του Γιάννη Παναγόπουλου //

Να πούμε εδώ πως υπάρχουμε και εμείς που πήραμε διαζύγιο και νιώσαμε απελευθερωμένοι όταν η σχέση μας δεν περπατούσε. Να πούμε και εδώ πως υπάρχουμε και εμείς, υποθέτω οι περισσότεροι, που δεν θεωρήσαμε τη λέξη διαζύγιο, όταν ακούστηκε από σύντροφό μας, ως απειλή, ως κατάπτυστη προσβολή. Το αντίθετο, το βρήκαμε λυτρωτικό για τη συνέχεια της ζωής μας. Το λέμε αυτό γιατί έκπληκτοι, διαβάζοντας ρεπορτάζ του ελληνικού τύπου πριν μια εβδομάδα, η λέξη “διαζύγιο” επανεφευρέθηκε και πουλήθηκε ως φρέσκο ταμπού που θα μπορούσε να τονώσει τις δολοφονικές διαθέσεις ανδρών που φέρουν την τιμή τους πάνω από τον νόμο. Να πούμε, επίσης, εδώ πως η παράθεση αποσπασμάτων από το ημερολόγιο δολοφονημένης γυναίκας είναι πράξη προσβλητική γιατί η κάτοχός του απλώς δεν είναι ανάμεσά μας για να αντισταθεί τους “κήρυκές” του. Η Καρολάιν δολοφονείται για δεύτερη φορά από τον τύπο. Οι όροι που ένα ειδεχθές έγκλημα παρουσιάζεται, με φουλ άποψη αλεσμένη με άλλοθι, γύρω από τη ψυχολογική κατάσταση ενός καθ’ ομολογία του, δολοφόνο, είναι μια επαναλαμβανόμενη ντροπή που στιγμή τη στιγμή, λεπτό το λεπτό εμπλουτίζεται από δημοσιογραφικές παρεμβάσεις που απέχουν από την είδηση. Στοχεύουν ευθέως, με όρους άμβωνα και σιγουριά κηρύγματος παπά, στη δολοφονία χαρακτήρων, στην αλίευση στοιχείων που ποτίζουν το σταθερό πατριαρχικό κλισέ. Ο άνδρας έχει τιμή και για πάρτη της υπάρχει περίπτωση να φτάσει όσο πια μακριά μπορεί.

Με τον ΣΚΑΪ πια να φαντάζει ως hard core κομματικό όργανο της Νέας Δημοκρατίας, η παράθεση λεπτομερειών γύρω από το προφίλ της δολοφονημένης γυναίκας και του δολοφόνου της δεν εκπλήσσουν για την κυνικότητά τους. Εκπλήσσουν για την παρεμβατικότητά τους. Η Ιωάννα Μάνδρου δήλωσε απλώς πως «Αυτός, για να είμαστε ειλικρινείς, ο φερόμενος ως δράστης, μόλις είδε το πτώμα, έκανε αυτό που έκαναν πάρα πολλοί άνθρωποι που βρέθηκαν στην ίδια θέση. Σκέφτηκε να το εξαφανίσει το πτώμα. Θυμόμαστε την περίπτωση του Φραντζή. Εγώ, είναι μια δίκη που την παρακολούθησα ως νεαρή δημοσιογράφος και ποτέ δεν θα την ξεχάσω, Αυτός το μπόρεσε αυτό, δηλαδή να τεμαχίσει. Αυτός ο τύπος εδώ (σ.σ. ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος), ο φερόμενος ως δράστης… η συγκρότηση της προσωπικότητάς του δεν του επέτρεπε κάτι τέτοιο. Δεν είναι για αίματα. Είναι πιο αποστειρωμένος. Και οδηγήθηκε λοιπόν στη λύση της σκηνοθεσίας της ληστείας». Κάθε φόνος έχει το αποτύπωμά του. Όχι μόνο εγκληματολογικά αλλά και κοινωνικά. Η επιλογή του παραδείγματος Φραντζή, στην προκειμένη περίπτωση, γιατί αλιεύθηκε από τη δημοσιογράφο; Το ζύγισμα του ειδεχθούς ποιον εξυπηρετεί;

Το καλύτερο όμως το έχω φυλαγμένο για το τέλος. Το ζευγάρι Καρολάιν – Μπάμπης επισκέπτονταν μια γυναίκα που κυκλοφορούσε δεξιά και αριστερά συστηνόμενη ως κλινική ψυχολόγος. Στην πραγματικότητα ήταν μια “αρρύθμιστη” επιστημονικά σύμβουλος ψυχικής υγείας. Μάλιστα. Προφανώς και δεν θα έπρεπε να παίρνουμε τις δημοσιογραφικές της καταθέσεις τοις μετρητοίς. Και όμως, υπάρχουν δημοσιεύματα που παρουσιάζουν τις διαγνώσεις της ως, αξιολογούμε, έγκυρες. Μια από τις τελευταίες μιλά για την ψυχοσυναισθηματική αστάθεια του θύματος. Η δημοσιογραφία θα κριθεί και από τις πηγές της, η τιμή ενός θύματος πώς;