του Γιάννη Παναγόπουλου //
Η ιδιωτικοποίηση της παιδείας είναι θέμα που η οικογένεια Μητσοτάκη, το μέρος της που ασχολείται ενεργά με την κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, γυρόφερνε από καιρό.
Ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στο προεκλογικό πακέτο της Νέας Δημοκρατίας των εκλογών του 1990 μαζί με άλλα ευήκοα λαϊκά τάματα, νέες θέσεις εργασίας, ιδιωτικοποίηση των δημόσιων συγκοινωνιών, “προσέθεσε” και εκείνο της ιδιωτικής πανεπιστημιακής παιδείας.
Τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φερόμενος ως πρωθυπουργός με τη σιγουριά του φαβορί, προεκλογικά δηλαδή, δεν προέταξε κάποια ουσιαστική εκπαιδευτική ανάγκη που τον έσπρωχνε στην ανακοίνωση του πρωτάκουστου για την εποχή βήματος.
Η επιχειρηματολογία του στάθμευε σε δύο σημεία. Το πρώτο ήταν πως η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να κάνει θαύματα και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το δεύτερο ήταν πως με το άνοιγμα ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα θα έπαυε μια οικονομική αιμορραγία. Της εξαγωγής συναλλάγματος προς το εξωτερικό (τότε είχαμε δραχμή, μην το ξεχνάς) από τους χιλιάδες των Ελλήνων που σπούδαζαν εκτός Ελλάδας.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης από φερόμενος πρωθυπουργός, έγινε πρωθυπουργός. Η ιδέα της ιδιωτικής πανεπιστημιακής παιδείας που με περίσσια ευθύτητα είχε υπηρετήσει προεκλογικά, μετεκλογικά εγκαταλείφθηκε. Ή δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί. Η κυβέρνησή του δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την προβλεπόμενη τετραετία. Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν ο λόγος, αλλά ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα.
Και αν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε ανάψει σπίθα με τη ρητορική υπέρ της ιδιωτικής παιδείας τα τσακάλια, ιδιοκτήτες των Ιδιωτικών Επαγγελματικών Σχολών, είπαν να κάνουν τη σπίθα φλόγα. Πώς θα γινόταν αυτό; Η κάψα πολλών Ελλήνων γονέων, όχι απαραίτητα των παιδιών τους, να υπάρχουν σπίτι πανεπιστημιακού επιπέδου τίτλοι ήταν δεδομένη.
Ο συντονισμός της πτυχιακής πείνας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν ιδανικός και δεν έπρεπε να μείνει ανεκμετάλλευτος, από τη μεριά τους εννοείται. Στην έναρξη της δεκαετίας του 1990, της ένταξης στο λεξιλόγιό μας του όρου “Ελληνικά Ιδιωτικά Πανεπιστήμια” έφερε ένα νέο τρεντ στην αγορά της ήδη υπάρχουσας ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδας. Οι σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης άλλαξαν όνομα. Ή μάλλον δεν άλλαξαν όνομα ακριβώς. Προσέθεσαν έννοιες που μύριζαν πανεπιστήμιο. Οι λέξεις “ιδιωτική σχολή” έφυγαν. Τις αντικατέστησε η λέξη “Κολέγιο”. Ήταν εύηχη. Ήταν σχεδόν άγνωστη, μύριζε όμως “Αμερική”. Ήταν ο άλλος τρόπος να πουληθεί η αξία πανεπιστήμιο.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 τα κολέγια, που στην πράξη ήταν αυτά που λέμε σήμερα ΙΕΚ, πούλησαν αέρα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι δεκαετίες του 1990 και του 2000 πέρασαν με τα κολέγια να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Είπαμε, το όνειρο πολλών Ελλήνων να στολίζουν τοίχους με πτυχιακούς τίτλους είναι διαρκές. Πολλά από τα κολέγια που διαφήμιζαν πως είναι συνδεδεμένα, αναγνωρισμένα, συνεργαζόμενα με άλλα πανεπιστήμια του εξωτερικού ήταν, απλώς, φούσκα. Ενώ κάποια από αυτά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να προπαγανδίσουν την αναγνώρισή τους από τις Εκπαιδευτικές Αρχές των ΗΠΑ (!).
Δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα διαφημιστικό δόλωμα νέων εγγράφων στα εκπαιδευτικά τους προγράμματα. Τα τελευταία, στο πέρασμα του χρόνου, όλο και μεγάλωναν στον αέρα του υπονοούμενου. Κάποια οργάνωναν και τελετές αποφοίτησης όπου περήφανοι διπλωματούχοι χαρτιών που δεν αναγνωρίζονταν πουθενά, εκτός ίσως από τις επιχειρήσεις των πατεράδων τους, πόζαραν με τηβέννους. Το θέμα ήταν και το θέμα είναι πως η αναπαράσταση της παιδείας δεν σχετίζεται με την ουσιαστική παιδεία. Εκεί τα κολέγια δεν τα πήγαν ποτέ καλά. Σύντομα θα βγάλουν και μηχανικούς και αρχιτέκτονες και ψυχολόγους….sky is the limit που λένε και στα Στέιτς.