Αντίθετα ακούστηκαν ακόμα και απόψεις που οδηγούν σε αμφίβολα (για να μην πούμε σε εξίσου κακοποιητικά) αποτελέσματα, υποβιβάζοντας την συζήτηση ακόμα και σε μια στείρα, επιδερμική τοποθέτηση περί της «μάχης των δύο φύλων». Η Ιώ Βουλγαράκη για παράδειγμα επέμεινε σε μια νομοθετημένη ποσόστωση  στην ανάληψη και ανάθεση παραστάσεων από δημόσιους φορείς  σε γυναίκες  για την καταπολέμηση της πατριαρχίας. Και ενώ ανέφερε ότι φέτος για παράδειγμα καμία παράσταση στην Επίδαυρο δεν σκηνοθετήθηκε από γυναίκα σκηνοθέτρια, προσπέρασε το γεγονός ότι αυτός ο προγραμματισμός καταρτίστηκε από γυναίκα καλλιτεχνική διευθύντρια, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι αυτές οι επιλογές δεν αποτελούν υπόθεση φύλου και ότι βεβαίως δεν λύνει κανένα απολύτως θέμα, μιας και κανείς δεν εγγυάται ότι ούσα κάποια γυναίκα δεν μπορεί να αναπτύξει κακοποιητική συμπεριφορά. Η δε Ίντρα Κέην, προχώρησε ακόμα παραπέρα, λέγοντας με ειρωνικό τόνο ότι οι μόνοι που εξέφρασαν αντιρρήσεις, ήταν άντρες (!).

Και εδώ ερχόμαστε στο μεγάλο κίνδυνο που ελλοχεύει με αυτήν τη στείρα δικαιωματίστικη αντίληψη και την ανάδειξη του κινήματος #metoo ως προσωπική ατομική αντίδραση, να οδηγηθούμε στον πλήρη εκφυλισμό του. Με δυσδιάκριτα νομοθετικά πλαίσια που εισηγούνται και προτείνουν, με κώδικες δεοντολογίας που παρεισφρέουν και παρεμβαίνουν στις εργασιακές σχέσεις, με περίεργες χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ να μπαίνουν «στο παιχνίδι», με εργαλειοποίηση των καταγγελιών από ΜΜΕ (για να θυμηθούμε εκπομπή όπου τη μια ημέρα έκλαιγε η τηλεπαρουσιάστρια έχοντας στην αγκαλιά της καταγγέλοντα ηθοποιό, και την επομένη έκανε αφιέρωμα «πως περνάει στη φυλακή» ο καταγγελόμενος), με περίεργες απόψεις που προτείνουν μια ιδιότυπη λογοκρισία της ελεύθερης έκφρασης στην τέχνη όπου ακόμα και στους ρόλους ενός έργου θα υπάρχει ίση διανομή βάση του φύλου και όχι βάση των ικανοτήτων ή των απαιτήσεων του ρόλου κλπ. Και δυστυχώς με όλα αυτά  προοιωνίζεται μια εποχή, που τα πάντα (ακόμα και η γλώσσα αλλά και η καλλιτεχνική δημιουργία) θα βουλιάξουν στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, και της επιδερμικής τυπολατρείας  αφήνοντας την ουσία ανέγγιχτη.

•Δεν κατάφερε δυστυχώς η συζήτηση να προβάλλει μια διέξοδο, στη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη όχι μόνο του κλάδου των ηθοποιών αλλά και όλων των εργατικών κλάδων (μην ξεχνάμε ότι τέτοια φαινόμενα, αναπτύσσονται εξίσου στο θέατρο, στον αθλητισμό, στην εκπαίδευση στη δημοσιογραφία, στο εργοστάσιο, στο γραφείο κλπ) μιας και το #metoo στο θέατρο δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό κίνημα όπως επιχειρείται να αναδειχθεί αλλά μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής προβληματικής με οινομικοπολιτικό υπόβαθρο.  Και πως η αντίσταση οργανωμένα μέσα από τα σωματεία και σε συνεργασία με όλους τους εργασιακούς κλάδους, αποτελεί το μοναδικό δρόμο καταπολέμησης των κακοποιητικών φαινομένων και της ανισονομίας στη ρίζα που τα γεννάει. Όλα τα άλλα, θα αποτελούν απλά ατέρμονες συζητήσεις επί συζητήσεων σε ένα φαύλο κύκλο ανακύκλωσης χωρίς λύση και χωρίς προοπτική, στο πλαίσιο μιας απλής διαχείρισης (αν όχι εργαλειοποίησης) τους.