συνέντευξη – επιμέλεια από την ψυχολόγο Αναστασία Νικολάου //

Διαζύγιο και συνεπιμέλεια τέκνων. Με την κλινική ψυχολόγο – ψυχοθεραπέυτρια Αλεξάνδρα Κερασιώτη* μπαίνουμε στην ουσία της χωριστής ζωής ενός πρώην ζευγαριού, από την πλευρά της γυναίκας και στη διαμόρφωση ενός νέου περιβάλλοντος για γονείς και παιδιά.

– Ουσιαστικά μια γυναίκα την πρώτη μέρα μετά το διαζύγιό της ανοίγει το κεφάλαιο μιας νέας ζωής.  Τι τύπου ζωή είναι συνήθως αυτή; 

Η πλειοψηφία των ανθρώπων θεωρεί ότι μια διαζευγμένη γυναίκα μετά το διαζύγιο ανοίγει το κεφάλαιο μιας νέας ζωής. Πράγματι, το διαζύγιο αποτελεί έναν συμβολικό θάνατο και η ζωή μετά θα μπορούσε να νοηματοδοτεί μια νέα γέννηση, ένα καινούργιο κεφάλαιο μιας διαφορετικής ζωής. Το πώς μια γυναίκα διάγει τη νέα της πραγματικότητα εξαρτάται από πλήθος παραγόντων. Από παράγοντες που αφορούν στην ίδια, όπως την οικονομική άνεση που διαθέτει, την ύπαρξη ή μη υποστηρικτικού δικτύου και στήριξης στην καθημερινότητα, το είδος εργασίας ή μη που επιτελεί, την ψυχική της κατάσταση και ανθεκτικότητα, την ηλικία της καθώς και από παράγοντες που αφορούν στα παιδιά της, όπως ηλικία παιδιών, καθημερινές και ιδιαίτερες ανάγκες (π.χ. παρεμβάσεις ειδικής αγωγής) τους, αλλά και από την προϊστορία του διαζυγίου, την ύπαρξη συγκρούσεων ή/και κακοποίησης, το κλίμα που επικρατεί μεταξύ των συζύγων, την επικοινωνία που υφίσταται και από τη διάθεση συνεργασίας σε σχέση με τη φροντίδα των παιδιών. Η επόμενη μέρα μετά το διαζύγιο σημαίνει για μια γυναίκα που έχει ανήλικα παιδιά, έναν διαρκή αγώνα σε πολλαπλά μέτωπα. Καλείται να συγκεράσει την εκπλήρωση πολλών στόχων. Η πρώτη μέρα μετά το διαζύγιο συνοδεύεται από άγχος, ανασφάλεια και κοπιώδη προσπάθεια να ανταπεξέλθει τόσο στην κάλυψη οικονομικών αναγκών της οικογένειάς της, όσο και την στήριξη των παιδιών στην καθημερινότητά τους, στην επεξεργασία της νέας συνθήκης εκ μέρους τους. Παράλληλα προσπαθεί να ικανοποιήσει υποχρεώσεις και ευθύνες της επαγγελματικής και κοινωνικής της ζωής. Η εκπλήρωση προσωπικών της αναγκών και επιθυμιών συνήθως έπεται όλων των άλλων και παραγκωνίζεται δίνοντας προτεραιότητα στους άλλους, στη δεδομένη περίπτωση στα παιδιά της.

Μερικές δεκαετίες πριν στην ελληνική κοινωνία τα παιδιά χωρισμένων γονέων αποτελούσαν τη μειοψηφία σε μια σχολική τάξη βιώνοντας αποδοκιμασία και περιθωριοποίηση. Σήμερα το διαζύγιο αποτελεί μια συνηθισμένη οικογενειακή κατάσταση. Η θέση της διαζευγμένης γυναίκας έχει συνεπώς σε μεγάλο βαθμό βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο δυστυχώς υφίστανται ακόμη αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα. Πολλές διαζευγμένες μητέρες αναρωτιούνται για το αν θα συνεχίσουν να διατηρούν επαφή μαζί τους οικογένειες με τις οποίες σχετίζονταν φιλικά πριν το διαζύγιο

– Ποιοι λόγοι ωθούν μια γυναίκα στο να ζητήσει διαζύγιο; 

