Μία από τις κυρίαρχες ιδεές του Διαφωτισμού ήταν η άγνοια – δηλαδή ότι υπήρχαν κάποια σημαντικά πράγματα που αξίζει να γνωρίζουμε και τα οποία δεν μπορούσαν να απαντηθούν από τα κείμενα των κυρίαρχων θρησκειών με κοινή ρίζα όπως ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ.

Χωρίς την έννοια της άγνοιας δεν υπάρχει επιστημονική επανάσταση. Δεν υπάρχει επιστημονική μέθοδος. Δεν υπάρχει Επιστήμη. Επιστήμη και Θρησκεία. Η πρώτη βασίζεται σε στοιχεία και επομένως υπόκειται σε συνεχή αναθεώρηση. Αντίθετα, η θρησκεία βασίζεται στην πίστη. Δηλαδή, η θρησκεία απαιτεί την ύπαρξη πίστης μπροστά στην απουσία αποδεικτικών στοιχείων.

Επειδή υπάρχουν ερωτήματα που η επιστήμη δεν μπορεί και δεν επιχειρεί να απαντήσει, η θρησκεία και η επιστήμη είναι συμπληρωματικά συστήματα πεποιθήσεων, αν και συχνά τοποθετούνται ως ανταγωνιστικά. Σε πολλές κοινωνίες ο διαχωρισμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων από τους θεσμούς διακυβέρνησης απαιτεί την ανάδειξη της επιστήμης ως ένα εναλλακτικό σύστημα πεποιθήσεων, επειδή ελλείψει ενός συστήματος πεποίθησης, η διακυβέρνηση είναι αδύνατη.

Έτσι, σε περιόδους κρίσης, όταν η άγνοια και η αβεβαιότητα βρίσκονται στο αποκορύφωμα και οι πολίτες διαμαρτύρονται για την ανακούφιση των ανησυχιών τους, συχνά ακούμε «Πρέπει να ακούσουμε τους επιστήμονες!». Ποιος θα μπορούσε να αντιταχθεί σε μια τέτοια λογική πρόταση; Εκτός αυτού, σε τέτοιες στιγμές, συνήθως βρίσκονται και οι επιστήμονες που είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις αρχές της αμφιβολίας, του σκεπτικισμού και της άγνοιας πάνω στις οποίες βασίζεται το επάγγελμά τους, και να υιοθετήσουν αντ’ αυτού την εμπιστοσύνη ενός ιδεαλισμού.

Η διαχείριση μιας σοβαρής υγειονομικής κρίσης δεν αποτελεί βάση για την εκχώρηση πολιτικής εξουσίας σε μια ομάδα επιλεγμένων επιστημόνων. Είναι μια παραμόρφωση της επιστήμης με σκοπό την άσκηση πολιτικής. Επιστήμονες σε αρκετές δημοσιεύσεις εδώ και πολύ καιρό περιέγραψαν ένα εποικοδομητικό σύνολο κριτηρίων για την αξιολόγηση των πολιτικών αντιμετώπισης πανδημιών. Για παράδειγμα, ένα άρθρο του 2006 για τη βιοασφάλεια και τη βιοτρομοκρατία προτείνει τρία κριτήρια:

Τα διαθέσιμα δεδομένα ή η εμπειρία δείχνουν ότι το μέτρο θα λειτουργήσει;

Είναι εφικτό το μέτρο για τον μετριασμό της νόσου;

Ποιες είναι οι πιθανές ανεπιθύμητες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες;

Οι πολιτικές προτροπές δεν είναι προϊόν της επιστήμης. Είναι μια πολιτική ιδεολογία που μεταμφιέζεται ως επιστήμη και υπηρετεί μια καινούργια “Θρησκεία”. Η αξιοποίηση των θεσμών και των διαπιστευτηρίων της επιστήμης για την πολιτική εκμετάλλευση της αμφιβολίας δεν είναι επιστήμη. Είναι επιστημονισμός, ο οποίος δεν ασχολείται με αποδεικτικά στοιχεία, γιατί έχει στόχο να καταλάβει την εξουσία.

Υπό αυτές τις συνθήκες, επιστημονικές ερωτήσεις όπως “Πώς ξέρουμε τι πιστεύουμε;” μπορούν να απαντηθούν μόνο από τον επιστημονισμό και τις πολιτικές συζητήσεις που κρίνουν τις πεποιθήσεις μας. Στην περίπτωση αυτή, η Επιστημονική Μέθοδος θα εξελιχθεί σε διαγωνισμό γνώμης, προσωπικές επιθέσεις και αγώνες εξουσίας, παρά θα βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία. Στο πρίσμα αυτό, ο Διαφωτισμός αναιρείται, οι «επιστήμονες» αίρουν την πνευματική τους ταπεινότητα και η συζήτηση ασχολείται με το ποιος ανήκει ιδεολογικά πού, ποιες απόψεις «μετράει» και ποιες κυρώσεις θα επιβληθούν εναντίον εκείνων που δεν επιδεικνύουν επαρκή σεβασμό στους ανωτέρους τους.

Σε μια κοσμική μορφή διακυβέρνησης όμως πρέπει να προφυλαχθούμε από τον κίνδυνο ότι η «επιστήμη» μετατρέπεται ως Δούρειος Ίππος, σφετεριζόμενη τους μηχανισμούς της εξουσίας και εισάγοντας τον επιστημονισμό ως τη Νέα Θρησκεία της τεχνο-γραφειοκρατίας.

Η λογοκρισία και η πολιτικοποίηση έχουν πολύ συχνά ανατρέψει την επιστήμη. Η περιέργεια έχει αντικατασταθεί από την πολιτική και αυτό που κάποτε ήταν η ευγενής επιδίωξη μιας στενότερης προσέγγισης της αλήθειας έχει μετατραπεί σε μια λατρεία του επιστημονισμού.