Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Ο πινάκας: Η Γέννηση της Αφροδίτης (1485-1486) του Σάντρο Μποτιτσέλι είναι παραπάνω από διάσημος. Θεωρείται αριστούργημα κι όμως, αν πάρουμε ένα χάρακα και το τοποθετήσουμε κάθετα στο κέντρο του κεφαλιού στη φιγούρα της Αφροδίτης, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι της έχει φύγει εντελώς ο βασικός άξονας, το κέντρο βάρους. Με πιο απλά λόγια, η Αφροδίτη “μπατάρει” σε μια στάση εντελώς αφύσικη για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και είναι έτοιμη να πέσει προς τα δεξιά.

-Ο μεγάλος δάσκαλος της Αναγέννησης έχει κάνει λοιπόν ένα λάθος αρχάριου. Αυτό συνέβη γιατί ζωγράφισε πρώτα το πάνω μέρος του πίνακα μέχρι τη μέση. Όταν συνέχισε προς τα κάτω και ο Μποτιτσέλι το πήρε επιτέλους χαμπάρι ήταν πλέον αργά, όχι μόνο γιατί το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης είχε ολοκληρωθεί, αλλά κάτι χειρότερο. Είχε ήδη πληρωθεί από τους Μεδίκους, την πανίσχυρη οικογένεια της Φλωρεντίας που του είχε παραγγείλει το έργο (με σημερινούς ορούς είναι σαν να κάνεις λάθος σε δουλειά πληρωμένη από τη Μαφία). Ο Μποτιτσέλι, όπως και κάθε άλλος της εποχής του, ήξερε καλά πως δεν παίζεις με τους Μεδίκους. Εκτός πιθανώς από τη ζωή του, κινδύνευε στα σίγουρα η φήμη του σαν ζωγράφος άρα και η προοπτική να κερδίζει χρήματα από την τέχνη του που θα του επέτρεπαν μια αξιοπρεπή ζωή. Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν ο Μποτιτσέλι έκανε κάτι που ξεχωρίζει τους πραγματικούς Μάστορες από τους απλούς ακολούθους οποιασδήποτε Τέχνης. Εκτός από την ψυχραιμία του, κράτησε στο έργο και το λάθος που συνεχίζει να φιγουράρει με αναίδεια μπροστά στα μάτια μας μετά από αιώνες κι όμως το προσπερνάμε σαν να μην υπάρχει. Με τον τρόπο που τοποθετεί τα υπόλοιπα στοιχεία της σύνθεσης γύρω από τη “στραβή Αφροδίτη” (τις φιγούρες δεξιά και αριστερά, το δάσος, τις πτυχώσεις του όστρακου κλπ.) καταφέρνει να τραβήξει το μάτι του θεατή μακριά από το λάθος και να σώσει τον πίνακα.

400px-sandro_botticelli_-_la_nascita_di_venere_-_google_art_project_-_editedΑυτή η ιστορία, ένα είδος μικρού ύμνου στη μεγάλη σημασία που έχει διαχρονικά το θάρρος για τον καλλιτέχνη, ήταν και μια από τις αγαπημένες του Δημήτρη Μυταρά όπως και αυτό που συνήθιζε να λέει στους μαθητές του όταν ήθελε να μιλήσει για το θάρρος στη ζωγραφική:

Είναι προτιμότερη μια λάθος πινελιά αλλά βαλμένη με σιγουριά, από εκατό σωστές πινελιές που έχουν μπει με φόβο