Οι λόγοι που ωθούν μια γυναίκα να ζητήσει διαζύγιο ποικίλλουν. Τυπικά προβάλλεται η «ασυμφωνία χαρακτήρων». Ένας ευρύς όρος που συμπεριλαμβάνει πλήθος διαφορετικών αιτίων, όπως κάποιου πλήγματος στην εμπιστοσύνη, ύπαρξη έντονων συγκρούσεων, διαφωνία απόψεων σε βασικά οικογενειακά ζητήματα. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η σύγχρονη γυναίκα θέτει ως βασικό λόγο αίτησης διαζυγίου την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ εκείνης και του συζύγου της. Η απομάκρυνση των δύο συντρόφων και η ελλιπής διάθεση βελτίωσης της σχέσης εκ μέρους και των δύο μερών οδηγούν συχνά στη λύση του γάμου. Η σημερινή γυναίκα σπουδάζει, εργάζεται και διεκδικεί ισότιμη μεταχείριση και συνεργασία στα οικογενειακά καθήκοντα και στην ανατροφή των παιδιών. Οι προϋπάρχοντες παραδοσιακοί ρόλοι έχουν αλλάξει. Προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής που απαιτούν στις περισσότερες περιπτώσεις τη συμβολή και των δύο γονέων στην κάλυψη των αναγκών της οικογένειας. Η σύγχρονη γυναίκα, εκτός από την εργασία της, επωμίζεται ως επί το πλείστον τις οικιακές εργασίες και την επίβλεψη της σχολικής μελέτης των παιδιών. Η ανάληψη πολλαπλών ευθυνών την οδηγεί συχνά σε εξουθένωση και δυσαρέσκεια, όταν δεν έχει τη στήριξη του συζύγου, δημιουργώντας διενέξεις, που αν δεν επιλυθούν ενδέχεται να επιφέρουν τον χωρισμό.

– Ποιοι λόγοι εμποδίζουν μια γυναίκα από το να ζητήσει διαζύγιο; 

Οι λόγοι που εμποδίζουν μια γυναίκα από την αίτηση διαζυγίου αφορούν κυρίως στην έλλειψη οικονομικών πόρων. Συχνά οι γυναίκες ενδέχεται να έχουν χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας ή προκειμένου να ανταποκρίνονται στην εκπλήρωση των οικογενειακών τους καθηκόντων (εργασίες σπιτιού, φύλαξη, μελέτη & δραστηριότητες παιδιών) εργάζονται με μειωμένο ωράριο και περιορισμένες αποδοχές. Προσωπικοί παράγοντες, όπως η ύπαρξη χαμηλής αυτοπεποίθησης, η συναισθηματική ανασφάλεια και η αγωνία για το αν θα καταφέρουν μόνες τους να στηρίξουν τα παιδιά τους και την επιλογή τους για μια ζωή δίχως τον σύζυγο μπορεί να λειτουργούν επίσης ανασταλτικά στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης.  Η συναισθηματικά ευάλωτη γυναίκα δεν τολμά να πάρει την πρωτοβουλία και να κάνει ένα βήμα παρακάτω. Παρά τη δυσαρέσκειά της παραμένει σε μια κατάσταση που παύει να την εκφράζει ή/και της προκαλεί δυσφορία. Η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος φοβίζει επίσης μια γυναίκα να αιτηθεί το διαζύγιο. Κοινωνικές πεποιθήσεις και στερεότυπα, που επικρίνουν το διαζύγιο και ιδίως τη διαζευγμένη γυναίκα,  ισχύουν μεν σε μικρότερη κλίμακα σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο σε κλειστές κοινωνίες ή συντηρητικά περιβάλλοντα αποτελούν σε ορισμένες περιπτώσεις κυρίαρχο ανασταλτικό παράγοντα. Τέλος, η συνύπαρξη πολλαπλών παραγόντων λειτουργεί ως τροχοπέδη στη λήψη μιας απόφασης, αφού η γυναίκα τόσο λόγω προσωπικής ανασφάλειας και περιορισμένων οικονομικών μέσων όσο και κάτω από την πίεση συντηρητικών κοινωνικών επιταγών παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν προβληματικό γάμο βιώνοντας απελπισία και “αβοηθητότητα”.

