Από τον Νικηφόρο Γκολέμη // *

Ξεκινάει λοιπόν η συγγραφή της εργασίας. Στην κανονική βιβλιοθήκη φυσικά, αφού -προς το παρόν- δεν στάθηκα ικανός να θυσιάσω τον ύπνο μου για να στέκομαι στην πρωινή ουρά έξω από τη νομική βιβλιοθήκη. Μπορεί εδώ πέρα τα αντίτυπα των νομικών βιβλίων να είναι λιγότερα, λιγότεροι όμως είναι και οι ενδιαφερόμενοι, αφού η πλειονότητα των επιμελών συμφοιτητών έχει βάλει το ξυπνητήρι στις 6 και έχει ήδη βρει θέση στην έτερη βιβλιοθήκη. Έτσι, υπάρχει προοπτική και για εμάς που δεν ξυπνάμε πριν λαλήσει ο πετεινός αφού εν τέλει βρίσκουμε αυτό που θέλουμε.

Πηγαίνω στο δανειστικό μέρος της βιβλιοθήκης και δανείζομαι ορισμένα απαραίτητα βιβλία, πριν εισέλθω στο αναγνωστήριο. Το αναγνωστήριο είναι πολύ λειτουργικό, με τρεις ορόφους και πάνω από 1000 ατομικές θέσεις εργασίας, πολύ ευρύχωρες και άνετες για τον φοιτητή. Εδώ θα δουλέψω την εργασία μου αυτούς τους δυο μήνες, αφού σε αυτό το μέρος βρίσκεται μεγάλο μέρος της γερμανικής νομικής βιβλιογραφίας.

Ξεκινάω. Ανοίγω το πρώτο μου βιβλίο και ψάχνω την απάντηση στο πρώτο ζητούμενο της εργασίας. Το βιβλίο σε παραπέμπει σε άλλο βιβλίο. Ευτυχώς το βρίσκω χωρίς δυσκολία. Μετά σε άλλο. Και σε άλλο. Και σε άλλο. Στο τέλος της ημέρας, έχω μπροστά μου 10 βιβλία και βαριά μιάμιση σελίδα εργασία. Έτσι πάει…

Φυσικά, τα βιβλία του αναγνωστηρίου δεν επιτρέπεται να φύγουν από τη θέση τους, οπότε κατά την έξοδο σε περιμένει ο ανάλογος έλεγχος. Στην έξοδο κάθεται ένας κυριούλης απροσδιορίστου ηλικίας, αφού μπορεί μεν το μαλλί να έχει ασπρίσει εντελώς, αλλά το πρόσωπό του φαντάζει αρκετά… ξεκούραστο. Μπροστά μου έτοιμες να περάσουν τον έλεγχο δυο κοπέλες, που από τα βιβλία στις -διαφανείς- τσάντες τους (μόνο τέτοιες επιτρέπονται) καταλαβαίνεις εύκολα ότι σπουδάζουν κάποια φυσικομαθηματική επιστήμη (μακριά από μας). Σηκώνουν την τσάντα ψηλά, ο κυριούλης χαμογελάει και τις αφήνει. Περιττό να πω ότι όλα τα βιβλία τους ήταν από το δανειστικό μέρος και δεν υπήρχε τίποτε το μεμπτό.

Πιστεύοντας ότι η διαδικασία είναι τόσο απλή, ακολουθώ -αφελώς- το ίδιο μοτίβο. Περνάω από μπροστά, σηκώνω την τσάντα με τα βιβλία και προχωράω. Εκεί είναι που ακούω το βροντερό «HALT!» και στέκομαι σούζα. Τι έγινε ρε παιδιά, μας πιάσανε; Γυρνάω πίσω, ο -τελικά όχι και τόσο συμπαθητικός- κυριούλης ζητάει να δει καλύτερα την τσάντα. Μου ζητάει να τη γυρίσω μπρος-πίσω-δεξιά-αριστερά. Την εξετάζει περί τα 20 δεύτερα και τότε κάνει νόημα ότι μπορώ να φύγω.

page 8Δεν άντεξα και ρώτησα. Γιατί κυριέ μου εμένα με κράτησες κανά δίλεπτο και τις κυρίες μπροστά τις άφησες να περάσουν με έλεγχο… γιαλαντζί; «Ρωτάς γιατί; Γιατί εσείς της νομικής συνέχεια κλέβετε τα βιβλία!». Μάλιστα. Πάρα πολύ ωραία.