-Ο Δημήτρης Μυταράς είχε φυσιογνωμία που έμοιαζε σαν να ήρθε στη σημερινή εποχή κατευθείαν από τη Φλωρεντία της εποχής των Μεδίκων, ένα δυνατό πρόσωπο που κουβάλαγε έντονα μερικά από τα στοιχεία που συναντάς συνήθως στους αυτοδημιούργητους ανθρώπους. Μια ερευνητικότητα και περιέργεια στο βλέμμα που δεν ησύχαζε λεπτό, σταθερή φωνή που σχημάτιζε προτάσεις με σιγουριά και μια μόνιμη υποψία χαμόγελου-ίσως το ίδιο χαμόγελο να είχε και ο Μποτιτσέλι όταν κατάφερε τελικά να καλύψει το λάθος στον πίνακα της Αφροδίτης. Όταν συζήταγε μαζί σου, γιατί απολάμβανε κάθε είδους συζήτηση, έμοιαζε σαν να αλλάζει διαρκώς κέντρο βάρους, γέρνοντας πότε στην πλευρά ενός περιπλανώμενου “Γιάννη Αγιάννη”, που δεν κατέχει τίποτα αλλά ταυτόχρονα διεκδικεί το δικαίωμα να μάθει τα πάντα και πότε στην πλευρά του κραταιού Πρύτανη – Δασκάλου της Καλών Τεχνών και Ακαδημαϊκού που ταυτόχρονα βαριόταν το ακαδημαϊκό διδασκαλίκι.  Πέρα από το αντικειμενικό ταλέντο του ως ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της ζωγραφικής, όταν αυτή σήμαινε ακόμα θάρρος στην έκφραση αλλά όχι ασυδοσία, μελέτη της φόρμας και όχι ακύρωση, γνώση και όχι απαξίωση των μυστικών του χρώματος, του σχεδίου και των υλικών και πάνω απ’ όλα σκληρή και μοναχική δουλειά στους τέσσερις τοίχους ενός εργαστηρίου, για να καταφέρεις κάποτε να χτίσεις πινελιά στην πινελιά το δικαίωμα ενός προσωπικού ύφους άλλα και τη δύναμη μιας υπογραφής. Ο Δημήτρης Μυταράς που διηγούνταν πώς κρεμόταν από το τραμ φοιτητής για να φτάσει μέχρι τη Σχολή Καλών Τεχνών, αφού συχνά δεν είχε να πληρώσει εισιτήριο, δεν έκρυβε την ικανοποίησή του που κατάφερε τελικά μέσα από τα έργα του να ζει άνετα αυτός και η οικογένειά του. Γι’ αυτό και σου μίλαγε χωρίς περιστροφές και τη δήθεν συστολή τού “υπεράνω καλλιτέχνη”, για τις εμπειρίες του με τα στελέχη εταιριών που δεν γνώριζαν πολλά από ζωγραφική άλλα γνώριζαν τη δύναμη της υπογραφής του, όπως οι άνθρωποι γνωστής εταιρίας που έφτασαν στο ατελιέ του με μια γενναία επιταγή για να εξασφαλίσουν υπογεγραμμένα σχέδιά του για συλλεκτικά πιατάκια και φλιτζανάκια του καφέ και όταν τον ρώτησαν σε ποσό καιρό πιστεύει ότι μπορεί να εμπνευστεί και να τους τα παραδώσει, απάντησε: Παιδιά δεν θα σας πω ψέματα, αυτά που μου ζητάτε θα μου πάρουν περίπου μισή ώρα, μπορείτε αν θέλετε να περιμένετε εδώ μέχρι να τα φτιάξω…

-Ένας αναγεννησιακός τύπος καλλιτέχνη, ανθρωποκεντρικός, που με βάση τη ζωγραφική δοκίμασε τις δυνάμεις του παράλληλα και σε άλλες τέχνες. Που δεν διαχώριζε τις τέχνες, όπως δεν τις διαχώριζαν όλοι όσοι ανήκαν στο είδος του. Που σε φώναζε ξαφνικά στο προαύλιο της Σχολής Καλών Τεχνών, που ’χε παρκαρισμένο ένα Σάαμπ, για να σου βάλει ν’ ακούσεις στο κασετόφωνο ως περήφανος πατέρας, ντύμα ηλεκτρονικής μουσικής που είχε γράψει την προηγούμενη νύχτα ο γιος του, ο Αριστείδης. Ζητούσε μετά να του περιγράψεις και όχι να του αιτιολογήσεις τη γνώμη σου. Σε ό,τι αφορά την τέχνη γενικότερα για τον Μυταρά μέτραγε το τι νιώθεις παραπάνω από το γιατί το νιώθεις. Κρατούσε την αίσθηση και άφηνε την αναζήτηση των αιτίων στους τεχνοκράτες.

-Μια τελευταία εικόνα από τον Δημήτρη Μυταρά που θα κρατήσω είναι από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, στη βραδιά εγκαινίων της έκθεσης που έκανε με  θέμα τα αγαπημένα του κοχύλια στον Αστρολάβο. Κοσμικοί, δημοσιογράφοι, συλλέκτες και φιλότεχνοι είχαν γεμίσει την γκαλερί για να τιμήσουν έναν αληθινό σταρ της ελληνικής τέχνης. Και ο Μυταράς δίπλα στους πινάκές του να προτιμά αντί να μιλήσει για ζωγραφική, φόρμες, βασικά και συμπληρωματικά χρώματα των ζωγραφισμένων κοχυλιών πάνω στον καμβά, να διηγείται στους γύρω του με ενθουσιασμό πιτσιρικά το πώς βούτηξε στην Ερυθρά Θάλασσα με μπουκάλες και στολή δύτη για να μαζέψει τα αληθινά κοχύλια …

3-23