– Τι είδους στερεότυπα ακολουθούν στη σημερινή κοινωνία μια διαζευγμένη γυναίκα και πώς την επηρεάζουν; 

Μερικές δεκαετίες πριν στην ελληνική κοινωνία τα παιδιά χωρισμένων γονέων αποτελούσαν τη μειοψηφία σε μια σχολική τάξη βιώνοντας αποδοκιμασία και περιθωριοποίηση. Σήμερα το διαζύγιο αποτελεί μια συνηθισμένη οικογενειακή κατάσταση. Η θέση της διαζευγμένης γυναίκας έχει συνεπώς σε μεγάλο βαθμό βελτιωθεί σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο δυστυχώς υφίστανται ακόμη αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα. Πολλές διαζευγμένες μητέρες αναρωτιούνται για το αν θα συνεχίσουν να διατηρούν επαφή μαζί τους οικογένειες με τις οποίες σχετίζονταν φιλικά πριν το διαζύγιο. Ή εκφράζουν την πικρία τους για προσκλήσεις από τον κοινωνικό περίγυρο που σταμάτησαν μετά τον χωρισμό. Το στίγμα που συνοδεύει τις μητέρες διαχέεται συχνά και στις συναναστροφές των παιδιών, αφού μετά το διαζύγιο των γονέων δεν προσκαλούνται πια και εκείνα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Φαίνεται ότι το αρνητικό στερεότυπο της διαζευγμένης γυναίκας ως «αντροχωρίστρας» σε κάποιες περιπτώσεις συνεχίζει να υφίσταται επιφέροντας την απώλεια κοινωνικών επαφών. Η διαζευγμένη γυναίκα-μητέρα, σε αντίθεση με τον διαζευγμένο πατέρα, πρακτικά τίθεται από ορισμένους στο περιθώριο. Αποτελεί «κακό» παράδειγμα ή μίασμα που απειλεί την ασφάλεια των γάμων άκριτα δίχως να εξετάζονται οι λόγοι που την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση και οι συνθήκες στις οποίες διαβιούσε. Σε κλειστές κοινωνίες μέχρι σήμερα η «διαζευγμένη» γυναίκα θεωρείται «ελαφρών ηθών» ή ως εκείνη που «ζει τη ζωούλα» της σε βάρος των υπολοίπων, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που συνήθως συμβαίνει.

– Κάποτε ο όρος διαζύγιο ήταν ταμπού. Σήμερα είναι καθημερινότητα. Το διάστημα του χρόνου που μεσολάβησε ανάμεσα στη πρώτη και στη δεύτερη φάση μπορούμε να το ονομάσουμε “πρόοδο”;

Αναμφίβολα το διαζύγιο σε σχέση με το παρελθόν έχει απενοχοποιηθεί. Τόσο οι νομικές όσο και οι ψυχολογικές διεργασίες που το ακολουθούν έχουν απλουστευθεί. Η απενοχοποίησή του οφείλεται σε  μεταβολές στις κοινωνικές νόρμες καθώς και  στη νοοτροπία του μέσου Έλληνα σχετικά με τα οικογενειακά πρότυπα και ιδεώδη. Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες υφίσταται ακόμη στην Ελλάδα σε μεγαλύτερο βαθμό μια πιο συντηρητική κουλτούρα που καταδικάζει οτιδήποτε διαφέρει από αυτό που καθορίζεται ως πρέπον ή «κανονικό». Σε αυτό το πλαίσιο κυριαρχούν δυστυχώς απόψεις παλαιολιθικού τύπου που κάνουν λόγο για την αμφίβολη ηθική της διαζευγμένης και για τα παιδιά χωρισμένων γονέων που αντιμετωπίζονται ως «προβληματικά» και εν δυνάμει παραβατικά!

– Συχνά η αιτία ενός διαζυγίου είναι η προστασία της ψυχικής υγείας των παιδιών που έχουν προκύψει από τη σχέση ζευγαριού. Πόσο πραγματικό μπορεί να είναι αυτό;