Μπήκαμε και σε δεύτερο τσουβάλι. Μετά το «εσείς οι Έλληνες» τώρα μπήκαμε και στο «εσείς οι νομικάριοι». Δεν τη λες και μεγάλη περηφάνεια.

Εννοείται πως ξεκίνησα άμεσα έρευνα, για να διαπιστώσω το αληθές των ισχυρισμών του κυρίου. Τις επόμενες μέρες καταλαβαίνω ότι ο κυριούλης ίσως να μην είχε και τόσο άδικο. Ένα θέμα με τα βιβλία το έχουν οι αγαπητοί συμφοιτητές. Άκουσα απίστευτες ιστορίες. Βιβλία να μην επιστρέφονται στις σωστές θέσεις, βιβλία να μην επιστρέφονται εν γένει, σελίδες που είναι χρήσιμες για την εκάστοτε εργασία να… σκίζονται, κι όλα αυτά στο πλαίσιο της συναδελφικής… αλληλεγγύης. Απαράδεκτες πρακτικές. Για να γίνεις σωστός επιστήμονας ή/και επαγγελματίας, πρέπει να κοιτάς πώς θα γίνεις καλύτερος και όχι πώς θα κάνεις τους άλλους χειρότερους. Κι επειδή σίγουρα δεν είναι η πλειονότητα των συμφοιτητών που συμπεριφέρεται έτσι, αλλά 5-10 που μας δυσφημίζουν όλους, μια αδικία τη νιώθεις.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, το πρώτο και κύριο άγχος μου είναι να μην μπερδέψω τα δανειζόμενα βιβλία με αυτά του αναγνωστηρίου, οπότε φροντίζω να τσεκάρω πάντα δεύτερη φορά μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής, μήπως άφησα κατά λάθος δικό μου βιβλίο στο αναγνωστήριο. Και να που συνέβη το κακό. Δεν ξέχασα 1 βιβλίο, αλλά περί τα… 250! Ναι κυρίες και κύριοι μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό, κατάφερα και ξέχασα στη βιβλιοθήκη το eBook reader μου. Γυρίζω τρέχοντας (τρόπος του λέγειν, μετά από 5 μέτρα σερνόμουν – να που πληρώνω ΚΑΙ την έλλειψη γυμναστικής) στη βιβλιοθήκη, eBook Reader πουθενά. Θύμωσα με την αφηρημάδα μου, τα έβαλα και λίγο με την τύχη μου, και επέστρεψα σκυθρωπός στη στάση. Ξαφνικά, με διακόπτει μια φωνή σε σπαστά αγγλικά. «Excuse me, do you know which bus I should take for the hospital?» Γυρίζω το κεφάλι μου. Πρόσφυγες;

Τελικά, η ζωή έρχεται να σου θυμίσει ότι ένα eBook reader που χάνεις μπορείς με δουλειά και κόπο να το αποκαταστήσεις. Μια πατρίδα όμως;

 

*Ο Νικηφόρος δεν ζει πια στην Αθήνα. Είναι ένα από τα χιλιάδες παιδιά που γεννήθηκαν εδώ. Αλλά δεν σπουδάζουν εδώ. Ζει στην Χαϊδελβέργη. Σπουδάζει στο πανεπιστήμιό της. Η ιστορία της καθημερινότητας μπορεί να είναι η ίδια με κάθε παιδιού που γεννήθηκε εδώ. Αλλά δεν σπουδάζει εδώ.