Αυτό θα έπρεπε να είναι ο στόχος: η προστασία της ψυχικής υγείας πρωτίστως των παιδιών αλλά και των ενηλίκων, των γονέων. Ένα έντονα συγκρουσιακό οικογενειακό κλίμα επηρεάζει πολύ αρνητικά τον παιδικό ψυχισμό επιφέροντας αρνητικές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Ένα παιδί που βιώνει στην καθημερινότητά του την έντονη συζυγική δυσαρμονία των γονιών του εσωτερικεύει δυσλειτουργικά πρότυπα σχετίζεσθαι και αρνητικούς τρόπους αντιμετώπισης και επίλυσης διενέξεων. Ένα παιδί που βλέπει ότι η μητέρα του παραμένει σε έναν γάμο στον οποίο νιώθει καταπίεση και εγκλωβισμό από φόβο ή έλλειψη εναλλακτικών διδάσκεται βιωματικά την παθητικότητα, την αποφευκτικότητα και την παραίτηση. Ένα παιδί που συμβιώνει καθημερινά με δύο ανθρώπους που έχουν πια χάσει την εκτίμηση και το ουσιαστικό ενδιαφέρον τους  ο ένας για τον άλλο και παραμένουν μαζί από βολή ή φόβο αποδομεί την αξία της πρόσδεσης και υιοθετεί επιφανειακά πρότυπα σχετίζεσθαι. Η λύση ενός γάμου, όταν γίνεται με συνετό και κόσμιο τρόπο, μπορεί να επιφέρει την ηρεμία και αξιοπρέπεια σε ένα σπιτικό και την ψυχική ισορροπία τόσο σε γονείς όσο και σε παιδιά. Το παιδί που βλέπει τους γονείς του να ακολουθούν ξεχωριστούς δρόμους, αλλά να διαθέτουν ψυχική ισορροπία και ικανοποίηση από τη ζωή τους, ευνοείται και βοηθιέται στην ψυχική του απαρτίωση και ωρίμανση.

– Στην πράξη υπάρχει ιδανικός τρόπος αντιμετώπισης ενός διαζυγίου;

Όπως ειπώθηκε και αρχικά ένα διαζύγιο αποτελεί μια συμβολική απώλεια και επιφέρει ανάμεικτα συναισθήματα. Ιδανικά οι γονείς που θέτουν προτεραιότητα τις ουσιαστικές ανάγκες του παιδιού τους καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν με ώριμο τρόπο τις συνέπειες που επιφέρει ένα χωρισμός. Αναμφίβολα δημιουργείται δυσφορία εκατέρωθεν, άγχος προσαρμογής για τα παιδιά αλλά και τους ενήλικες, θλίψη για το όνειρο που χάθηκε, θυμός και ματαίωση για ό,τι θεωρείται άδικο αλλά και ελπίδα για την νέα αρχή. Όταν στο επίκεντρο βρίσκεται η στήριξη πάνω από όλα σε συναισθηματικό επίπεδο του παιδιού και η διαφύλαξη της ψυχικής ασφάλειας και γαλήνης του, μπορούν οι γονείς ακόμα κι αν έχουν πληγεί προσωπικά να καταφέρουν να διαχειρισθούν τις δυσκολίες του διαζυγίου. Σε περιπτώσεις που αυτές είναι  ανυπέρβλητες η αναζήτηση βοήθειας από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας μπορεί να εξομαλύνει το συγκρουσιακό κλίμα συμβάλλοντας στην ουσιαστική στήριξη τόσο του παιδιού όσο και των γονέων του.

Το καινούργιο νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια θεωρώ ότι δεν είναι παιδοκεντρικό. Δεν αντιμετωπίζει το παιδί ως υποκείμενο με ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες και ελεύθερη βούληση, αλλά ως αντικείμενο συμφερόντων μεταξύ δύο ενηλίκων

– Ποια είναι η γνώμη σας για την επιμέλεια των παιδιών; 

Η επιμέλεια των παιδιών από ψυχολογική άποψη χρειάζεται να προσανατολίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στην ασφάλεια και στην κάλυψη των εκάστοτε αναγκών του παιδιού. Αναμφίβολα απαραίτητη για την ομαλή εξέλιξη του παιδιού είναι η ουσιαστική συμβολή και των δύο γονιών. Το πώς θα διαμοιράζεται ο χρόνος μεταξύ των δύο σπιτιών χρειάζεται να αποφασίζεται λαμβάνοντας υπόψη πολλούς παράγοντες, όπως την ηλικία του παιδιού, τις ιδιαίτερες ανάγκες του (π.χ. ζητήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, ανάγκη ειδικής παιδαγωγικής παρέμβασης), τον διαθέσιμο χρόνο κάθε γονέα, την ύπαρξη κατάλληλου περιβάλλοντος ικανού να φιλοξενήσει ένα παιδί και την ψυχική ισορροπία κάθε γονέα. Παιδιά βρεφικής και προσχολικής ηλικίας έχουν ιδιαίτερη ανάγκη από σταθερά πρόσωπα  φροντίδας προκειμένου να συνάψουν ασφαλή δεσμό. Γενικά, στα παιδιά μικρότερης ηλικίας κρίνεται αναγκαία η παροχή ενός σταθερού περιβάλλοντος και ρουτίνας προκειμένου να οργανωθούν στην καθημερινότητά τους και να εναρμονιστούν με τις ανάγκες της μάθησης.

– Ποια είναι η άποψή σας για το καινούργιο νομοσχέδιο που βλέπει ως υποχρεωτική την συνεπιμέλεια; 

Το καινούργιο νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια θεωρώ ότι δεν είναι παιδοκεντρικό. Δεν αντιμετωπίζει το παιδί ως υποκείμενο με ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες και ελεύθερη βούληση, αλλά ως αντικείμενο συμφερόντων μεταξύ δύο ενηλίκων. Η εναλλασσόμενη κατοικία οδηγεί σε διαρκείς μεταβάσεις και αλλαγές στην καθημερινότητα του παιδιού αποσταθεροποιώντας την προσαρμογή του στις νέες οικογενειακές συνθήκες και ναρκοθετώντας την ψυχική του ισορροπία. Ένα παιδί που δεν μπορεί να βιώσει σε απλά, καθημερινά ζητήματα σταθερότητα οριοθετώντας τη ζωή του δεν δύναται να προχωρήσει στην κατάκτηση της αυτονομίας και της συναισθηματικής ωριμότητας. Σχετικά με τη λήψη μιας απόφασης για αποκλειστική επιμέλεια ή συναινετική συνεπιμέλεια οι εκπρόσωποι του νόμου χρειάζεται να θέσουν ως προτεραιότητα τα συμφέροντα του παιδιού σταθμίζοντας όλα τα υπάρχοντα δεδομένα και των δύο γονέων και συνεκτιμώντας το δικαίωμα προσωπικής έκφρασής του. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη περιπτώσεις που υφίσταται κακοποίηση κάθε μορφής εκ μέρους κάποιου γονέα, η υποχρεωτική συνεπιμέλεια θα ήταν ολέθρια για τον ψυχισμό του παιδιού. Όταν οι γονείς δυσκολεύονται να αφήσουν στο περιθώριο εγωιστικά κίνητρα και προσωπικά πλήγματα, αντιμετωπίζουν το παιδί ως τρόπαιο στη μεταξύ τους διένεξη αδυνατώντας να το δουν ως αυτόνομο πλάσμα με ανάγκες και θέλω. Η παροχή συμβουλευτικής από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλλει στην άμβλυνση των συγκρούσεων διευκολύνοντας  μια ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των δύο πρώην συζύγων που θα διέπεται κατά κύριο λόγο από την αγάπη για το παιδί τους.

– Για ποιο λόγο παντρευόμαστε ακόμα;

Οι λόγοι που κάποιος επιλέγει να παντρευτεί ποικίλλουν. Στις περισσότερες περιπτώσεις δυο άνθρωποι παντρεύονται θέλοντας να επιστεγάσουν και τυπικά στην κοινωνία την επιλογή τους να μοιραστούν τη ζωή τους με κάποιον άλλο. Λιγότερο συχνά σε σχέση με το παρελθόν, ο γάμος αποτελεί εκπλήρωση κοινωνικών επιταγών και γονεϊκών θέλω. Συχνά η εύρεση ενός συντρόφου αποτελεί ασυνείδητα μια προσπάθεια του ατόμου να καλύψει δικά του συναισθηματικά κενά και ελλείμματα βρίσκοντας κάποιον που μπορεί να του προσφέρει όσα νιώθει ότι χρειάζεται για να νιώσει ασφαλές και ολοκληρωμένο. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής είναι καταστροφικές αφού δημιουργούνται φαύλοι κύκλοι επικοινωνίας και δυσλειτουργικά πρότυπα συμπεριφοράς συμπαρασύροντας μέσα στη δίνη τους και τα υπάρχοντα παιδιά του ζευγαριού. Είναι αναγκαίο να κατανοήσει καθένας ότι μόνο όταν καταφέρει να λειτουργήσει αυτόνομα και να νιώσει συναισθηματικά ασφαλής και απαρτιωμένος ως άτομο, είναι σε θέση να συνάψει ουσιαστική σχέση με τον άλλο και να μοιραστεί.

*Αλεξάνδρα Κερασιώτη (Dipl.-Psych.), κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, MSc, PhD